Loading

 ΠΡΑΞΙΣ Δικηγορική

Οι μαγνητοταινίες ως αποδεικτικό μέσο

Παντελεήμων Ρεντούλης

Οι μαγνητοταινίες ως αποδεικτικό μέσο

Παρατηρήσεις στις 1092/2009 & 981/2009 ΑΠ

Δημοσιευμένο στο ΕφΑΔ 2009 σ. 1370-1377

1. Εισαγωγή

1. Αμφότερες οι σχολιαζόμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Ακυρωτικού ασχολήθηκαν με το ζήτημα του παραδεκτού της επικλήσεως και προσκομιδής ως αποδεικτικού μέσου φωνοληψίας αποτυπωμένης σε κινητά μέσα αποθηκεύσεως, όταν αυτή έχει γίνει εν αγνοία ή χωρίς τη συναίνεση του ηχογραφούμενου προσώπου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η κρίση στην οποία καταλήγουν είναι λέξη προς λέξη η ίδια με την κρίση στην οποία κατέληξε η υπ’ αριθμόν 1/2001 απόφαση της Ολομελείας του Αρείου Πάγου.

2. Περιεχόμενο των σχολιαζομένων αποφάσεων

2. Η πρώτη των σχολιαζομένων αποφάσεων (ΑΠ 1092/2009) αντιμετώπισε το ανωτέρω ζήτημα στα πλαίσια ασκήσεως αναιρέσεως από πατέρα που ζητούσε την επιμέλεια των τριών ανηλίκων τέκνων του και είχε επικαλεστεί και προσκομίσει στα δικαστήρια της ουσίας ψηφιακό δίσκο, ο οποίος περιείχε συνομιλίες του ιδίου με παιδιά του, από τις οποίες αποδεικνυόταν, κατά τους ισχυρισμούς του, ότι το συμφέρον των ανηλίκων τέκνων του επέβαλε την ανάθεση της επιμέλειας τους σε αυτόν και όχι στην αναιρεσίβλητη μητέρα τους. Η δεύτερη των σχολιαζομένων αποφάσεων (ΑΠ 981/2009) ασχολήθηκε με το ίδιο ζήτημα στα πλαίσια ασκήσεως αναιρέσεως από εργοδότρια, η οποία είχε επικαλεστεί και προσκομίσει μαγνητοταινία από την οποία αποδεικνυόταν ότι η σύμβαση εργασίας του αναιρεσίβλητου εργαζόμενου είχε λυθεί ήδη από το έτος 1993.

3. Και οι δύο σχολιαζόμενες αποφάσεις, θεώρησαν ότι οι φωνοληψίες που έχουν ληφθεί και αποθηκευθεί εν αγνοία ή χωρίς τη συναίνεση των ηχογραφούμενων προσώπων, αποτελούν συνταγματικώς απαγορευμένο και κατά συνέπεια απαραδέκτως επικληθέν και προσκομισθέν αποδεικτικό μέσο, διότι ο τρόπος με τον οποίο ελήφθησαν παραβιάζει μία σειρά συνταγματικώς προστατευομένων ατομικών δικαιωμάτων, όπως αυτό της ανθρώπινης αξίας (2 § 1 Σ), του απαραβίαστου της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (9 § 1 Σ) και του απαραβίαστου των επιστολών και της ελεύθερης ανταποκρίσεως ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλον τρόπο (19 Σ), με αποτέλεσμα να μην ιδρύεται ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ. 11 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως στην περίπτωση κατά την οποία ένα τέτοιο αποδεικτικό μέσο δεν ελήφθη υπ’ όψιν από το δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως.

4. Ωστόσο, και στις δύο αποφάσεις έκριναν ότι η ανωτέρω απαγόρευση κάμπτεται μόνο χάριν της προστασίας συνταγματικώς υπέρτερων αγαθών, όπως είναι π.χ. η ανθρώπινη ζωή, χωρίς, εντούτοις, να παρέχονται ή έστω να προτείνονται κατά τρόπο σαφή κάποια κριτήρια, σύμφωνα με τα οποία κάποιο ατομικό δικαίωμα θα μπορούσε να κριθεί υπέρτερο έναντι κάποιου άλλου, ώστε η χάριν της προστασίας του επίκληση και προσκομιδή ενός τέτοιου αποδεικτικού μέσου να θεωρείται παραδεκτή.

3. Η συνταγματική διάσταση

5. Κατά πρώτον, είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι και οι δύο σχολιαζόμενες αποφάσεις ξεπέρασαν, όπως, άλλωστε, και η προγενέστερη ΟλΑΠ 1/2001, το ζήτημα της ισχύος των ατομικών δικαιωμάτων μεταξύ ιδιωτών (τριτενέργεια), στο οποίο είχαν σταθεί παλαιότερες αποφάσεις του Ακυρωτικού. Με τη συγκεκριμένη κρίση τους όχι μόνο συνέβαλαν στην εμπέδωση του εκσυγχρονισμού της νομολογίας ως προς το καίριο αυτό ζήτημα, αλλά και εφάρμοσαν σωστά το νόμο, δεδομένου ότι το άρθρο 2 § 1 Σ αναφέρει ότι τόσο ο σεβασμός όσο και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας. Το Κράτος, λοιπόν, δεν εξαντλεί την υποχρέωσή του αυτή μόνο με το να απέχει από την προσβολή της ανθρώπινης αξίας και όλων των λοιπών ατομικών δικαιωμάτων που απορρέουν άμεσα ή έμμεσα από αυτήν[1], αλλά οφείλει και να την προστατεύει από προσβολές τρίτων – ιδιωτών.

6. Κατά δεύτερον, είναι σύνηθες το φαινόμενο, ιδίως στο πεδίο των ατομικών δικαιωμάτων, η ίδια συμπεριφορά ενός κοινωνού του δικαίου που γίνεται στα πλαίσια της ασκήσεως ενός δικαιώματός του, να προσβάλλει ταυτοχρόνως το δικαίωμα κάποιου άλλου. Στις προκείμενες περιπτώσεις, η επίκληση και προσκομιδή ενός αποδεικτικού μέσου ενώπιον του δικάζοντος δικαιοδοτικού οργάνου αποτελούσε, κατ’ αρχάς, άσκηση του συνταγματικώς προστατευομένου δικαιώματος δικαστικής προστασίας (20 § 1 Σ), δεδομένου ότι στο γενικό αυτό δικαίωμα περιλαμβάνεται, ως μερικότερη εκδήλωσή του, και το δικαίωμα αποδείξεως[2], αλλά ο τρόπος που ελήφθη το προσκομιζόμενο αποδεικτικό μέσο παραβίαζε, κατά την κρίση του Ανωτάτου Ακυρωτικού, άλλα ατομικά δικαιώματα.

7. Για να αποκτήσουμε, ωστόσο, μία διαφορετική νομική θεώρηση των πραγμάτων, πρέπει να σταθούμε στην ιδιαιτερότητα που εμφανίζει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας εμφανίζει μία συνεχή γόνιμη και δυναμική αλληλεπίδραση με τα υπόλοιπα ατομικά δικαιώματα. Από τη μία όλα τα υπόλοιπα ατομικά δικαιώματα λαμβάνουν το χαρακτηρισμό του δικαιώματος ακριβώς διότι προβλέπεται στο νόμο η δικαστικής προστασία τους, άλλως θα παρέμεναν απλώς στο επίπεδο της νομοθετικής «ευχής». Από την άλλη το περιεχόμενο και η λειτουργία του δικαιώματος δικαστικής προστασίας δεν μπορεί να νοηθούν ως στοιχεία αποκομμένα από το περιεχόμενο και τη λειτουργία ενός άλλου ατομικού δικαιώματος. Ο διάδικος που ασκεί το δικαίωμα δικαστικής προστασίας ενώπιον ενός δικαιοδοτικού οργάνου δεν το κάνει σε αφηρημένο επίπεδο, αλλά χάριν της προστασίας ενός άλλου συγκεκριμένου δικαιώματός του. Με άλλα λόγια, το δικαίωμα δικαστικής προστασίας παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα να είναι προσκολλημένο στο περιεχόμενο και στη λειτουργία όλων των άλλων ατομικών δικαιωμάτων, ακριβώς διότι δίχως την εν λόγω προσκόλληση, δηλαδή δίχως την πρόβλεψη της δικαστικής προστασίας τους, δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος για δικαιώματα. Υπό την έννοια, βέβαια, αυτή κάθε κοινωνός του δικαίου μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, για να προστατέψει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας του.

8. Ακολούθως, η φωνοληψία ενός προσώπου εν αγνοία του ή χωρίς τη συναίνεσή του δεν παραβιάζει πάντα το ίδιο ή τα ίδια ατομικά δικαιώματα. Το ποιο ή ποια ατομικά δικαιώματα παραβιάζονται εξαρτάται πάντοτε από τις συγκεκριμένες συνθήκες και περιστάσεις υπό τις οποίες γίνεται η φωνοληψία[3].

9. Όσον αφορά στις σχολιαζόμενες αποφάσεις, στην μεν πρώτη υπόθεση ο διάδικος άσκησε το δικαίωμα δικαστικής προστασίας με την προσκομιδή της συγκεκριμένης φωνοληψίας, προκειμένου να αποκτήσει την επιμέλεια των τέκνων του, δηλαδή προκειμένου να προστατέψει σε ένα γενικότερο επίπεδο το ατομικό του δικαίωμα στην οικογένεια, στη δε δεύτερη, προκειμένου να αποφύγει την καταβολή μεγαλύτερης αποζημιώσεως, δηλαδή προκειμένου να προστατέψει, επίσης, σε ένα γενικότερο επίπεδο, το ατομικό του δικαίωμα στην ιδιοκτησία. Ωστόσο, οι συνθήκες και οι περιστάσεις υπό τις οποίες έλαβαν χώρα οι συγκεκριμένες φωνοληψίες παραβίαζαν στην μεν πρώτη περίπτωση το απαραβίαστο της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (9 § 1 Σ), στη δε δεύτερη το απαραβίαστο της επικοινωνίας (19 Σ) και όχι όλα εκείνα τα ατομικά δικαιώματα που αναφέρονται στις σχολιαζόμενες αποφάσεις. Ειδικώς, όσον αφορά στο δικαίωμα στην ανθρώπινη αξία, ατυχώς κρίθηκε ότι παραβιάσθηκε από τη λήψη των συγκεκριμένων φωνοληψιών, δεδομένου ότι το συγκεκριμένο δικαίωμα κατέχει τόσο κεντρική θέση στην ελληνική έννομη τάξη που όλες οι παραβιάσεις δικαιωμάτων θα μπορούσαν ευχερώς, με τη μία ή την άλλη επιχειρηματολογία, να θεωρηθούν και ως δικές του παραβιάσεις[4].

10. Το ερώτημα που απομένει και έχει και το κυριότερο πρακτικό ενδιαφέρον είναι το πότε η στάθμιση μεταξύ του παραβιαζόμενου ατομικού δικαιώματος και του δικαιώματος χάριν της προστασίας του οποίου προσάγεται η παρανόμως ληφθείσα φωνοληψία, είναι τέτοια που καθιστά συνταγματικώς επιτρεπτή την προσκομιδή και επίκληση ενός τέτοιου αποδεικτικού μέσου. Οι σχολιαζόμενες αποφάσεις, αν και έκριναν ότι η απαγόρευση αυτή πρέπει να κάμπτεται για την προστασία υπέρτερων ατομικών δικαιωμάτων, αναφερόμενες αμφότερες στην ανθρώπινη ζωή, απέφυγαν να παράσχουν συγκεκριμένα αξιολογικά κριτήρια με βάση τα οποία κάποιο ατομικό δικαίωμα κρίνεται υπέρτερο του άλλου.

11. Μια τέτοια απάντηση χωρίς γνώση και αναφορά στα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά μίας υποθέσεως φαντάζει δύσκολη. Ωστόσο, ως αφετηρία για την απάντηση στο ερώτημα αυτό θα μπορούσε να προταθεί και για τα ελληνικά συνταγματικά δικαιώματα η γενεαλογική ταξινόμησή τους[5]. Σύμφωνα με την ταξινόμηση αυτή, όλα τα ατομικά δικαιώματα προέρχονται με άμεσο ή έμμεσο τρόπο από το μητρικό ατομικό δικαίωμα στην ανθρώπινη αξία. Αν η ανθρώπινη αξία υπαγορεύει το κάθε ανθρώπινο ον να αντιμετωπίζεται ως τέτοιο και όχι ως αντικείμενο, τότε είναι ευνόητο ότι από το δικαίωμα αυτό δημιουργούνται σε πρώτη φάση, το ατομικό δικαίωμα στην ελευθερία και το ατομικό δικαίωμα στη ζωή, δεδομένου ότι η παραβίαση και των δύο αυτών δικαιωμάτων συνεπάγεται τη μεταχείριση ενός ανθρώπου ως κάτι άλλο από αυτό που είναι. Ακολούθως, από τα τρία αυτά βασικά δικαιώματα γεννώνται κάποια άλλα κ.ο.κ.

12. Όπως γίνεται κατανοητό, μία αναλυτική αναφορά στις παρούσες παρατηρήσεις σχετικά με τη γενεαλογική ταξινόμηση των ατομικών δικαιωμάτων που περιλαμβάνονται στο ελληνικό Σύνταγμα θα ήταν εκτός του διαπραγματευόμενου θέματος. Μολοντούτο, η μεθοδολογία της γενεαλογικής ταξινομήσεως μπορεί να μας παράσχει εκείνο το κριτήριο βάσει του οποίου μία παρανόμως ληφθείσα φωνοληψία θα μπορούσε να γίνει ενδεχομένως δεκτή ως αποδεικτικό μέσο με βάση τον ακόλουθο συλλογισμό: Αν το δικαίωμα χάριν της προστασίας του οποίου προσάγεται η παρανόμως ληφθείσα φωνοληψία είναι μητρικό σε σχέση με το παραβιαζόμενο από αυτή δικαίωμα, τότε κατ’ αρχάς μπορεί να γίνει δεκτή ως αποδεικτικό μέσο, έτσι π.χ. μία φωνοληψία που παραβιάζει το απαραβίαστο της ιδιωτικής ζωής μπορεί να γίνει δεκτή για την προστασία της ελευθερίας ή της ζωής ενός προσώπου. Αντιθέτως, αν το προς προστασία και το παραβιαζόμενο δικαίωμα έχουν αντίστροφη σχέση, τότε η επίκληση και προσκομιδή της συγκεκριμένης φωνοληψίας είναι απαράδεκτη.

4. Η δικονομική διάσταση

13. Από δικονομική άποψη θα μπορούσε βέβαια να αναρωτηθεί κανείς πού προβλέπεται και με ποιον τρόπο καθιερώνεται το συγκεκριμένο απαράδεκτο επίκλησης και προσκομιδής των φωνοληψιών που έχουν ληφθεί εν αγνοία ή χωρίς τη συναίνεση του ηχογραφούμενου προσώπου. Η απάντηση ασφαλώς βρίσκεται στην κανονιστική υπεροχή των συνταγματικών κανόνων. Οι κανόνες που περιλαμβάνονται στο Σύνταγμα δεν είναι στεγανοποιημένοι στα όρια του συνταγματικού δικαίου, αλλά διατρέχουν όλη την ελληνική έννομη τάξη και επηρεάζουν τόσο την εφαρμογή όσο και την ερμηνεία των κανόνων των υπολοίπων κλάδων δικαίου. Κατά συνέπεια, εφόσον μία συμπεριφορά απαγορεύεται από το Σύνταγμα, τότε η μόνη αποτελεσματική κύρωση που μπορεί να επιβληθεί σε δικονομικό επίπεδο για την αποτροπή της είναι το απαράδεκτό της.

 

[1] Βλ. και κατωτ. υπό § 11

[2] Βλ. Ν. Κλαμαρής, Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας κατά το άρθρο 20 § 1 Συντάγματος 1975, Νομικές Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 1989, σ.228 επ.

[3] Βλ. ορθώς προς την κατεύθυνση αυτή, Ευαγ. Μπέης, Παρατηρήσεις στην υπ’ αριθμόν 1/2001 ΟλΑΠ, Δ. 2001

[4] Βλ. ορθώς προς την κατεύθυνση αυτή, Ευαγ. Μπαλογιάννη Παρατηρήσεις στην υπ’ αριθμόν 1367/1998 ΑΠ, Δ. 1999 και Ευαγ. Μπέης, ό.π.

[5] Αυτή η μέθοδος ταξινομήσεως έχει προταθεί από τον γράφοντα για τα αντίστοιχα δικαιώματα της γαλλικής έννομης τάξεως στο πλαίσιο διπλωματικής εργασίας για την απόκτηση του Κοινού Ελληνογαλλικού Μεταπτυχιακού με τίτλο «Εξειδικευμένο Δημόσιο Δίκαιο».