Παντελεήμων Ρεντούλης
Κατάσχεση εις χείρας τρίτου – Ενέχυρο απαιτήσεως
Παρατηρήσεις στην 1065/2009 ΑΠ
Δημοσιευμένο στο ΕφΑΔ 2010 σ. 108-113
1. Εισαγωγή
1. Η σχολιαζόμενη απόφαση ασχολήθηκε με το ζήτημα της κατασχέσεως εις χείρας τράπεζας, ως τρίτης, απαιτήσεως του καθ’ ου η εκτέλεση, η οποία, όμως, απαίτηση ήταν, κατά το χρόνο επιβολής της κατασχέσεως, βεβαρημένη με ενέχυρο του άρθρου 39 ν.δ. 17.07/13.08.1923 με ενεχυρούχο δανείστρια την τράπεζα εις χείρας της οποίας επιβλήθηκε η κατάσχεση.
2. Όπως θα γίνει αντιληπτό και από το περιεχόμενο της σχολιαζομένης αποφάσεως (ενότ. 2), η διαπραγμάτευση του συγκεκριμένου θέματος απαιτεί σε πρώτο επίπεδο να αποσαφηνιστεί η μεταχείριση της κατά τον άνω τρόπο ενεχυριασμένης απαιτήσεως εξ απόψεως αστικού ουσιαστικού δικαίου (ενότ. 3) και σε δεύτερο επίπεδο να διαπιστωθεί το πώς η ουσιαστικού δικαίου διάσταση του ζητήματος επηρεάζει τη δικονομική διευθέτησή του στα πλαίσια του δικαίου της αναγκαστικής εκτελέσεως (ενότ. 4).
2. Περιεχόμενο της σχολιαζομένης αποφάσεως
3. Η σχολιαζόμενη απόφαση έκρινε ότι η σύσταση του ενεχύρου του άρθρου 39 ν.δ. 17.07/13.08.1923 δεν συνεπάγεται το δίχως άλλο την οριστική διάθεση της ενεχυριασμένης απαιτήσεως, αλλά την περιορισμένη δέσμευσή της, στο μέτρο που η ενεχυρούχος τράπεζα, κατά τη λήξη του ασφαλιζόμενου χρέους, από τη μία έχει το δικαίωμα να εισπράξει την ενεχυριασμένη απαίτηση μόνο μέχρι του ποσού που απαιτείται για την ικανοποίησή της, και από την άλλη έχει την υποχρέωση να αποδώσει στον ενεχυριαστή το τυχόν μετά την ικανοποίησή της υφιστάμενο υπόλοιπο.
4. Κατόπιν τούτων, απεφάνθη ότι η κατάσχεση εις χείρας της τράπεζας, ως τρίτης, μίας τέτοιας ενεχυριασμένης απαιτήσεως είναι επιτρεπτή, πλην, όμως, το δικαιοδοτικό όργανο που δικάζει την ανακοπή του άρθρου 986 ΚΠολΔ πρέπει με την απόφαση που εκδίδει να περιορίζεται στην αναγνώριση της υπάρξεως της απαιτήσεως του καθ’ ου η εκτέλεση κατά της τράπεζας με μνεία του υπέρ αυτής ενεχύρου και να μην φθάνει μέχρι την καταψήφισή της στον ανακόπτοντα, η οποία μπορεί να ζητηθεί μόνο μετά την απόσβεση του ενεχύρου, εφόσον η τράπεζα εμμένει στην αρνητική δήλωσή της.
3. Η ουσιαστικού δικαίου διάσταση[1]
5. Σχετικά με τα αποτελέσματα της ενεχυριάσεως απαιτήσεως με βάση τη διάταξη του άρθρου 39 ν.δ. 17.07/13.08.1923 δεν υπάρχει ομοφωνία ούτε στη θεωρία ούτε στη νομολογία. Οι απόψεις που υποστηρίζονται για τη νομική φύση της προκείμενης ενεχυριάσεως είναι (α) ότι αποτελεί ένα είδος καταπιστευτικής εξασφαλιστικής εκχωρήσεως[2] με αποτέλεσμα η ενεχυρούχος δανείστρια τράπεζα να καθίσταται, μετά την τήρηση των προβλεπόμενων στο νόμο διατυπώσεων, μοναδικός και πραγματικός δικαιούχος της ενεχυριασμένης απαιτήσεως, σε περίπτωση δε αποσβέσεως του ασφαλιζόμενου χρέους ο ενεχυραστής έχει απλώς δικαίωμα να αξιώσει την επαναμεταβίβαση της απαιτήσεως (β) ότι αποτελεί κατ’ αρχήν εκχώρηση απαιτήσεως, η οποία γίνεται, όμως, λόγω ενεχύρου και για το λόγο αυτόν από τη μία αποκόπτεται κάθε δεσμός μεταξύ ενεχυριαστή και οφειλέτη της απαιτήσεως και από την άλλη οι τρίτοι δανειστές του ενεχυριαστή δεν μπορούν να την κατάσχουν, σε περίπτωση δε αποσβέσεως του ασφαλιζόμενου χρέους, αποσβέννυται παρεπομένως και το ενέχυρο και η ενεχυριασμένη απαίτηση επανέρχεται αυτοδικαίως στον ενεχυριαστή και (γ) ότι αποτελεί κατ’ αρχήν ειδική μορφή ενεχυριάσεως απαιτήσεως, η οποία διαφέρει μόνο ως προς την πραγμάτωση του ενεχύρου και συγκεκριμένα ως προς την εξουσία που έχει η ενεχυρούχος δανείστρια τράπεζα, για την είσπραξη κατά τη λήξη του ασφαλιζόμενου χρέους, μόνο εκείνου του ποσού που απαιτείται για την ικανοποίησή του, με αποτέλεσμα οι υπόλοιποι τρίτοι δανειστές του ενεχυριαστή να μπορούν να κατάσχουν την ενεχυριασμένη απαίτηση και να ικανοποιηθούν από αυτήν μετά την προνομιακή ικανοποίηση της ενεχυρούχου δανείστριας.
6. Εκ των ανωτέρω τριών απόψεων εκείνη που ανταποκρίνεται καλύτερα στο σκοπό του νόμου και συμβιβάζει αρτιότερα τα αντιτιθέμενα συμφέροντα όλων των μερών είναι ασφαλώς η τρίτη. Κατ’ αρχάς, η σύσταση του ενεχύρου καθιστά την τράπεζα ενεχυρούχο δανείστρια. Στη συνέχεια, η τύχη της ενεχυριασμένης απαιτήσεως κρίνεται κατά λογική και νομική αναγκαιότητα από τη διαζευκτική πλήρωση δύο αιρέσεων, είτε αυτής της λήξεως του ασφαλιζόμενου χρέους είτε αυτής της αποσβέσεως του ενεχύρου. Στη μεν πρώτη περίπτωση της λήξεως του ασφαλιζόμενου χρέους η ενεχυρούχος δανείστρια τράπεζα έχει, όπως προαναφέρθηκε, το δικαίωμα να προβεί στην είσπραξη της ενεχυριασμένης απαιτήσεως κατά το μέρος εκείνο που είναι αναγκαίο για την ικανοποίησή της και την υποχρέωση να επιστρέψει το τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο στον ενεχυριαστή. Στη δε δεύτερη περίπτωση της αποσβέσεως του ενεχύρου, η απαίτηση απελευθερώνεται από το συγκεκριμένο βάρος.
4. Η δικονομικού δικαίου διάσταση
7. Εκ των ανωτέρω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η σχολιαζόμενη απόφαση κινήθηκε προς την ορθή κατεύθυνση κατά το μέρος που έκρινε ότι η κατάσχεση μίας τέτοιας απαιτήσεως εις χείρας της τράπεζας ως τρίτης είναι επιτρεπτή. Το επιτρεπτό της κατά τα άνω κατασχέσεως διαμορφώνει τα πράγματα, σε δικονομικό πλέον επίπεδο και πιο συγκεκριμένα σε επίπεδο δικαίου αναγκαστικής εκτελέσεως, ως εξής .
8. Η τράπεζα εις χείρας της οποίας επιβάλλεται η κατάσχεση της ενεχυριασμένης απαιτήσεως οφείλει στη δήλωσή της του άρθρου 985 ΚΠολΔ να περιλάβει και τη συγκεκριμένη απαίτηση, κάνοντας μνεία του συσταθέντος επ’ αυτής ενεχύρου. Μετά την πάροδο της οκταήμερης προθεσμίας από την επίδοση του κατασχετηρίου στον καθ’ ου η εκτέλεση, ο κατασχών καθίσταται δικαιούχος της ενεχυριασμένης απαιτήσεως, η οποία, ωστόσο, εξακολουθεί να βαρύνεται με το ενέχυρο και συνεπώς μπορεί να ικανοποιηθεί από αυτήν μόνο μετά την πλήρωση της αιρέσεως της αποσβέσεως του ενεχύρου, σε περίπτωση δε που, αντί για την απόσβεση του ενεχύρου, πληρωθεί η αίρεση της λήξεως του ασφαλιζόμενου χρέους η τράπεζα εξακολουθεί να διατηρεί το δικαίωμα να εισπράξει την ενεχυριασμένη απαίτηση κατά το μέρος που είναι απαραίτητο για την ικανοποίησή της, πλην, όμως, έχει πλέον υποχρέωση να αποδώσει το τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο όχι στον ενεχυριαστή, αλλά στον κατασχόντα εις χείρας της την ενεχυριασμένη απαίτηση.
9. Αν, αντιθέτως, η ενεχυρούχος δανείστρια τράπεζα δεν περιλάβει στη δήλωσή της την κατά τα άνω ενεχυριασμένη απαίτηση, τότε ο κατασχών έχει δικαίωμα να την ανακόψει κατ’ άρθρον 986 ΚΠολΔ, το δε δικαιοδοτικό όργανο που θα επιληφθεί της υποθέσεως οφείλει, όπως το έκρινε, άλλωστε, και η σχολιαζόμενη απόφαση, να αναγνωρίσει την ύπαρξη της ενεχυριασμένης απαιτήσεως. Εκτός, όμως, της ανωτέρω αναγνωρίσεως και αναλόγως του υποβληθέντος αιτήματος, το δικάζον την ανακοπή δικαιοδοτικό όργανο μπορεί στα πλαίσια της προληπτικής δικαστικής προστασίας του άρθρου 69 § 1 στοιχ. ε΄ ΚΠολΔ και να την καταψηφίσει στον ανακόπτοντα για την περίπτωση που ήθελε πληρωθεί η αίρεση της αποσβέσεως του ενεχύρου, η οποία απόσβεση, όπως καθίσταται αντιληπτό, θα ταχθεί στην περίπτωση αυτή ως όρος της εκτελέσεως της επί της ανακοπής αποφάσεως.
[1] Βλ. Απ. Γεωργιάδης – Μ. Σταθόπουλος, Αστικός Κώδιξ, κατ’ άρθρο ερμηνεία, Εκδοτικός Οίκος Αφοί Π. Σάκκουλα, Αθήνα 1985, τόμος VI, άρθ. 1248, αριθ. 79-81, σ. 383-384. Για τους τρόπους ικανοποιήσεως της δανείστριας τράπεζας, βλ. Απ. Γεωργιάδης – Μ. Σταθόπουλος, ό.π., άρθ. 1254, αριθ. 19-22, σ. 403.
[2] Βλ. αναλυτικότερα γι’ αυτήν, Απ. Γεωργιάδης – Μ. Σταθόπουλος, ό.π., Εκδοτικός Οίκος Αφοί Π. Σάκκουλα, Αθήναι 1979, τόμος ΙΙ, άρθ. 455, αριθ. 65-72, σ. 584-586.