Παντελεήμων Ρεντούλης
Ικανότητα διαδίκου
Παρατηρήσεις στην υπ' αριθμόν 847/2010 ΑΠ
Δημοσιευμένο στο ΕφΑΔ 2011 σ. 200-204
1. Εισαγωγή
1. Η σχολιαζόμενη απόφαση ασχολήθηκε, μεταξύ άλλων ζητημάτων, με τη διαδικαστική προϋπόθεση της ικανότητας του διαδίκου στη συχνή περίπτωση που το νομικό πρόσωπο που είχε αρχίσει τη δίκη λύθηκε δίχως εκκαθάριση δια της συγχωνεύσεώς του με απορρόφηση από άλλο νομικό πρόσωπο
2. Στις επόμενες ενότητες, κατά πρώτον θα αναφερθεί περιληπτικώς το περιεχόμενο της σχολιαζόμενης αποφάσεως (ενότ. 2), κατά δεύτερον θα γίνει προσπάθεια να προσδιορισθεί το ποιος αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου (ενότ. 3) και κατά τρίτον θα προσδιορισθεί το ποιος έχει την ικανότητα του διαδίκου με βάση το ισχύον αστικό δικονομικό δίκαιο (ενότ. 4).
2. Περιεχόμενο αποφάσεως
3. Η σχολιαζόμενη απόφαση εκδόθηκε επί αναιρέσεως την οποία είχε ασκήσει συγκεκριμένο νομικό πρόσωπο, το οποίο στη συνέχεια λύθηκε δια της συγχωνεύσεώς του με απορρόφηση από άλλο νομικό πρόσωπο. Κατά την συζήτηση της αναιρέσεως, το απορροφήσαν νομικό πρόσωπο δήλωσε ότι συνεχίζει τη δίκη υπό την ιδιότητά του ως οιονεί καθολικού διαδόχου του απορροφηθέντος αναιρεσείοντος νομικού προσώπου. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και από την πλευρά του παθητικού υποκειμένου της αναιρετικής δίκης, αφού εμφανίστηκε και τη συνέχισε, ομοίως υπό την ιδιότητά του ως οιονεί καθολικού διαδόχου, το νομικό πρόσωπο που είχε απορροφήσει την αρχικώς αναιρεσίβλητη εταιρεία.
4. Το δικάσαν δικαστήριο, εξετάζοντας το παραδεκτό της αναιρέσεως, έκρινε ότι, εφ’ όσον δεν αμφισβητούνται και συνομολογούνται από τους διαδίκους οι ως άνω εκατέρωθεν συγχωνεύσεις δι’ απορροφήσεως, τότε η δίκη μπορεί να συνεχισθεί νομίμως μεταξύ των διαδίκων που εμφανίσθηκαν ως οιονεί καθολικοί διάδοχοι της αρχικώς αναιρεσείουσας και της αρχικώς αναιρεσίβλητης.
3. Η ιδιότητα του διαδίκου
5. Η έννοια του διαδίκου, όπως το αποκαλύπτει άλλωστε και η ετυμολογία του όρου «διάδικος», είναι βαθύτατα συνδεδεμένη με την έννοια της δίκης. Λαμβανομένου υπ’ όψιν αφ’ ενός ότι στα πλαίσια της μιας και της αυτής διαφοράς είναι δυνατόν να δημιουργηθούν περισσότερες δίκες π.χ. η πρωτοβάθμια δίκη, η δίκη των ασφαλιστικών μέτρων, οι δίκες των ενδίκων μέσων κ.ά., και αφ’ ετέρου ότι στις δίκες αυτές ενδέχεται να εμφιλοχωρήσουν αστάθμητοι παράγοντες, όπως π.χ. ο θάνατος και η συνεπεία αυτού κληρονομική διαδοχή, η λύση ή οι συγχωνεύσεις νομικών προσώπων, ή να παρέμβουν και άλλα πρόσωπα που μέχρι την παρέμβασή τους θεωρούνταν τρίτα ως προς την επίδικη διαφορά, καθίσταται προφανές ότι τα κριτήρια προσδιορισμού της ιδιότητας του διαδίκου είναι εξαιρετικά ρευστά ως άμεσα εξαρτώμενα από την ίδια την εξέλιξη της εκάστοτε υπό κρίση διαφοράς
6. Θα πρέπει, βέβαια, να διευκρινιστεί ότι τα κριτήρια αποδόσεως σε κάποιο πρόσωπο της ιδιότητας του διαδίκου δεν θα πρέπει σε καμμία περίπτωση να συγχέονται με εκείνες τις διαδικαστικές προϋποθέσεις παραδεκτού του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου που συνδέονται άμεσα με το πρόσωπο που ενεργεί τη διαδικαστική αυτή πράξη, όπως είναι π.χ. η ικανότητα του διαδίκου, η ικανότητα δικαστικής παραστάσεως, η νομιμοποίηση και το έννομο συμφέρον. Η έλλειψη αυτών των προϋποθέσεων οδηγεί στην απόρριψη του εκάστοτε δικογράφου ως απαραδέκτου, αλλά δεν εμποδίζει το πρόσωπο που ενήργησε να αποκτήσει από καθαρά δικονομική άποψη την ιδιότητα του διαδίκου, διότι στην αντίθετη περίπτωση το πρόσωπο αυτό θα αδυνατούσε να ασκήσει ένδικα μέσα κατά της αποφάσεως που απέρριψε το αίτημά του ως απαράδεκτο για τις ανωτέρω αιτίες.
7. Η ως άνω επισήμανση αποκαλύπτει ότι ο όρος «διάδικος» είναι μία καθαρά τεχνική δικονομική έννοια εντελώς αποχρωματισμένη από το προσβληθέν ουσιαστικό δικαίωμα και συνεπώς πλήρως αποξενωμένη από το θεωρητικό πεδίο του αστικού ουσιαστικού δικαίου, πράγμα που εξηγεί γιατί η απόκτηση ή μη της ιδιότητας του διαδίκου έχει αποκλειστικά και μόνο σημασία για τη διευθέτηση ζητημάτων αμιγώς δικονομικής φύσεως.
8. Συνεπώς, η ιδιότητα του διαδίκου θα πρέπει να απονέμεται στα πρόσωπα που συμμετέχουν σε μια δίκη με κριτήρια αποστασιοποιημένα από το αστικό ουσιαστικό δίκαιο. Τα κριτήρια αυτά πρέπει συνεπώς να είναι δικονομικής φύσεως, αλλά δεν μπορεί να συνίστανται στις ίδιες τις συνέπειες (δικαιώματα και υποχρεώσεις) που συνεπάγεται η ιδιότητα του διαδίκου, όπως π.χ. η κατάθεση προτάσεων, η κατάληψη από το δεδικασμένο ή η δυνατότητα ασκήσεως ενδίκων μέσων, διότι στην περίπτωση αυτή το ζητούμενο θα θεωρούταν δεδομένο.
9. Εκείνο που έχει αρχικά σημασία για την πρόσδοση σε συγκεκριμένο υποκείμενο της ιδιότητας του διαδίκου είναι αν σε αφηρημένο επίπεδο, ήτοι εκτός του πλαισίου μιας συγκεκριμένης δίκης, μπορεί να γίνει διάδικος με βάση τα οριζόμενα στο άρθρο 62 ΚΠολΔ, να είναι, δηλαδή, είτε υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων είτε ένωση προσώπων είτε εταιρεία χωρίς νομική προσωπικότητα.
10. Εφόσον, λοιπόν, κάποιος έχει σε αφηρημένο επίπεδο τη δυνατότητα να γίνει διάδικος θα πρέπει στη συνέχεια να διαπιστωθεί αν συνδέεται με το δικαιοδοτικό όργανο και ενδεχομένως με κάποιο άλλο πρόσωπο με μια έννομη σχέση δίκης και τέλος, εφόσον διαπιστωθεί και αυτό, θα πρέπει να διακριβωθεί αν έχει το ίδιο διατυπώσει ή αν έχει διατυπωθεί κατ’ αυτού κάποιο αίτημα ενώπιον ενός συγκεκριμένου δικαιοδοτικού οργάνου.
11. Λαμβανομένων υπ’ όψιν των ανωτέρω, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι διάδικος καθίσταται εκείνο το υποκείμενο που μπορεί σε γενικό και αφηρημένο επίπεδο να έχει την ικανότητα του διαδίκου και, καταλαμβανόμενο από μια έννομη σχέση δίκης, είτε υποβάλει κάποιο αίτημα ενώπιον ενός δικαιοδοτικού οργάνου είτε κάποιο τέτοιο αίτημα στρέφεται εναντίον του[1].
4. Η ικανότητα του διαδίκου
12. Ενώ η ιδιότητα του διαδίκου πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να ορίζεται με κριτήρια αμιγώς δικονομικά, η ικανότητα του διαδίκου, αντιθέτως, προσδιορίζεται σε συσχετισμό με τις ρυθμίσεις του αστικού ουσιαστικού δικαίου, αφού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 62 εδ. α΄ ΚΠολΔ, για να έχει κάποιος την ικανότητα να είναι διάδικος θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων[2]. Κατ’ εξαίρεση, ενώσεις προσώπων και εταιρείες δίχως νομική προσωπικότητα μπορούν, βάσει της διατάξεως του άρθρου 62 εδ. β΄ ΚΠολΔ, να είναι διάδικοι, παρά το γεγονός ότι δεν διαθέτουν ικανότητα δικαίου.
13. Η κατά κανόνα σύμπτωση της ικανότητας του διαδίκου με την ικανότητα δικαίου οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα φυσικά πρόσωπα διατηρούν την ικανότητα του διαδίκου μέχρι το θάνατό τους και τα νομικά πρόσωπα μέχρι το πέρας της εκκαθαρίσεώς τους, εκτός αν επιβιώνει και μετά το στάδιο αυτό κάποια εκκρεμότητά τους. Στην περίπτωση της συγχωνεύσεως νομικών προσώπων παύει η ικανότητα του διαδίκου για τα συγχωνευόμενα νομικά πρόσωπα και αποκτάται πλέον αυτοδικαίως από το νομικό πρόσωπο που προέκυψε από τη συγχώνευση[3].
14. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, εάν μεν κατά το χρόνο της συγχωνεύσεως υπήρχε ήδη εκκρεμής δίκη αγωγής ή ενδίκων μέσων, τότε δεν επέρχεται η διακοπή της, αλλά συνεχίζεται από το νομικό πρόσωπο που προέκυψε από τη συγχώνευση[4] εάν δε δεν υπήρχε εκκρεμοδικία, διότι είχε ήδη εκδοθεί οριστική απόφαση, τότε το προκύπτον από τη συγχώνευση νομικό πρόσωπο, νομιμοποιείται να ασκήσει πλέον όλα τα προβλεπόμενα στο νόμο ένδικα μέσα υπό την ιδιότητά του ως οιονεί καθολικός διάδοχος των συγχωνευθέντων νομικών προσώπων[5].
[1] Βλ. για το ζήτημα αυτό και Π. Ρεντούλης, Τα δομικά και λειτουργικά γνωρίσματα του γαλλικού αστικού δικονομικού δικαίου σε σύγκριση με το ελληνικό αστικό δικονομικό δίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα – ΙΔΜΕ, Αθήνα – Κομοτηνή 2009, §§ 109-129, σ. 97-113
[2] Βλ. και Κεραμεύς / Κονδύλης / Νίκας (-Νίκας), Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθ. 62, αριθ. 2, σ. 126
[3] Βλ. και Κεραμεύς / Κονδύλης / Νίκας (-Νίκας), ό.π., άρθ. 62, αριθ. 2, σ. 126
[4] Βλ. και Κεραμεύς / Κονδύλης / Νίκας (-Μακρίδου), ό.π., άρθ. 286, αριθ. 11, σ. 579
[5] Βλ. άρθ. 502 § 1, 516 § 1, 542 § 1 & 556 § 1 ΚΠολΔ