Παντελεήμων Ρεντούλης
Δικονομική ανωτέρα βία
Παρατηρήσεις στην υπ' αριθμόν 518/2010 ΑΠ
Δημοσιευμένο στο ΕφΑΔ 2010 σ. 1216-1218
1. Εισαγωγή
1. Η σχολιαζόμενη απόφαση ασχολήθηκε με το ζήτημα του αν η απεργία των δικαστικών υπαλλήλων εμπίπτει στις περιπτώσεις δικονομικής ανωτέρας βίας και ως εκ τούτου δικαιολογεί την υποβολή αιτήσεως επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση σε περίπτωση απώλειας προθεσμίας ασκήσεως ενδίκου μέσου και εν προκειμένω αναιρέσεως.
2. Πρόκειται για ένα ζήτημα που δεν προκαλεί έντονες θεωρητικές συζητήσεις στο επιστημονικό πεδίο του αστικού δικονομικού δικαίου, πλην, όμως, δεν μπορεί να παραβλεφθεί η μεγάλη σπουδαιότητά του για τα πρόσωπα που ασχολούνται με την πράξη της πολιτικής δικονομίας. Για το λόγο, άλλωστε, αυτόν η σχολιαζόμενη απόφαση αποτελεί μία καλή ευκαιρία για να εξετασθεί, στις γραμμές που ακολουθούν, συνολικώς η ανωτέρα βία στη δικονομική της διάσταση και κυρίως ως λόγος επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.
3. Στις επόμενες ενότητες, κατά πρώτον θα αναφερθεί περιληπτικώς το περιεχόμενο της σχολιαζόμενης αποφάσεως (ενότ. 2), κατά δεύτερον θα προσδιορισθεί η έννοια της ανωτέρας βίας στο πεδίο του αστικού δικονομικού δικαίου (ενότ. 3) και τέλος θα εξαχθούν τα σχετικά συμπεράσματα (ενότ. 4).
2. Περιεχόμενο αποφάσεως
4. Η σχολιαζόμενη απόφαση, αφού πρώτα ορίζει στη μείζονα σκέψη της τη δικονομική έννοια της ανωτέρας βίας και προσδιορίζει τις συνέπειες που αυτή έχει στο επίπεδο του αστικού δικονομικού δικαίου, καταλήγει στο δικανικό συμπέρασμα ότι η απεργία των δικαστικών υπαλλήλων δεν συνιστά από μόνη της λόγο ανωτέρας βίας που να δικαιολογεί την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, αλλά θα πρέπει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση να κρίνεται το αν ο εκάστοτε διάδικος μπορούσε ή δεν μπορούσε, για λόγους απολύτως αντικειμενικούς και μη αφορώντες σε υπαιτιότητά του, να προβεί εμπροθέσμως στην τελείωση της διαδικαστικής πράξεως, της οποίας την προθεσμία απώλεσε.
5. Απέρριψε, λοιπόν, το αίτημα του αναιρεσείοντος περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση λόγω συνδρομής ανωτέρας βίας, προεχόντως ως απαράδεκτο, διότι δεν υπεβλήθη εντός της οκταήμερης προθεσμίας από την άρση του γεγονότος της ανωτέρας βίας και εν προκειμένω από το πέρας της απεργίας των δικαστικών υπαλλήλων, την οποία τάσσει η διάταξη του άρθρου 652 § 2 ΚΠολΔ, αλλά με το υπόμνημα του αναιρεσείοντος τρεις ημέρες μετά τη συζήτηση της αναιρέσεως, και σε κάθε περίπτωση ως αβάσιμο, διότι η απεργία των δικαστικών υπαλλήλων δεν συνιστούσε λόγο ανωτέρας βίας, διότι κατά τις ημέρες απεργίας λαμβάνεται συνήθως μέριμνα για την ύπαρξη προσωπικού ασφαλείας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 § 8 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, ο δε αναιρεσείων ούτε επικαλέστηκε ούτε πολύ περισσότερο απέδειξε ότι κατά τη συγκεκριμένη ημέρα της απεργίας δεν υπήρχε προσωπικό ασφαλείας στο τμήμα ενδίκων μέσων της γραμματείας του Εφετείου Αθηνών[1]. Κατ’ ακολουθίαν, των ανωτέρω απερρίφθη ως απαράδεκτη και η ασκηθείσα αναίρεση λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της.
3. Ορισμός της δικονομικής ανωτέρας βίας
6. Γίνεται παγίως δεκτό και στη θεωρία και στη νομολογία ότι ως ανώτερη βία νοείται κάθε τυχαίο περιστατικό που δεν μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση να προβλεφθεί και να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και συνέσεως[2]. Αν θελήσει κάποιος να ορίσει διαφορετικά την έννοια της ανωτέρας βίας στα πλαίσια της εφαρμογής του άρθρου 152 ΚΠολΔ, θα μπορούσε να ισχυρισθεί ότι ανωτέρα βία συνιστά κάθε τυχαίο περιστατικό που οδηγεί αιτιωδώς στην απώλεια γνήσιας δικονομικής προθεσμίας, χωρίς να υφίσταται για την απώλεια αυτήν οιοσδήποτε βαθμός υπαιτιότητας του διαδίκου
7. Με βάση τα προαναφερόμενα έχουν κριθεί ως περιστατικά ανωτέρας βίας που δικαιολογούν την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, πάντοτε υπό τη βασική προϋπόθεση της ανυπαρξίας υπαιτιότητας του διαδίκου: (α) η απεργία των δικαστικών υπαλλήλων, (β) η σοβαρή, αιφνίδια και απρόβλεπτη ασθένεια του διαδίκου, του πληρεξουσίου δικηγόρου του ή του νομίμου εκπροσώπου του, (γ) η άγνοια του θανάτου ή της ενηλικιώσεως του αντιδίκου, (δ) η αλλαγή την τελευταία στιγμή και χωρίς προειδοποίηση της αίθουσας του δικαστηρίου, (ε) η αποχή των δικηγόρων, κ.ά.[3]
8. Κατά συνέπεια, ορθώς η σχολιαζόμενη απόφαση έκρινε ότι, ακόμη και αν δεν απέρριπτε ως απαράδεκτη λόγω εκπροθέσμου την κρινόμενη αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, τότε θα την απέρριπτε σε κάθε περίπτωση ως αβάσιμη, διότι η απεργία των δικαστικών υπαλλήλων δεν αποτελούσε στην προκειμένη περίπτωση τυχαίο περιστατικό που δεν μπορούσε να αποτραπεί από τον αναιρεσείοντα, δεδομένου ότι λογικώς θα υπήρχε προσωπικό ασφαλείας για την αντιμετώπιση τέτοιων περιπτώσεων, πράγμα που ο αναιρεσείων, όφειλε και ηδύνατο να το ελέγξει, προτού καταθέσει εκπροθέσμως την αναίρεσή του, πέραν δε αυτού ούτε ισχυρίσθηκε ούτε απέδειξε την έλλειψη προσωπικού ασφαλείας στο αρμόδιο τμήμα της γραμματείας του Εφετείου Αθηνών κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία εκπνοής της προθεσμίας ασκήσεως της αναιρέσεώς του.
4. Συμπεράσματα
9. Κατά συνέπεια το ποιο περιστατικό συνιστά λόγο ανωτέρας βίας που να δικαιολογεί την υποβολή αιτήσεως επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση δεν μπορεί να κριθεί εκ των προτέρων κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, αλλά μόνο σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, με βασικό κριτήριο την έλλειψη υπαιτιότητας του απωλέσαντος την προθεσμία διαδίκου. Αυτό, άλλωστε συνάγεται ευχερώς και από το ότι το ίδιο ακριβώς πραγματικό περιστατικό (π.χ. η απεργία των δικαστικών υπαλλήλων) μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να συνιστά ή να μη συνιστά λόγο ανωτέρας βίας, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 152 § 1 ΚΠολΔ.
10. Υπό την έννοια αυτή, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ως τελικό συμπέρασμα ότι η διάταξη του άρθρου 152 § 1 ΚΠολΔ αποτελεί εξειδικευμένη εφαρμογή στο πεδίο του αστικού δικονομικού δικαίου της γενικότερης δικαιικής αρχής που προστάζει ότι «ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα», εξασφαλίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ακώλυτη άσκηση του συνταγματικώς προστατευόμενου δικαιώματος της παροχής δικαστικής προστασίας.
[1] Βλ. ομοίως ΕφΠατρ 1094/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 8071/1986 Αρμ 1987 σ. 131 (αφορώσα σε περίπτωση αποχής δικηγόρων) και αντιθ. ΑΠ 143/1977 ΝοΒ 25 (1977) σ. 1150 - 1151
[2] Βλ. Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Ορφανίδης), Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθ. 152, αριθ. 3, σ. 368, Σπ. Ανδρίτσος, ΕφΑΔ 10 (2010) σ. 1115
[3] Βλ. και Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Ορφανίδης), ό.π.