Παντελεήμων Ρεντούλης
H παραίτηση από την αγωγή κατά την ισχύουσα γαλλική πολιτική δικονομία
Παρατηρήσεις στην 1558- 12.10.2006 του γαλλικού Ακυρωτικού
Δημοσιευμένο στη ΔΙΚΗ 2008 σ. 443-450
Sur le premier moyen :
Vu les articles 394, 395 et 843 du nouveau code de procédure civile ;
Attendu, selon l’arrêt attaqué et les productions, que M. X... a saisi un tribunal d’instance d’une demande en paiement dirigée contre le syndicat des copropriétaires du 4 rue Alphonse Daudet à Paris (le syndicat) ; que par lettre du 8 novembre 2003, il a indiqué qu’il entendait annuler sa demande ; que M. X... n’a pas comparu à l’audience du 11 décembre 2003 et que le syndicat, qui a refusé le désistement, a formé une demande reconventionnelle en paiement de charges de copropriété ; que le tribunal a accueilli cette demande ;
Attendu que pour confirmer le jugement, l’arrêt énonce que la lettre du 8 novembre 2003 adressée par M. X... au greffe du tribunal d’instance ne saurait constituer un acte de désistement valable puisque l’oralité de la procédure impose à la partie de comparaître ou de se faire représenter pour formuler valablement ses prétentions et en justifier, que les conclusions écrites adressées au juge par une partie qui ne comparaît pas ou n’est pas représentée ne sont pas recevables et que le juge d’instance n’avait pas à tenir compte du contenu de la lettre adressée au greffe par M. X... dès lors que le défendeur formulait une demande reconventionnelle ;
Qu’en statuant ainsi, alors que le désistement écrit du demandeur à l’instance avait immédiatement produit son effet extinctif, la cour d’appel a violé les textes susvisés ;
Et vu l'article 627 du nouveau code de procédure civile ;
PAR CES MOTIFS, et sans qu'il y ait lieu de statuer sur le second moyen :
CASSE ET ANNULE, dans toutes ses dispositions, l'arrêt rendu le 27 janvier 2005, entre les parties, par la cour d'appel de Paris ;
DIT n'y avoir lieu à renvoi ;
DONNE acte à M. X... de son désistement d'instance et le déclare parfait ;
CONSTATE l'extinction de l'instance ;
DECLARE IRRECEVABLE la demande reconventionnelle du syndicat des copropriétaires de l'immeuble du 4 rue Alphonse Daudet à Paris 14e ;
Législation appliquée en l’espèce
Nouveau Code de Procédure Civile
Article 394
Le demandeur peut, en toute matière, se désister de sa demande en vue de mettre fin à l'instance.
Article 395
Le désistement n'est parfait que par l'acceptation du défendeur.
Toutefois, l'acceptation n'est pas nécessaire si le défendeur n'a présenté aucune défense au fond ou fin de non-recevoir au moment où le demandeur se désiste.
Article 627
Ainsi qu'il est dit à l'article L. 131-5 du code de l'organisation judiciaire : "La Cour de cassation peut casser sans renvoi lorsque la cassation n'implique pas qu'il soit à nouveau statué sur le fond.
Elle peut aussi, en cassant sans renvoi, mettre fin au litige lorsque les faits, tels qu'ils ont été souverainement constatés et appréciés par les juges du fond, lui permettent d'appliquer la règle de droit appropriée.
En ces cas, elle se prononce sur la charge des dépens afférents aux instances devant les juges du fond.
L'arrêt emporte exécution forcée".
Article 843
La procédure est orale.
Les prétentions des parties ou la référence qu'elles font aux prétentions qu'elles auraient formulées par écrit sont notées au dossier ou consignées dans un procès-verbal.
Μετάφραση
Για την απόδοση της γαλλικής νομικής ορολογίας στα ελληνικά:
Maliacas P., Dictionnaire des termes et expressions juridiques (Γαλλοελληνικό λεξικό νομικών όρων και εκφράσεων), Athènes 2007
Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως:
Λαμβανομένων υπ’ όψιν των διατάξεων των άρθρων 394, 395 και 843 του Νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Επειδή, σύμφωνα με την προσβαλλομένη δευτεροβάθμια απόφαση και τα προσαχθέντα έγγραφα, ο κ. Χ… κατέθεσε αγωγή στο μονομελές πρωτοδικείο κατά της διαχειρίσεως των συνιδιοκτητών της επί της οδού Alphonse Daudet αρ.4 στο Παρίσι κείμενης πολυκατοικίας (εφεξής καλουμένης ως «διαχειρίσεως»), αιτούμενος την καταβολή του εν αυτή αναφερομένου ποσού· επειδή με την από 8 Νοεμβρίου 2003 επιστολή του ο αναιρεσείων δήλωσε ότι παραιτείται από την αγωγή του· επειδή ο κ. Χ… δεν εμφανίστηκε κατά τη συζήτηση της αγωγής του στις 11 Δεκεμβρίου 2003 και η διαχείριση αρνήθηκε την παραίτηση από την αγωγή και άσκησε ανταγωγή με την οποία ζητούσε από τον αναιρεσείοντα την καταβολή κοινοχρήστων δαπανών· επειδή το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκανε δεκτή την ανταγωγή.
Επειδή η προσβαλλομένη δευτεροβάθμια απόφαση, για να επικυρώσει την πρωτοβάθμια απόφαση, αναφέρει ότι η από 8 Νοεμβρίου 2003 επιστολή που απευθυνόταν από τον κ. Χ… στη γραμματεία του μονομελούς πρωτοδικείου δεν αποτελεί νόμιμο τρόπο παραιτήσεως από την αγωγή, αφού ο προφορικός χαρακτήρας της διαδικασίας επιβάλλει στους διαδίκους να εμφανιστούν αυτοπροσώπως ή δι’ αντιπροσώπου για να υποβάλουν νομίμως και να υποστηρίξουν τα αιτήματά τους· ότι οι γραπτές προτάσεις που απευθύνονται στο δικαστή από τους διαδίκους που δεν εμφανίστηκε στη δίκη είναι απαράδεκτες και συνεπώς ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου όφειλε να μην λάβει υπ’ όψιν του το περιεχόμενο της επιστολής που απηύθυνε στη γραμματεία ο κ. Χ…, εφόσον η εναγομένη άσκησε ανταγωγή.
Επειδή, κρίνοντας ως ανωτέρω, τη στιγμή που η γραπτή παραίτηση του αναιρεσείοντα είχε ως αποτέλεσμα την άμεση εξαφάνιση της δίκης, το Εφετείο παραβίασε της προαναφερθείσες διατάξεις.
Λαμβανομένων, τέλος, υπ’ όψιν των διατάξεων του άρθρου 627 του Νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ, και χωρίς να υφίσταται λόγος εξετάσεως του δευτέρου λόγου αναιρέσεως:
ΑΝΑΙΡΕΙ καθ’ ολοκληρίαν την από 27.01.2005 απόφαση του Εφετείου Παρισίων·
ΚΡΙΝΕΙ ότι δεν υπάρχει λόγος παραπομπής·
ΚΡΙΝΕΙ νόμιμη την παραίτηση του κ. Χ… από την αγωγή του·
ΒΕΒΑΙΩΝΕΙ την εξαφάνιση της δίκης·
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ως απαράδεκτη την ανταγωγή της διαχειρίσεως των συνιδιοκτητών της κειμένης επί της οδού Alphonse Daudet αρ.4 στο Παρίσι (14ο διαμέρισμα) πολυκατοικίας.
Νομοθεσία εφαρμοσθείσα εν προκειμένω
Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας
Άρθρο 394
Ο ενάγων μπορεί, σε όλες τις διαδικασίες, να παραιτηθεί από το αίτημα του, προκειμένου να τερματίσει τη δίκη
Άρθρο 395
Η παραίτηση ολοκληρώνεται με την αποδοχή του εναγόμενου.
Εντούτοις, η αποδοχή της παραιτήσεως δεν απαιτείται, αν ο εναγόμενος δεν έχει προτείνει τους ισχυρισμούς του επί της ουσίας ή δεν έχει προβάλει ενστάσεις απαραδέκτου μέχρι του χρονικού σημείου της παραιτήσεως του ενάγοντος.
Άρθρο 627
Όπως ορίζεται στο άρθρο L.131-5 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων: «Το Ακυρωτικό μπορεί να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση χωρίς παραπομπή της υποθέσεως στο εκδόν αυτή δικαστήριο, εφόσον ο λόγος αναιρέσεως δεν απαιτεί την εκ νέου κρίση της υποθέσεως επί της ουσίας»
Το Ακυρωτικό μπορεί ακόμη, όταν αναιρεί χωρίς παραπομπή, να τερματίσει τη δίκη, εφόσον τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά βεβαιώθηκαν και εκτιμήθηκαν κυριαρχικά από τους δικαστές της ουσίας, του επιτρέπουν να εφαρμόσει τον κατάλληλο κανόνα δικαίου.
Στην περίπτωση αυτή, το Ακυρωτικό αποφασίζει για τη δικαστική δαπάνη που αφορά στις δίκες της ουσίας.
Η κατά τα άνω απόφαση του Ακυρωτικού είναι εκτελεστή
Άρθρο 843
Η διαδικασία είναι προφορική.
Οι ισχυρισμοί των διαδίκων ή η αναφορά σε ισχυρισμούς που έχουν τυχόν υποβάλει γραπτώς σημειώνονται στη δικογραφία ή καταγράφονται στα πρακτικά.
(σ.σ. το άρθρο αυτό εντάσσεται στο πλέγμα των διατάξεων του NCPC που ρυθμίζουν την διαδικασία που ακολουθείται ενώπιον των γαλλικών μονομελών πρωτοδικείων)
Παρατηρήσεις
Για τη συγγραφή των παρατηρήσεων:
Couchez G., Procédure Civile (Cours élémentaire – droit - économie), Éditions Sirey, Paris 1978,
Croze H., Le procès civil (Connaissance du droit), 2e Édition, Lyon 2004,
Glasson Em. – Tissier Al. – Morel R., Σύστημα Πολιτικής Δικονομίας, Μετάφρασις εκ της γ΄ Γαλλικής εκδόσεως (1926-1932), μετά προσθηκών και προσαρμογής εις τα εν Ελλάδι κρατούντα, καθώς και σημειώσεων περί των εν τη ημεδαπή και αλλοδαπή επιστήμη και νομολογία διδασκομένων υπό Γ. Θ. Ράμμου, Αθήναι 1934
Vincent J. – Guinchard S., Procédure civile (Droit privé – précis), 24e Édition, Dalloz, Paris 1996
Vincent J. – Guinchard S., Procédure civile (Droit privé – précis), 27e Édition (entièrement refondue), Dalloz, Paris 2003
1. Στη συγκεκριμένη απόφασή του, το γαλλικό Ακυρωτικό απεφάνθη σχετικά με τον τύπο της παραιτήσεως από δίκες που διεξάγονται ενώπιον των γαλλικών μονομελών πρωτοδικείων (tribunaux d’instance), διευκρινίζοντας παράλληλα την ακριβή σχέση μεταξύ των γενικών διατάξεων του νέου γαλλικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με τις ειδικές διατάξεις που ρυθμίζουν τη διαδικασία ενώπιον κάθε γαλλικού πολιτικού δικαιοδοτικού οργάνου[1] ξεχωριστά. Προκειμένου να καταστεί περισσότερο κατανοητή η σχολιαζόμενη απόφαση, κρίνεται χρήσιμο να προηγηθούν ορισμένες διευκρινίσεις αφενός σχετικά με το τι σημαίνει ακριβώς στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο η παραίτηση από τη δίκη (§§02-06) και αφετέρου με τις προϋποθέσεις παραδεκτής υποβολής ανταγωγικών αιτημάτων στη γαλλική πολιτική δίκη (§§07-12).
2. Η παραίτηση από τη δίκη είναι στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο ένας από τους τρόπους λήξεως μιας δίκης[2] και αντιστοιχεί με αυτό που αποκαλείται στην ελληνική πολιτική δικονομία παραίτηση από το δικόγραφο. Η παραίτηση αυτή μπορεί να είναι μερική, όταν ο αιτών παραιτείται μόνο από ορισμένα κεφάλαια του δικογράφου του. Αν είναι ολική, συνίσταται στην πρόταση του αιτούντος προς τον καθ’ ου η αίτηση να σταματήσει η δίκη στο σημείο που βρίσκεται χωρίς να εκδοθεί οριστική απόφαση, χωρίς από την προσφορά αυτή και την ενδεχόμενη αποδοχή της να προκαλείται βλάβη στο επίδικο δικαίωμα (βλ. art.398 NCPC). Ο αιτών θέλει μόνο να εξαφανίσει τη δίκη που δημιούργησε, διατηρώντας, όμως, το δικαίωμά του. Οι λόγοι που ο αιτών μπορεί να θέλει την κατ’ αυτόν τον τρόπο εξαφάνιση της δίκης είναι ποικίλοι και μπορεί να σχετίζονται είτε με κάποια τυπική αβλεψία που συνέβη στη διαδραμούσα διαδικασία είτε με ζητήματα τακτικής, π.χ. ο αιτών διαπίστωσε ότι η έκθεση επιδόσεως είναι άκυρη ή ότι εισήγαγε την αγωγή του σε αναρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο, οπότε προτιμά να εξαφανίσει τη δίκη και να επανέλθει προκειμένου αφενός να μην καθυστερήσει περισσότερο την ικανοποίηση του δικαιώματός του και αφετέρου να μην εκδοθεί μια απόφαση που σίγουρα θα τον καταδικάζει στη δικαστική δαπάνη, ή διαπίστωσε ότι του λείπουν κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία, οπότε κρίνει σκόπιμο να εξαφανίσει τη δίκη και να επανέλθει, όταν θα μπορεί να υπερασπιστεί το αίτημά του υπό ευνοϊκότερους αποδεικτικά όρους.
3. Η παραίτηση από τη δίκη μπορεί να συμβεί σε όλες τις δίκες του πρώτου βαθμού (βλ. art.394 NCPC). Το ίδιο ισχύει και για τις δίκες της εφέσεως, της ανακοπής ερημοδικίας και της αναιρέσεως, εκτός αν ο νόμος ορίζει άλλως (βλ. art.400 & 1024 NCPC)[3]. Ο παραιτούμενος θα πρέπει να έχει την ικανότητα δικαστικής παραστάσεως, στην περίπτωση δε που παραιτείται δια πληρεξουσίου, για το έγκυρό της αρκεί η γενική πληρεξουσιότητα που έχει παρασχεθεί για τη διεξαγωγή της δίκης. Όσον αφορά στον τύπο της, το άρθρο 397 NCPC ορίζει ότι η παραίτηση μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή. Τις περισσότερες φορές είναι ρητή και μπορεί να περιλαμβάνεται είτε σε δικόγραφο, όπως σε δήλωση στα πρακτικά της συνεδριάσεως ή σε πράξη κοινοποιούμενη από δικηγόρο σε δικηγόρο, είτε σε μια εξώδικη πράξη, όπως σε εξώδικη δήλωση που κοινοποιείται με δικαστικό επιμελητή, σε ιδιωτικό έγγραφο ή σε απλή επιστολή που απευθύνεται από τον αιτούντα στον καθ’ ου η αίτηση.
4. Για το έγκυρο της παραιτήσεως άλλοτε απαιτείται η αποδοχή της από τον καθ’ ου και άλλοτε όχι, αναλόγως του σταδίου στο οποίο βρίσκεται η δίκη. Κατά την πρωτοβάθμια δίκη, ο κανόνας είναι ότι η παραίτηση πρέπει να γίνει δεκτή από τον εναγόμενο για να ισχύσει, εκτός αν ο τελευταίος δεν έχει προτείνει ακόμη τους αμυντικούς του ισχυρισμούς κατά του παραιτουμένου ενάγοντος (βλ. art.395 NCPC). Η αποδοχή της παραιτήσεως μπορεί να γίνει ρητώς ή σιωπηρώς με τα ίδια τυπικά μέσα που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο για την παραίτηση (βλ. art.397 NCPC). Ο εναγόμενος μπορεί πράγματι να έχει συμφέρον να μην κάνει αποδεκτή την παραίτηση του ενάγοντος, επειδή π.χ. δεν θέλει να συνεχίσει να επικρέμεται σε βάρος του η απειλή μιας νέας δίκης ή έχει υποβάλει ανταγωγικά αιτήματα σε βάρος του ενάγοντος· μπορεί, όμως, η άρνησή του να μην υπαγορεύεται από το συμφέρον του, αλλά από την επιθυμία του να «ταλαιπωρήσει» τον αντίδικό του. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η άρνηση του εναγόμενου θα είναι καταχρηστική, καταχρηστικότητα που την αντιμετωπίζει η διάταξη του άρθρου 396 NCPC, κατά την οποία το δικαιοδοτικό όργανο μπορεί να επιβάλει στον εναγόμενο την αποδοχή της παραιτήσεως του ενάγοντος, αν κρίνει ότι ο πρώτος δεν έχει κανένα απολύτως έννομο συμφέρον να την αρνείται.
5. Για την παραίτηση από την έφεση, την ανακοπή ερημοδικίας και την αναίρεση η κατάσταση είναι αντίστροφή. Ο κανόνας είναι ότι η παραίτηση από τα ένδικα αυτά μέσα γίνεται μονομερώς. Κατ’ εξαίρεση, η αποδοχή του καθ’ ου το ένδικο μέσο στρέφεται είναι απαραίτητη για το έγκυρο της παραιτήσεως στις ακόλουθες περιπτώσεις: i) για την έφεση, αν η παραίτηση περιλαμβάνει επιφυλάξεις ή αν το διάδικο μέρος προς το οποίο απευθύνεται η παραίτηση έχει ήδη ασκήσει αντέφεση ή έχει ήδη προβάλει παρεμπίπτοντα αιτήματα (βλ. art.401 NCPC)[4], ii) για την ανακοπή ερημοδικίας, αν ο αρχικώς αιτών έχει προηγουμένως υποβάλει πρόσθετα αιτήματα (βλ. art.402 NCPC)[5] και iii) για την αναίρεση, αν η παραίτηση περιλαμβάνει επιφυλάξεις ή αν το διάδικο μέρος προς το οποίο απευθύνεται η παραίτηση έχει ήδη ασκήσει ανταναίρεση (βλ. art.1024 NCPC)[6].
6. Η παραίτηση με το να εξαφανίζει τη δίκη φέρνει τα διάδικα μέρη στο σημείο που βρίσκονταν πριν αυτή αρχίσει. Αυτό το άμεσο αποτέλεσμα, προκαλεί με τη σειρά του και κάποιες παρεπόμενες συνέπειες. Συγκεκριμένα, η παραγραφή που είχε διακοπεί με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, θεωρείται ότι δεν διακόπηκε· ωσαύτως, θεωρείται ότι ουδέποτε έτρεξαν τόκοι υπερημερίας. Οι συνέπειες τις παραιτήσεως είναι λίγο πιο περίπλοκες, όταν αυτή αφορά στα ένδικα μέσα της εφέσεως και της ανακοπής ερημοδικίας. Η παραίτηση από την έφεση λειτουργεί ταυτόχρονα και ως αποδοχή της πρωτοβάθμιας αποφάσεως. Η αποδοχή της πρωτοβάθμιας αποφάσεως δεν ισχύει, μόνο αν μετά την παραίτηση κάποιος άλλος διάδικος ασκήσει νομίμως έφεση (βλ. art.403 NCPC). Η παραίτηση από την ανακοπή ερημοδικίας λειτουργεί και ως αποδοχή της ερήμην αποφάσεως, εκτός αν γίνεται υπό επιφυλάξεις. Σε κάθε περίπτωση, ο διάδικος που παραιτείται από τη δίκη στην ουσία ομολογεί ότι είχε άδικο που ενέπλεξε τον αντίδικό του στον συγκεκριμένο δικαστικό αγώνα και γι’ αυτό, αν δεν υπάρξει αντίθετη συμφωνία, υποχρεούται να καταβάλει τη δικαστική δαπάνη της εξαφανισθείσης δίκης (art.399 & 405 NCPC).
7. Όσον αφορά στην παραδεκτή υποβολή ανταγωγικών αιτημάτων στην γαλλική πολιτική δίκη, κατά το άρθρο 64 NCPC, ανταγωγικό είναι εκείνο το αίτημα με το οποίο ο αρχικός καθ’ ου η αίτηση πέρα από την απλή απόρριψη της αιτήσεως του αντιδίκου του ζητά και κάτι άλλο. Το ανταγωγικό αίτημα αποτελεί στην ουσία την απάντηση του καθ’ ου στο αίτημα του αιτούντος και έχει ως σκοπό να καταστήσει ανενεργό την καταδίκη που επίκειται σε βάρος του είτε με το να την εμποδίσει, είτε με το να την παραλύσει, είτε ακόμη και με το να τη συμψηφίσει με αντίστοιχη καταδίκη του αρχικώς αιτούντος στην καταβολή ενός ποσού. Υπ’ αυτήν την έννοια το ανταγωγικό αίτημα συνιστά επίθεση και διακρίνεται από την απλή άμυνα του καθ’ ου στο αρχικό αίτημα του αιτούντος. Ωστόσο, στην πρακτική η διάκριση αυτή δεν είναι τόσο ευχερής, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση. Το κριτήριο που διαχωρίζει την απλή άμυνα του καθ’ ου από την υποβολή ανταγωγικού αιτήματος είναι τελικά το αν προστίθεται στους ισχυρισμούς και στα αιτήματα του εναγόμενου κάτι παραπάνω από το αίτημα της απλής απορρίψεως του αιτήματος του αντιδίκου του.
8. Τα ανταγωγικά αιτήματα διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, σε αυτά που συνδυάζουν άμυνα και επίθεση και αποκαλούνται υβριδικά ανταγωγικά αιτήματα (demandes reconventionnelles hybrides) και σε αυτά που περιλαμβάνουν μόνο επίθεση (demandes reconventionnelles pures et simples). Τα πρώτα αποσκοπούν ταυτοχρόνως στο να απορριφθεί το αρχικό αίτημα και να αναγνωριστεί μία επιπλέον έννομη συνέπεια επί της οποίας στηρίζεται η απόρριψη του αρχικού αιτήματος. Στα υβριδικά ανταγωγικά αιτήματα η άμυνα συνδέεται αδιάσπαστα με την επίθεση, υπάρχουν δε περιπτώσεις τέτοιων ανταγωγικών αιτημάτων στα οποία άλλοτε υπερισχύει το αμυντικό μέρος και άλλοτε το επιθετικό. Το δεύτερο είδος των ανταγωγικών αιτημάτων είναι σπανιότερο και διακρίνεται από τα υβριδικά εκ του γεγονότος ότι η τυχόν αποδοχή τους ή απόρριψή τους δεν έχει καμμία επιρροή για την τύχη του αρχικού αιτήματος.
9. Ειδικά για τα ανταγωγικά αιτήματα, το άρθρο 70 §1 NCPC, επαναλαμβάνοντας τη διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 4 §2 NCPC, ορίζει ότι αυτά δεν γίνονται δεκτά αν δεν συνδέονται με τα αρχικά αιτήματα μέσω ενός επαρκούς δεσμού, υπό την έννοια ότι τα ανταγωγικά αιτήματα πρέπει να είναι τουλάχιστον συναφή με τα αρχικώς υποβληθέντα. Από την προϋπόθεση αυτή εξαιρούνται τα αιτήματα περί καταβολής αποζημιώσεως, εκτός αν το δικαιοδοτικό όργανο κρίνει ότι πρέπει να χωριστούν από την αρχική δίκη, διότι η συνεκδίκασή τους θα καθυστερήσει υπερβολικά την έκδοση της αποφάσεως (βλ. art.70 §2 NCPC). Η ύπαρξη ή η ανυπαρξία (Cass. 3e Civ. 21 mai 1979: D.1979 inf.rap.509, TGI Paris 15 janvier 1979: D.1979.274) του επαρκούς δεσμού με τα αρχικά αιτήματα δεν εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικάζον δικαιοδοτικό όργανο της ουσίας (Cass. Soc. 23 novembre 1995: D.1996 somm.135), αλλά, αν τυχόν εξεταστεί κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος, τότε ανήκει στην ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του (Cass. 1re Civ. 6 juin 1978: Bull.I n.214, Cass. 2e Civ. 25 juin 1981: Bull.II n.142, Cass. Com. 30 novembre 1982: Bull.IV n.389).
10. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με την κρατούσα στη Γαλλία γνώμη και σε ευθεία αντίθεση με αυτήν που επικρατεί στην ελληνική θεωρία, το ανταγωγικό αίτημα εξετάζεται, εφόσον γίνει παραδεκτό το αρχικό αίτημα. Αν το αρχικό αίτημα απορριφθεί, τότε το ανταγωγικό αίτημα, θεωρούμενο ως παρεπόμενο του αρχικού αιτήματος, ακολουθεί την τύχη του τελευταίου, έχουν, όμως, εκφραστεί και αντίθετες απόψεις από τη γαλλική νομολογία (βλ. Cass. Com 23 février: D.1983 inf.rap.438, Cass. 3e Civ. 30 juin 1998: Juris-Data n.003097, Aix 23 avril 1974: D.1974 somm.86). Στη Γαλλία υποστηρίζεται ακόμη η άποψη ότι ανταγωγή επ’ ανταγωγής δεν ισχύει (reconvention sur reconvention ne vaut, βλ. και Paris 15 février 1968: JCP1969 éd.A.IV.5423), δηλαδή με άλλα λόγια ο αρχικός αιτών δεν μπορεί να ασκήσει επανταγωγικό αίτημα επί του ανταγωγικού αιτήματος που άσκησε ο αντίδικός του. Η απαγόρευση αυτή επικρίνεται έντονα από τη γαλλική θεωρία. Προς υπέρβαση αυτής της απαγορεύσεως υποστηρίζεται ότι ό,τι δεν μπορεί να ζητήσει επανταγωγικώς ο αρχικός αιτών, μπορεί να το ζητήσει με την υποβολή πρόσθετου αιτήματος.
11. Η δικαιοπολιτική χρησιμότητα των ανταγωγικών αιτημάτων ταυτίζεται με αυτήν της παρεμβάσεως. Συμβάλλουν στην οικονομία της δίκης και περιστέλλουν τη δικαστική δαπάνη, αφού αντί να διεξαχθούν δύο δίκες, μία επί του αρχικού αιτήματος και μία επί του ανταγωγικού, διεξάγεται μόνο μία. Ωστόσο, το ίδιο το ως άνω πλεονέκτημα δημιουργεί και το σοβαρότερο μειονέκτημα αυτών των παρεμπιπτόντων αιτημάτων. Η συνεκδίκαση δύο στην ουσία δικών σε μία επιβραδύνει την απονομή της δικαιοσύνης, δοθέντος ότι το δικάζον δικαιοδοτικό όργανο έχει να αποφανθεί επί περισσοτέρων αιτημάτων. Εκτός αυτού, η υποβολή ανταγωγικών αιτημάτων μπορεί να οδηγήσει στην παρέκκλιση από τους κανόνες που καθορίζουν την τοπική και την υλική αρμοδιότητα των γαλλικών πολιτικών δικαιοδοτικών οργάνων, δεδομένου ότι, αν το ανταγωγικό αίτημα είχε υποβληθεί αυτοτελώς, τότε πολύ πιθανώς θα έπρεπε να εκδικαστεί από άλλο δικαιοδοτικό όργανο. Υπό την έννοια αυτή υποστηρίζεται ότι τα ανταγωγικά αιτήματα είναι ένας τρόπος παρεκτάσεως της τοπικής και υλικής αρμοδιότητας των γαλλικών πολιτικών δικαιοδοτικών οργάνων με την επισήμανση ότι, όσον αφορά στην υλική αρμοδιότητα, το ανταγωγικό αίτημα μπορεί να εκδικαστεί από άλλο δικαιοδοτικό όργανο μόνο αν αυτό είναι ανώτερο από εκείνο που θα ήταν υλικά αρμόδιο να το εξετάσει αυτοτελώς.
12. Ως παραδείγματα ανταγωγικών αιτημάτων θα μπορούσαν να αναφερθούν ενδεικτικά: i) εκείνα που αποσκοπούν στο συμψηφισμό του αρχικού αιτήματος με το ανταγωγικό, οπότε στην περίπτωση αυτή ο αρχικώς αιτών ενδέχεται να καταδικαστεί στην καταβολή ποσού, αν το επιδικασθέν ποσό του ανταγωγικού αιτήματος υπερβαίνει το επιδικασθέν ποσό του αρχικού, ii) εκείνα που αποτελούν ταυτόχρονα και μέσο υπερασπίσεως κατά του αρχικού αιτήματος, όπως π.χ. το αίτημα αναγνωρίσεως ότι είναι άκυρος ο τίτλος (συνήθως θα πρόκειται περί συμβάσεως) επί του οποίου ο αρχικός αιτών βασίζει την απαίτησή του, iii) εκείνα που είναι απλώς συναφή με το αρχικό αίτημα, όπως π.χ. το αίτημα περί εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του αρχικού αιτούντος που πηγάζουν από τη σύμβαση βάσει της οποίας ο τελευταίος ζητά δικαστική προστασία για την εκτέλεση άλλων όρων της και iv) εκείνα με τα οποία ζητείται η καταβολή αποζημιώσεως για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο καθ’ ου εξαιτίας της δίκης που άνοιξε σε βάρος του.
13. Μετά τις ανωτέρω διευκρινίσεις καθίστανται πολύ πιο σαφή τα δικονομικά δεδομένα βάσει των οποίων εκδόθηκε η σχολιαζόμενη απόφαση του γαλλικού Ακυρωτικού. Στην προκείμενη υπόθεση, ο ενάγων παραιτήθηκε από το δικόγραφο της αγωγής του με επιστολή που απηύθυνε στη γραμματεία του μονομελούς πρωτοδικείου που επρόκειτο να τη δικάσει και, θεωρώντας έγκυρη την κατά τα άνω παραίτησή του, δεν παρέστη στη συζήτηση της αγωγής του, κατά την οποία το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (μονομελές πρωτοδικείου), έκανε δεκτό τόσο το αίτημα της εναγομένης ενώσεως προσώπων περί μη αποδοχής της κατ’ αυτόν τον τρόπο παραιτήσεως του ενάγοντος, όσο και το προβαλλόμενο τότε για πρώτη φορά ανταγωγικό αίτημά της περί καταβολής οφειλομένων κοινοχρήστων δαπανών.
14. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία, σημειωτέον, δεν ήταν ερήμην, διότι στη Γαλλία η απουσία του ενάγοντος ποτέ δεν οδηγεί σε έκδοση ερήμην αποφάσεως, ο ενάγων άσκησε έφεση, το δε εφετείο, επικαλούμενο το προφορικό της διαδικασίας ενώπιον των μονομελών πρωτοδικείων, απέρριψε την έφεση, με την αιτιολογία ότι ο ενάγων όφειλε να παραστεί κατά τη συζήτηση της αγωγής του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και να παραιτηθεί προφορικώς του δικογράφου της, το δε πρωτοβάθμιο δικαστήριο έπραξε ορθώς αφενός που δεν δέχθηκε την υποβληθείσα γραπτώς παραίτηση του ενάγοντος και αφετέρου που θεώρησε παραδεκτή την υποβολή ανταγωγικού αιτήματος εκ μέρους της εναγομένης ενώσεως προσώπων, εφόσον, ελλείψει έγκυρης παραιτήσεως από τη δίκη, υπήρχε, κατά το χρόνο υποβολής του ανταγωγικού αιτήματος, η εκκρεμοδικία της κύριας αγωγής.
15. Ωστόσο, το γαλλικό Ακυρωτικό, ακολουθώντας στενά τη δικονομική λογική που υπαγορεύεται από την αρχή της ελευθερίας διαθέσεως του αντικειμένου της δίκης, έκρινε ορθώς ότι, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του νέου γαλλικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ο ενάγων μπορεί, διαρκούσης της εκκρεμοδικίας, να παραιτηθεί ανά πάσα στιγμή από το δικόγραφό του (art. 394 NCPC), η δε ισχύς της παραιτήσεως αυτής είναι άμεση, εξαφανίζοντας αυτομάτως τη δίκη, με αποτέλεσμα να μην μπορεί μετά από αυτήν να υποβληθεί παραδεκτά κάποιο ανταγωγικό αίτημα εκ μέρους του εναγόμενου. Περαιτέρω, το γαλλικό Ακυρωτικό έκρινε ότι ο τύπος της παραιτήσεως από το δικόγραφο, η οποία, εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, μπορεί να είναι τόσο ρητή όσο και σιωπηρή, ώστε τελικά να μην έχει και τόση σημασία, αν, όταν είναι ρητή, υποβάλλεται γραπτώς ή προφορικώς, ουδόλως επηρεάζεται από το γεγονός ότι η διαδικασία ενώπιον των γαλλικών μονομελών πρωτοδικείων είναι προφορική. Κατόπιν τούτου, κρίνοντας έγκυρη την παραίτηση του ενάγοντος από το δικόγραφο της αγωγής του, απέρριψε το ανταγωγικό αίτημα της εναγομένης ως απαράδεκτο, διότι, κατά το χρόνο που υποβλήθηκε, δεν υπήρχε δίκη και συνεπώς εκκρεμοδικία.
16. Αξίζει, τέλος, να επισημανθεί ότι η ανωτέρω κρίση του γαλλικού Ακυρωτικού σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 395 και 843 NCPC, έχει ως δικονομικό επακόλουθο να μην απαιτείται η εκ μέρους του εναγόμενου αποδοχή της παραιτήσεως του ενάγοντος από δίκες ενώπιον των γαλλικών μονομελών πρωτοδικείων, όταν η παραίτηση αυτή γίνεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, διότι, εφόσον η αποδοχή της παραιτήσεως από τη δίκη απαιτείται, μόνο αν ο εναγόμενος έχει υποβάλει τους ισχυρισμούς του επί της ουσίας ή έχει προτείνει ενστάσεις απαραδέκτου της αγωγής (art.395 NCPC), και εφόσον αυτούς τους ισχυρισμούς ή τις ενστάσεις μπορεί να τις υποβάλει μόνο προφορικώς και άρα μόνο κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία (art.843 NCPC), παρέπεται λογικώς ότι, αν η παραίτηση του ενάγοντος από το δικόγραφο της αγωγής του γίνεται πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της τελευταίας, τότε ο εναγόμενος εκ των πραγμάτων δεν θα έχει προλάβει ούτε να αναπτύξει ισχυρισμούς επί της ουσίας ούτε να προβάλει ενστάσεις απαραδέκτου.
[1] Βλ. και Π. Ρεντούλης, Τα γαλλικά πολιτικά δικαιοδοτικά όργανα (Les juridiction civiles françaises), Δ37(2006). 1082-1105
[2] Οι υπόλοιποι τρόποι λήξεως της δίκης που αναγνωρίζει το γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο είναι: (1) η εξώδικη επίλυση της διαφοράς, αφού έχει αρχίσει η δίκη, με σύναψη σχετική συμβάσεως μεταξύ των μερών, η οποία ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 2044 CCiv, (2) η παραίτηση από το δικαίωμα, (3) η αποδοχή είτε του υποβληθέντος αιτήματος (acquiescement à la demande – art.408 §1 NCPC) είτε της εκδοθείσης αποφάσεως (acquiescement au jugement – art.409 §1 NCPC), (4) ο δικαστικός συμβιβασμός, (5) Ο θάνατος ενός εκ των διαδίκων, αν το αντικείμενο της διαφοράς δεν είναι κληρονομητό, (6) η απόσβεση της δίκης, αν οι διάδικοι δεν προβαίνουν στις διαδικαστικές πράξεις στις οποίες οφείλουν να προβούν, για να προωθήσουν τη διαδικασία, εντός της διετούς αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 386 NCPC, (7) η ακυρότητα της κλητεύσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 406, 905 §2, 757 §2, 469 §2, 314 §3 NCPC και, ασφαλώς, (8) η έκδοση οριστικής αποφάσεως, κατ’ άρθρον 481 §1 NCPC.
[3] Ο νόμος ορίζει άλλως στο άρθρο 1120 §2 NCPC, κατά το οποίο παραίτηση από την έφεση είναι άκυρη, αν η απόφαση που διατάσσει τη λύση του γάμου εκδόθηκε σε βάρος ενηλίκου που βρίσκεται υπό δικαστική συμπαράσταση ή συζύγου του οποίου οι πνευματικές ικανότητες είναι σοβαρά διατεταραγμένες.
[4] Βλ. και Π. Ρεντούλης, Η έφεση στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο, Δ.36(2005).626-644
[5] Βλ. και Π. Ρεντούλης, Η ανακοπή ερημοδικίας στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο, Δ.36(2005).889-897
[6] Βλ. και Π. Ρεντούλης, Η αναίρεση στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο, Δ.36(2005).1373-1385