Παντελεήμων Ρεντούλης
Η διά νόμου απαγόρευση της παροχής έννομης προστασίας με τη μορφή της αναγκαστικής εκτελέσεως είναι αντισυνταγματική
Παρατηρήσεις στην 6532/2008 ΕιρΑθ
Δημοσιευμένο στη ΔΙΚΗ 2009 σ. 239-244
1. Περιεχόμενο αποφάσεως
1. Η ένδικη διαφορά άρχιζε με την ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών άσκηση ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ εκ μέρους της εταιρείας «ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΑΕΡΟΠΛΟΪΑ Α.Ε.» κατά της επισπευδόμενης σε βάρος της αναγκαστικής εκτελέσεως με βάση τελεσίδικη δικαστική απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, με λόγους ανακοπής (α) την θεσπιζόμενη με το άρθρο 22 του ν. 3404/2005 απαγόρευση των διαδικασιών και της λήψεως μέτρων ατομικής ή συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης, συμπεριλαμβανομένων και των ασφαλιστικών μέτρων, καθώς και των προσωρινών διαταγών, εντός ή εκτός της χώρας, σε βάρος των εταιρειών «Ολυμπιακές Αερογραμμές Α.Ε.», «Ολυμπιακή Αεροπορία Υπηρεσίες Α.Ε.» και «Ολυμπιακή Αεροπλοΐα Α.Ε.» και οποιουδήποτε περιουσιακού τους στοιχείου, ομοίως δε και κατά παντός παραρτήματος τούτου, αναγκαίου ή πρόσφορου προς εξυπηρέτηση αυτού ή των χρηστών του και (β) την έλλειψη εκτελεστότητας του τίτλου βάσει του οποίου επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση. Στη συνέχεια, η ως άνω ανακόπτουσα εταιρεία κατέθεσε ενώπιον του ιδίου ως άνω δικαστηρίου αίτηση του άρθρου 938 ΚΠολΔ περί αναστολής της αρξάμενης σε βάρος της εκτελεστικής διαδικασίας, στα πλαίσια της οποίας άσκησαν υπέρ αυτής πρόσθετη παρέμβαση οι εταιρείες «ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ – ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ Α.Ε.» και «ΟΛΥΜΠΙΑΚΕΣ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΕΣ Α.Ε.». Επί της ανωτέρω αιτήσεως και των παρεπομένων αυτής ως άνω προσθέτων παρεμβάσεων εκδόθηκε η σχολιαζόμενη απόφαση, η οποία έκρινε τα ακόλουθα:
2. Με την κρινόμενη αίτηση ζητεί η αιτούσα «ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΑΕΡΟΠΛΟΪΑ Α.Ε.» ν’ ανασταλεί η πρόοδος της εκτελεστικής διαδικασίας, που άρχισε με την επίδοση της από 31/1/08 συνταγείσης α΄ επιταγής προς πληρωμή, κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου εκτελεστού της υπ’ αριθμ. 1…./2006 τελεσίδικης απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, διαδικασίας Εργατικών Διαφορών, που κοινοποιήθηκε στις 31/1/08, διότι άσκησε εναντίον της αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύδεται με την παραπάνω επιταγή, αντιρρήσεις – ανακοπή (αρθ.933 ΚΠολΔ), που για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτήν θα ευδοκιμήσει. Την αναστολή ζητεί μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της ανακοπής αυτής.
3. Η ανακοπή της αιτούσας ασκήθηκε νομότυπα (933 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (934 ΚΠολΔ), αρμόδια δε και παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί η κρινόμενη αίτηση στο Δικαστήριο αυτό, που εκκρεμεί η ανακοπή, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων των άρθρων 686 και επ. ΚΠολΔ, σύμφωνα με το άρθρο 938 παρ. 1, 2, 3 εδ.α΄, είναι δε νόμιμο το αίτημά της περί αναστολής μόνον μέχρις εκδόσεως «οριστικής» αποφάσεως επί της ανακοπής κατά την παρ. 4 του 938 άρθρου ΚΠολΔ και όχι μέχρις εκδόσεως «τελεσιδίκου» που ως μη νόμιμο, απορρίπτεται κατά το μέρος του αυτό.
4. Παραδεκτά δε στο ακροατήριο ασκήθηκε και πρόσθετη υπέρ της αιτούσας παρέμβαση κατά το άρθρο 80 ΚΠολΔ, από τις 1) «ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ – ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ Α.Ε.» και από τις «ΟΛΥΜΠΙΑΚΕΣ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΕΣ Α.Ε.» που πρέπει να συνεκδικαστούν με την κρινόμενη αίτηση, αφού είναι πρόδηλη η μεταξύ τους συνάφεια και έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης (246 ΚΠολΔ).
5. Η αιτούσα επικαλείται κυρίως ως μοναδικό λόγο ανακοπής την διάταξη του άρθρου 22 του ν. 3404/2005, σύμφωνα με την οποία «μέχρι την 28 Φεβρουαρίου 2006, δεν επιτρέπονται οι διαδικασίες και η λήψη μέτρων ατομικής ή συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης, συμπεριλαμβανομένων και των ασφαλιστικών μέτρων, καθώς και των προσωρινών διαταγών, εντός ή εκτός της χώρας, σε βάρος των εταιρειών «Ολυμπιακές Αερογραμμές Α.Ε.», «Ολυμπιακή Αεροπορία Υπηρεσίες Α.Ε.» και «Ολυμπιακή Αεροπλοΐα Α.Ε.» και οποιουδήποτε περιουσιακού τους στοιχείου, ομοίως δε και κατά παντός παραρτήματος τούτου, αναγκαίου ή πρόσφορου προς εξυπηρέτηση αυτού ή των χρηστών του, οι δε τυχόν ανωτέρω εκκρεμείς διαδικασίες, καθώς και οι συνέπειες των μέτρων τούτων αναστέλλονται κατά το άνω διάστημα. Των ανωτέρω περιορισμών εξαιρείται το Ελληνικό Δημόσιο».
6. Επειδή από τη διάταξη του άρθρου 938 παρ. 1 και την παραπομπή στα άρθρα 686 και επ. ΚΠολΔ προκύπτουν οι προϋποθέσεις χορήγησης της αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης, οι οποίες διακρίνονται σε τυπικές και ουσιαστικές. Τυπικές είναι η αίτηση, η προηγούμενη νομότυπη άσκηση ανακοπής, η μη συζήτηση της ανακοπής κατά τη συζήτηση της αίτησης αναστολής, ο μη αποκλεισμός της αναστολής και ουσιαστικές είναι η νομική βασιμότητα ενός τουλάχιστον λόγου ανακοπής, η συνδρομή ανεπανόρθωτης βλάβης, η πιθανολόγηση ευδοκίμησης ενός τουλάχιστον από τους λόγους ανακοπής και η παροχή ή μη εγγύησης από τον ανακόπτοντα.
7. Εκτός από το νόμω βάσιμο της ανακοπής, η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 938 ΚΠολΔ μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 10 παρ. 7 του ν. 2145/93, απαιτεί συμπλεκτικώς τη συνδρομή δύο προϋποθέσεων αυτοτελών για τη χορήγηση της αναστολής, δηλ. την πρόκληση ανεπανόρθωτης βλάβης στον αιτούντα από την ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης και την πιθανολόγηση ευδοκίμησης της ανακοπής, υπό την έννοια της πιθανολόγησης της ουσιαστικής βασιμότητας ενός τουλάχιστον λόγου της ανακοπής του αρθ. 933 επ. ΚΠολΔ που ασκήθηκε. Η ανεπανόρθωτη βλάβη έχει την έννοια της βλάβης, που επέρχεται από την ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία με την ανατροπή στη συνέχεια της αναγκαστικής εκτέλεσης δεν αποκαθίσταται. Ως βλάβη νοείται κατ’ αρχή η περιουσιακή και η κρίση του Δικαστηρίου σχηματίζεται κατά πιθανολόγηση, αφού η εφαρμοζόμενη διαδικασία είναι αυτή των ασφαλιστικών μέτρων. Σε κάθε λοιπόν περίπτωση που το Δικαστήριο διαπιστώνει τη συνδρομή των παραπάνω δύο ουσιαστικών προϋποθέσεων, το Δικαστήριο έχει καθήκον και όχι διακριτική ευχέρεια να διατάζει την αναστολή. Η έλλειψη συνεπώς σύμφωνα με το νόμο της συμπλεκτικής συνδρομής των δύο προϋποθέσεων αποκλείει τη χορήγηση της αναστολής.
8. Από την ίδια παραπάνω διάταξη (παρ. 1 εδ. α΄ 933 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι η χορήγηση της αναστολής σε κάθε περίπτωση που συντρέχουν οι άνω συμπλεκτικώς οριζόμενες δύο προϋποθέσεις, μπορεί να εξαρτηθεί, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, από την παροχή ή όχι εγγύησης από τον αιτούντα την αναστολή.
9. Στην συγκεκριμένη περίπτωση η ανακοπή, που ασκήθηκε για τον λόγο που αναφέρθηκε, στηρίζεται στο νόμο (αρθ. 22 ν. 3404/05, όπως αυτό τροποποιήθηκε διαδοχικά και απαγορεύει την εκτέλεση μέχρι 31/10/09) και πρέπει στη συνέχεια να ερευνηθεί η πιθανολόγηση και της ουσιαστικής της βασιμότητας.
10. Επειδή από τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο και γενικά από την όλη διαδικασία πιθανολογήθηκαν τα εξής:
11. Η καταληκτική προθεσμία της 28/2/2006 περιορισμού της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της ανακόπτουσας, που όρισε το άρθρο 22 του ν. 3404/2005, παρατάθηκε διαδοχικά με το ν. 3492/06 μέχρι 31/10/07, με το ν. 3607/07 μέχρι 31/10/08 και με το ν. 3710/08 μέχρι 31/10/09. Παράλληλα δε με το άρθρο 40 του τελευταίου αυτού νόμου (3710/08) προστέθηκε και νέο άρθρο 14 Α΄ στο κεφάλαιο Α΄ του ν. 3429/05, που προβλέπει για τη θέση σε ειδική εκκαθάριση δημοσίων επιχειρήσεων που σωρευτικά αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα ή προβλήματα στη διάρθρωση της δομής των ιδίων κεφαλαίων τους ή παρουσιάζουν έκδηλη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων οφειλών ή έχουν ίδια κεφάλαια, που με βάση τον τελευταίο δημοσιευμένο ισολογισμό τους έχουν απομειωθεί τόσο, ώστε να συντρέχει νόμιμη περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 48 και έχουν λάβει στο παρελθόν κρατικές ενισχύσεις με αποτέλεσμα η περαιτέρω ενίσχυσή τους από το Ελληνικό Δημόσιο να αντίκειται στις διατάξεις του Κοινοτικού Δικαίου. Η ανακόπτουσα έχει τις προϋποθέσεις για να τεθεί υπό ειδική εκκαθάριση. Η αίτηση υποβάλλεται από τους αιτούντες, όπως αυτοί ορίζονται στον όρο 2 του άρθρου 40 του παραπάνω νόμου, στο Εφετείο της καταστατικής έδρας της επιχείρησης, που δικάζει κατά τη διαδικασία της Εκουσίας Δικαιοδοσίας μέσα σε 4 μέρες από την κατάθεση της αίτησης. Μετά τη δημοσίευση της απόφαση του Εφετείου και με τον ορισμό εκκαθαριστή, ακολουθεί η διαδικασία πώλησης του συνόλου ή μέρους της επιχείρησης που συνθέτει το ενεργητικό της, με δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό σύμφωνα με τους λοιπούς όρους του άρθρου 40 του παραπάνω νόμου. Το συνολικό ποσό που ο πλειοδότης καταβάλλει στον εκκαθαριστή επέχει θέση πλειστηριάσματος του άρθρου 1004 επ. ΚΠολΔ, που κατατίθεται σε Τράπεζα που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα, οι δε δανειστές, μέσα στις προθεσμίες που ορίζει ο νόμος αυτός, αναγγέλλουν τις αξιώσεις τους για να καταταγούν στον πίνακα κατάταξης που θα συνταγεί από τον εκκαθαριστή, ακολουθείται δε περαιτέρω αναλόγως η διαδικασία του πλειοδοτικού διαγωνισμού (πλειστηριασμού), δηλ. εαν επαρκεί το πλειστηρίασμα, θα εισπράξουν οι δανειστές τις απαιτήσεις τους, εάν δεν επαρκεί, θα εισπράξουν ποσοστό της αξιώσεώς τους και γενικά θα ακολουθηθεί αναλογικά η διαδικασία που οι διατάξεις περί πλειστηριασμού ορίζουν.
12. Τέτοια αίτηση περί θέσεως της ανακόπτουσας υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης δεν κατατέθηκε μέχρι τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης, ο κίνδυνος όμως αυτός είναι έντονα απειλούμενος. Επί πλέον πρέπει να σημειωθεί ότι οι διατάξεις του άρθρου «περί ειδικής εκκαθαρίσεως» (όρος 20 του άρθρου αυτού) ορίζουν ότι για χρονικό διάστημα δέκα οκτώ (18) μηνών από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Εφετείου περί θέσεως της επιχείρησης υπό ειδική εκκαθάριση, αναστέλλεται προσωρινά κάθε μέτρο, εκκρεμές ή όχι, ατομικής ή συλλογικής εκτέλεσης κατά της επιχείρησης και η λήψη ασφαλιστικών μέτρων εναντίον της.
13. Η παραπάνω ρύθμιση του άρθρου 22 ν. 3404/05 (της οποίας παρόμοιες ρυθμίσεις προηγήθηκαν και με το άρθρο 36 ν. 3259/04, που απαγορεύει την εκτέλεση μέχρι 31/10/04, προθεσμία που παρατάθηκε μέχρι 28/2/05 με το άρθ. 5 ν. 3282/04), που περιορίζει το δικαίωμα εκτέλεσης αρχικά μέχρι 28/1/06 και μετά αλλεπάλληλες παρατάσεις με διατάξεις νόμων μέχρι 31/10/09, είναι φανερό ότι προσκρούει σε Συνταγματικές διατάξεις και ειδικότερα στο άρθρο 20 Συντ. που εγγυάται το ατομικό δικονομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας, που περιλαμβάνει και την αναγκαστική εκτέλεση, αλλά και στο άρθρο 4 παρ. 1 Συντ., που καθιερώνει την ισότητα των Ελλήνων απέναντι στο νόμο, κατά την κρατούσα δε γνώμη και την ισότητα του ίδιου του νόμου απέναντι στους Έλληνες πολίτες, αφορά δηλ. όχι μόνον την εφαρμογή, αλλά και τη θέσπιση του νόμου, καθώς επίσης παραβιάζει η ρύθμιση αυτή και το άρθρο 1 παρ. 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα δικαιώματα του ανθρώπου. Τέτοιοι λοιπόν περιορισμοί, που ματαιώνουν την ικανοποίηση της αξιώσεως εκτελέσεως, δεν μπορεί να είναι συνταγματικά ανεκτοί, εκτός και αν επιβάλλονται από λόγους κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος την ύπαρξη των οποίων ελέγχουν τα Δικαστήρια (ΟλΑΠ 7/93 ΝοΒ 42/368). Κρίσιμο δηλ. στοιχείο ώστε μια τέτοια ρύθμιση να είναι συνταγματικά ανεκτή, είναι να συντρέχει λόγος «δημοσίου συμφέροντος», που η ρύθμιση να εξυπηρετεί.
14. Η ανακόπτουσα στην ανακοπή της προσδιορίζει το «δημόσιο συμφέρον» ότι συνίσταται: «στη διατήρηση της εταιρικής περιουσίας στη μορφή και στο ύψος, που αυτή έχει σήμερα λόγω της διαδικασίας ιδιωτικοποίησής της, διότι δεν είναι δυνατόν, στο πλαίσιο του Διεθνούς Διαγωνισμού, που έχει προκηρυχθεί και διενεργείται, να μεταβάλλεται η Αναλυτική Κατάσταση της Εταιρείας, που έχει παρουσιαστεί και τεθεί υπόψη των επενδυτών, προκειμένου αυτοί να διαμορφώσουν και να υποβάλλουν την οικονομική προσφορά τους για την αγορά πακέτου μετοχών της προς πώληση εταιρείας».
15. Αλλά διερωτάται κανείς, για πόσα χρόνια η παραπάνω απαγόρευση θα εξυπηρετεί το «δημόσιο συμφέρον», ακόμη και αν δεχόταν ότι συντρέχει πράγματι η δικαιολογία αυτή. Η απαγόρευση ξεκίνησε από το 2004 και ισχύει μέχρι 31/10/2009 και ήδη μεθοδεύεται η θέση της επιχείρησης υπό ειδική εκκαθάριση (ν. 3710/08) που είναι άγνωστο πότε θα αρχίσει και πότε θα τελειώσει η εκκαθάριση αυτή (αναλογική εφαρμογή διατάξεων πλειστηριασμού) με εντελώς αβέβαιο αν οι δανειστές που θα αναγγελθούν θα εισπράξουν ολόκληρες τις αξιώσεις τους ή μέρος αυτών ή και καθόλου, ανάλογα με το εκπλειστηρίασμα που θα επιτευχθεί. Εξ άλλου η ανακόπτουσα, αν και επικαλούμενη τη δικαιολογία του «δημοσίου συμφέροντος, σταμάτησε με την κρίσιμη αυτή διάταξη τις εναντίον της αναγκαστικές εκτελέσεις (βλ. αποφάσεις που προσκομίζονται), εν τούτοις κατ’ επιλογή της εξόφλησε αξιώσεις των Δ. Σ. και Κ. Φ., αλλά και του δικηγόρου Ι. Γ., ύψος περ. 40.000 ευρώ, που επιδικάσθηκαν οι αξιώσεις αυτές με την 1…./06 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθήνας, που κατέστη τελεσίδικη με την έκδοση της 2…./08 αποφάσεως τυο Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθήνας, που απέρριψε την εναντίον της έφεση. Η απόφαση αυτή φορούσε μισθολογικές διαφορές παρόμοιες με αυτές των καθ’ ων (βλ. αποφάσεις και αποδείξεις εξόφλησης που προσκομίζονται). Η καταβολή στον δικηγόρο Ι. Γ. αφορούσε εξόφληση δικαστικών δαπανημάτων και εξόδων επιδοθείσης επιταγής προς εκτέλεση της 8…./05 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Επιπρόσθετα δε η ανακόπτουσα ετοιμάζει γενναιόδωρο πακέτο οικονομικών παροχών, ύψους 1,3 δις ευρώ, ως κίνητρο για την πρόωρη συνταξιοδότηση του εν ενεργεία προσωπικού της (βλ. δημοσίευμα στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 1/11/08 που προσκομίζεται).
16. Οι καθ’ ων είναι όλοι τους οικογενειάρχες, με συζύγους και παιδιά και κάποιοι από αυτούς και συνταξιούχοι, με μηνιαίες συντάξεις κατά μέσο όρο 1.000 ευρώ, οποιαδήποτε δε καθυστέρηση είσπραξης των αξιώσεών τους είναι βέβαιο ότι θα τους οδηγήσει στη διαδικασία της ειδικής εκκαθάρισης, στο καθεστώς της οποίας θα υπαχθεί προφανώς η ανακόπτουσα, οπότε η ικανοποίηση των αξιώσεών του θα είναι άγνωστο πότε θα γίνει και με τι κόστος γι’ αυτούς. Από τη διάδοχη δε κατάσταση που θα ακολουθήσει δεν περιμένουν τίποτα οι καθ’ ων, αφού οι αγοραστές, όποιοι και αν είναι, δεν αναλαμβάνουν υποχρεώσεις της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης, διότι με το άρθρο 40 όρο 13 του ν. 3710/08 ορίζεται ότι: «επί της μεταβιβάσεως του συνόλου ή μέρους του ενεργητικού της επιχείρησης δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 479 και 939 έως 946 του ΑΚ και έτσι ο αποκτών δεν ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή την επιχείρηση (479 ΑΚ) και οι δανειστές δεν έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν, κατά τους όρους των επ. άρθρων, τη διάρρηξη κάθε απαλλοτρίωσης, που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία δεν αρκεί για την ικανοποίησή τους (939 ΑΚ) ούτε να ασκήσουν τα συναφή δικαιώματα, που τους χορηγούν τα άρθρα 943 έως και 946 ΑΚ.
17. Συνεπώς με βάση τις παραπάνω σκέψεις το Δικαστήριο πιθανολογεί ότι ο κύριος αυτός λόγος της ανακοπής δεν θα ευδοκιμήσει, δεδομένου ότι η απαγόρευση της εκτέλεσης επί τόσο μεγάλο διάστημα, η κατάληξη της οποίας είναι αβέβαιη ακόμη και σήμερα, αντίκειται οπωσδήποτε στις προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις, που υπερισχύουν της διατάξεως (αρθρ. 22 ν. 3454/05) περί απαγορεύσεως εκτελέσεως, δεν μπορεί δε να δικαιολογηθεί για την ισχύ της διατάξεως η ύπαρξη «δημοσίου συμφέροντος», όταν επί τόσα έτη το «δημόσιο αυτό συμφέρον» κάμπτεται κατ’ επιλογή της ανακόπτουσας, που άλλους πληρώνει και άλλους όχι, σε άλλους υπόσχεται τα πλείονα και σε άλλους αρνείται τα τετελεσμένα, έτσι ώστε μόνον «αναλλοίωτη» δεν παραμένει η περιουσιακή της κατάσταση, στοιχείο που, κατά τις επικλήσεις της ανακόπτουσας χαρακτηρίζει το δημόσιοι συμφέρον, η εξυπηρέτηση του οποίου θα καθιστούσε συνταγματικά ανεκτή τη διάταξη περί απαγόρευσης της εκτελέσεως εναντίον της.
18. Αλλά και ο δεύτερος λόγος της ανακοπής πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί, αφού η συνδρομή εκτελεστότητας του τίτλου ερευνάται απ’ αυτόν που προβαίνει στην περιαφή του εκτελεστήριου τύπου, έτσι στην συγκεκριμένη περίπτωση ο Ειρηνοδίκης ο αρμόδιος, πριν προβεί στην περιαφή αυτή, ήλεγξε εάν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις έκδοσης του σχετικού απογράφου, δηλ. εάν η συγκεκριμένη απόφαση κατέστη και πώς τελεσίδικη.
19. Εξ άλλου η ενδεχόμενη αναστολή δεν θα προξενούσε ανεπανόρθωτη βλάβη στην ανακόπτουσα, δυναμένη να αποκατασταθεί, εάν ενδεχομένως ανατρεπόταν η εκτέλεση στην περίπτωση παραδοχής της ανακοπής. Έτσι, αφού πιθανολογείται ότι δεν θα ευδοκιμήσουν οι λόγοι της ανακοπής και δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αναστολής, πρέπει η κρινόμενη αίτηση ν’ απορριφθεί, συμπαρασύροντας και την πρόσθετη υπέρ της αιτούσας παρέμβαση και να καταδικαστεί η αιτούσα στα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων η αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 178 παρ. 3 του Κωδ. Δικηγόρων.
2. Αντί παρατηρήσεων
20. Διαβάζοντας τον τίτλο που προηγείται της σχολιαζόμενης αποφάσεως κατά τον οποίο «η διά νόμου απαγόρευση της παροχής έννομης προστασίας με τη μορφή της αναγκαστικής εκτελέσεως είναι αντισυνταγματική», οποιοσδήποτε σώφρων άνθρωπος με έστω ελάχιστες νομικές γνώσεις θα το θεωρούσε κάτι το απολύτως αυτονόητο. Το ότι το δημόσιο δικαίωμα του άρθρου 20 § 1 Σ περί δικαστικής ακροάσεως και προστασίας περιλαμβάνει και την παροχή έννομης προστασίας με τη μορφή της αναγκαστικής εκτελέσεως αποτελεί μία από τις σπανιότατες περιπτώσεις θεωρητικής και νομολογικής ομοφωνίας στη χώρα μας. Θα μπορούσαν, για του λόγου το αληθές, να παρατεθούν πολυάριθμες βιβλιογραφικές πηγές και νομολογικές αναφορές για το ζήτημα αυτό.
21. Δυστυχώς, όπως προκύπτει από την μείζονα πρόταση της εν λόγω αποφάσεως, δεν ισχύει το ίδιο για τον Έλληνα νομοθέτη, πράγμα που σημαίνει ή ότι δεν είναι σώφρων ή ότι δεν μετέχει ούτε κατ’ ελάχιστον της νομικής παιδείας ή, γιατί όχι, και τα δύο μαζί. Πράγματι, μία απλή ανάγνωση του άρθρου 22 Ν. 3404/2005 μόνο ασυγκράτητα γέλια μπορεί να προκαλέσει ακόμη και σε πρωτοετή φοιτητή της νομικής για την νομοτεχνική προχειρότητα με την οποία διατυπώθηκε και τελικά ψηφίσθηκε, στα πλαίσια ενός κοινοβουλευτικού συστήματος, που επειδή έχει την πολιτειακή δυνατότητα να καταργεί στην πράξη τη διάκριση μεταξύ νομοθετικής και εκτελεστικής λειτουργίας, δεν διστάζει, με τους κωμικοτραγικούς νόμους που θέτει σε ισχύ, να ισοπεδώνει και τη διάκριση μεταξύ των δύο αυτών λειτουργιών και της δικαστικής. Η ένταση δε της γελοιότητας και της αντισυνταγματικότητας αυξάνεται ακόμη περισσότερο από το τελευταίο εδάφιο της ως άνω διατάξεως, κατά την οποία από την απαγόρευση λήψεως μέτρων αναγκαστικής εκτελέσεως κατά των τριών εν λόγω εταιρειών εξαιρείται το ίδιο το ελληνικό δημόσιο, τη στιγμή που το ελληνικό δημόσιο είναι ίσως ο μόνος παράγοντας από τον οποίο θα έπρεπε να είχαν επί τόσα χρόνια προστατευθεί οι τρεις πολύπαθες αυτές εταιρείες. Ωστόσο, για τον εκάστοτε δυστυχή πολίτη που αναγκάζεται να αντιπαλέψει για χρόνια στα δικαστήρια τέτοιους φαιδρούς νόμους, για να επιτύχει το αυτονόητο σε ένα κράτος δικαίου, την υλική πραγμάτωση και ικανοποίηση των δικαιωμάτων του, τα γέλια μετατρέπονται σε κλάματα. Τέτοιες νομοθετικές διατάξεις είναι όντως για γέλια και για κλάματα!
22. Ευτυχώς που απέναντι σε αυτήν την ζοφερή τριτοκοσμική εικόνα ενός ελλειμματικού ελληνικού κράτους δικαίου, που δεν λέει με τίποτα να σταματήσει να αντιμετωπίζει τους πολίτες του ως τιποτένιους υπηκόους, υπάρχουν ακόμη εκπρόσωποι της δικαστικής λειτουργίας που τολμούν να αρθούν στο ύψος του λειτουργήματός τους, εκδίδοντας αποφάσεις, όπως η ανωτέρω, η οποία δεν αποτελεί μόνο υπόδειγμα δικανικού συλλογισμού, αλλά και παράδειγμα προς μίμηση για άλλα ανώτερα και ανώτατα δικαστήρια της χώρας μας, τα οποία δεν έχουν τον παραμικρό νομικό δισταγμό να θεωρούν, έστω και με αυξημένη μειοψηφία, ως σύμφωνες με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ διατάξεις όπως αυτή του άρθρου 699 § 2 ΚΠολΔ (βλ. ΟλΑΠ 20/2007 ΝοΒ 55/2096).