Loading

 ΠΡΑΞΙΣ Δικηγορική

Η έννοια και τα είδη των δικαστικών αποφάσεων στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο

Παντελεήμων Ρεντούλης

Η έννοια και τα είδη των δικαστικών αποφάσεων στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο

Δημοσιευμένο στη ΔΙΚΗ 2006 σ. 723-749

 

Διάγραμμα
1. Η έννοια της δικαστικής αποφάσεως.
1.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις.
1.2. Εννοιολογικός προσδιορισμός.
1.3. Ορολογικές διευκρινίσεις.
1.4. Η νομική φύση της δικαστικής αποφάσεως.
1.5. Τα μέτρα δικαστικής διαχειρίσεως.
2. Τα είδη των δικαστικών αποφάσεων.
2.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις.
2.2. Κατ’ αντιμωλίαν – πλασματικές κατ’ αντιμωλίαν – ερήμην.
2.2.1. Κριτήριο διακρίσεως.
2.2.2. Αποφάσεις εκδοθείσες κατ’ αντιμωλίαν (contradictoires).
2.2.3. Αποφάσεις εκδοθείσες ερήμην (rendues par défaut).
2.2.4. Αποφάσεις πλασματικές κατ’ αντιμωλίαν (réputées contradictoires).
2.2.5. Πρακτικές συνέπειες της διακρίσεως.
2.3. Οριστικές – μη οριστικές - εν μέρει οριστικές.
2.3.1. Κριτήριο διακρίσεως.
2.3.2. Οριστικές αποφάσεις (sur le fond [définitives]).
2.3.2.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις.
2.3.2.2. Δικονομικές – ουσιαστικές (statuant sur une exception de procédure ou sur un fin de non-recevoir -  tranchant le principal).
2.3.2.3. Δεχόμενες – απορρίπτουσες το αίτημα (faisant droit – non faisant droit).
2.3.2.4. Τελεσίδικες – αμετάκλητες (non susceptibles de recours suspensif – irrévocables / inattaquables / définitives).
2.3.3. Μη οριστικές αποφάσεις (avant dire droit /provisoires).
2.3.3.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις.
2.3.3.2. Προδικαστικές (ordonnant une mesure d’instruction).
2.3.3.3. Προσωρινές (ordonnant une mesure provisoire).
2.3.3.4. Οι προσωρινές διαταγές επ’ αναφορά (ordonnances de référé).
2.3.3.5. Οι προσωρινές διαταγές κατ’ αίτησιν (ordonnance sur requête).
2.3.4. Εν μέρει οριστικές αποφάσεις (mixtes).
2.3.5. Πρακτικές συνέπειες της διακρίσεως.
2.4. Εκδοθείσες σε πρώτο βαθμό – σε τελευταίο βαθμό (rendues en premier ressort – rendues en dernier ressort).
2.5. Αμφισβητούμενης – εκούσιας δικαιοδοσίας (de matière contentieuse – de matière gracieuse).
2.6. Πιστοποιούσες διαδικαστικές πράξεις – διαδικαστικές συμβάσεις.
2.7. Κανονικές - κατ’ επίφασιν (ordinaires – d’expédient / convenues / d’accord).
2.8. Βεβαιωτικές – διαπλαστικές (déclaratives – constitutives)).

 

1. Η έννοια της δικαστικής αποφάσεως

1.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

1. Η δίκη, ανεξαρτήτως του αν χαρακτηρίζεται ως πολιτική, ποινική, διοικητική κλπ., περιλαμβάνει, ως διαδικασία, την αυθεντική διάγνωση της αληθινής νομικής καταστάσεως με σκοπό την αναγκαστική προσαρμογή της πραγματικής τοιαύτης προς τη διαγνωσθείσα νομική. Η αυθεντική αυτή διάγνωση γίνεται μέσω της δικαστικής αποφάσεως, η οποία συνιστά το δικαιοδοτικό συλλογισμό μέσω του οποίου εκφράζεται το δικαιοδοτικό όργανο, αποτελώντας, έτσι, το σημαντικότερο λειτουργικό εργαλείο της πολιτικής δίκης. Ωστόσο, όσο και αν η εμπειρική γνώση του καθενός κάνει τον ορισμό της έννοιας της δικαστικής αποφάσεως να φαίνεται από απλός έως αυτονόητος, η θεωρητική ενασχόληση με το συγκεκριμένο ζήτημα αποκαλύπτει τη ρευστότητα των κριτηρίων εκείνων που καθορίζουν τι συνιστά δικαστική απόφαση και τι όχι. Όλες οι πράξεις που εκδίδει ένα δικαιοδοτικό όργανο δεν είναι εξ ορισμού δικαστικές αποφάσεις. Μόνον οι λεγόμενες δικαιοδοτικές πράξεις (actes juridictionnels) αποτελούν δικαστικές αποφάσεις και επιφέρουν τις δικονομικές συνέπειες που επισυνάπτονται σε αυτές. Έτσι, ο εντοπισμός των ειδοποιών χαρακτηριστικών της δικαστικής αποφάσεως ταυτίζεται εννοιολογικώς με τον εντοπισμό των ειδοποιών χαρακτηριστικών της δικαιοδοτικής πράξεως.

2. Βέβαια, η λειτουργικότητα που έχει μια δικαστική απόφαση στην εν γένει εξέλιξη της δίκης δεν σταματά στον όσο τον δυνατό ακριβέστερο ορισμό της. Εκείνο που επηρεάζει δραστικά τη λειτουργία και τη συνέχεια της δίκης είναι το είδος της δικαστικής αποφάσεως που εκδίδεται και οι συνέπειες που αυτή έχει ακριβώς λόγω τους είδους στο οποίο κατατάσσεται. Από το είδος της εκδοθείσης δικαστικής αποφάσεως εξαρτάται σειρά δικονομικών ζητημάτων, όπως το παραδεκτό ασκήσεως ενδίκων μέσων (π.χ. ερήμην – κατ’ αντιμωλίαν – πλασματική κατ’ αντιμωλίαν για την ανακοπή ερημοδικίας, οριστική – μη οριστική – εν μέρει οριστική για την άσκηση εφέσεως, τελεσίδικη για την άσκηση τριτανακοπής, αναψηλαφήσεως και αναιρέσεως), η απόκτηση ισχύος ή εξουσίας δεδικασμένου, το πέρας της δίκης και η συνακόλουθη αποδέσμευση του δικαστή από την υποχρέωσή του να κρίνει επί της συγκεκριμένης διαφοράς, η εκτελεστότητα ή ακόμη και ο τρόπος της εκτελέσεως (π.χ. η αποφάσεις που διατάσσουν προσωρινά (ασφαλιστικά) μέτρα εκτελούνται αμέσως χωρίς την έκδοση απογράφου).

1.2. Εννοιολογικός προσδιορισμός[1]

3. Ο εντοπισμός ενός ή περισσότερων κριτηρίων που να υποδεικνύουν στον εκάστοτε ενδιαφερόμενο τι συνιστά δικαστική απόφαση και τι όχι αποτελεί αντικείμενο ενασχολήσεως κάθε αστικού δικονομικού δικαίου, ανήκει, όμως, σε εκείνα τα ζητήματα που όσο ασχολείται κανείς μαζί τους και όσο βαθύτερα τα αναζητά τόσο έχει την αίσθηση ότι δεν μπορεί να τα τιθασεύσει. Όπως ακριβώς συμβαίνει με τον ορισμό της έννοιας του δικαιοδοτικού οργάνου, οι κυρίαρχες τάσεις που ανταγωνίζονται η μία την άλλη είναι δύο: μία που δίνει το προβάδισμα στα τυπικά κριτήρια προσδιορισμού της έννοιας της δικαστικής αποφάσεως και μία που δίνει το προβάδισμα στα ουσιαστικά· το συμπέρασμα δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στη διαλεκτική σύζευξη αυτών των κριτηρίων, όπως ακριβώς συμβαίνει και για τον ορισμό της έννοιας του δικαιοδοτικού οργάνου, πράγμα απολύτως λογικό, αφού η δικαστική απόφαση είναι ο τρόπος εκφράσεως, η γλώσσα, το μέσο επικοινωνίας του δικαιοδοτικού οργάνου με τους κοινωνούς του δικαίου και συνεπώς η έννοια του ενός συμπροσδιορίζει την έννοια του άλλου· για το λόγο αυτόν η έννοια της δικαστικής αποφάσεως δεν θα πρέπει να θεωρείται στατική, αλλά μεταβαλλόμενη κατά το μέτρο που μεταβάλλονται σε κάθε χρονική στιγμή οι δικαιοδοτικοί θεσμοί και η δικαστηριακή οργάνωση ενός κράτους.

4. Για του υπέρμαχους των τυπικών κριτηρίων η δικαιοδοτική πράξη δεν διακρίνεται από τη διοικητική μόνο από τη φύση της και το σκοπό της, αλλά από το γεγονός ότι προέρχεται από δικαιοδοτικά όργανα και όχι από διοικητικά. Όμως, όλες οι πράξεις των δικαιοδοτικών οργάνων δεν έχουν την ιδιότητα της δικαιοδοτικής πράξεως, όπως είναι π.χ. τα μέτρα δικαστικής διαχειρίσεως[2]. Για το λόγο αυτόν υποστηρίχθηκε ότι δικαιοδοτική είναι εκείνη η πράξη που προέρχεται από δικαιοδοτικό όργανο και περιβάλλεται με εξουσία δεδικασμένου (autorité de la chose jugée). Ωστόσο η άποψη αυτή υποπίπτει στο μεθοδολογικό σφάλμα να ορίζει το ζητούμενο χρησιμοποιώντας κάποια από τις συνέπειες του, ενώ η αναζήτηση των εννοιολογικών στοιχείων του ζητούμενου γίνεται ακριβώς για να διαπιστωθεί αν αυτό θα πρέπει να έχει τις συγκεκριμένες συνέπειες. Η εξουσία του δεδικασμένου απορρέει από τη δικαιοδοτική πράξη ακριβώς επειδή η πράξη αυτή είναι δικαιοδοτική και συνεπώς το κριτήριο αυτό δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να καθορίσει ποιες πράξεις του δικαιοδοτικού οργάνου είναι δικαιοδοτικές και ποιες όχι. Ανακύπτει, συνεπώς, η ανάγκη αναζητήσεως πιο ουσιαστικών κριτηρίων.

5. Οι αναζητούντες κάποιο ουσιαστικό κριτήριο προσδιορισμού της δικαιοδοτικής πράξεως έχουν καταλήξει σε τρεις απόψεις. Η πρώτη θεωρεί ότι δικαιοδοτική είναι η πράξη που επιλύει μια διαφορά, μια αμφισβήτηση (contestation), άλλα, μεταξύ άλλων μειονεκτημάτων, το κριτήριο αυτό αποκλείει από την έννοια της δικαιοδοτικής πράξεως τις δικαστικές αποφάσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας και ως εκ τούτου δεν είναι επαρκές. Η δεύτερη άποψη θεωρεί ότι η δικαιοδοτική πράξη ξεχωρίζει από τη δομή της· εφόσον η δικαιοδοτική λειτουργία οφείλει να διαπιστώνει αν η πραγματική κατάσταση συμφωνεί με τη νομική, τότε η πράξη με την οποία επιτελεί τη λειτουργία της αυτή πρέπει να περιλαμβάνει i) έναν ισχυρισμό (prétention), δηλαδή ένα νομικό ζήτημα που έχει υποβληθεί στο δικαστή προς επίλυση, ii) ένα μέρος διαγνωστικό (constatation) στο οποίο περιλαμβάνεται ο δικανικός συλλογισμός με μείζονα πρόταση το νόμο, ελάσσονα τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν τον ισχυρισμό και συμπέρασμα την υπαγωγή της ελάσσονος στη μείζονα, ώστε να κριθεί αν ο ισχυρισμός πρέπει να γίνει δεκτός ή όχι και iii) ένα μέρος διατακτικό (décision) που είναι λογική απόρροια του διαγνωστικού και καθορίζεται αποφασιστικά στην πολιτική δίκη από αυτό που ζητά κάθε φορά ο αιτών.

6. Ωστόσο, έχει υποστηριχθεί ότι η δεύτερη άποψη δεν είναι ορθή αφενός κατά το μέρος που εντάσσει στη δομή της δικαιοδοτικής πράξεως τους ισχυρισμούς των διαδίκων, δεδομένου ότι π.χ. οι προδικαστικές αποφάσεις δεν τους περιλαμβάνουν, και αφετέρου κατά το μέρος που θεωρεί μέρος της δικαιοδοτικής πράξεως το διατακτικό, διότι στις λεγόμενες αναγνωριστικές αποφάσεις αυτό ταυτίζεται απολύτως με το διαγνωστικό μέρος. Έτσι, δημιουργήθηκε η τρίτη άποψη, κατά την οποία η δικαιοδοτική πράξη ξεχωρίζει από το σκοπό της, ο οποίος συνίσταται στο να διαγιγνώσκει αν υπάρχει παραβίαση του νόμου ή με άλλες λέξεις το αν η πραγματική κατάσταση αποκλίνει από τη δικαιική. Ο συγκερασμός της δεύτερης με την τρίτη άποψη οδηγεί στο ορθό συμπέρασμα ότι εκείνο το στοιχείο που είναι καθοριστικό για το αν υπάρχει δικαιοδοτική πράξη ή όχι είναι κυρίως το αν αυτή περιέχει διαγνωστικό μέρος και ιδία δικανικό συλλογισμό[3] [4], ωστόσο το κριτήριο αυτό δεν είναι από μόνο του αρκετό για να χαρακτηριστεί μια πράξη δικαιοδοτική, διότι ο κάθε νομικός μπορεί να γράψει ένα δικανικό συλλογισμό, πλην, όμως, τα γραφόμενά του δεν συνιστούν δικαστική απόφαση.

7. Εκ των ανωτέρω καταφαίνεται η ανάγκη συνδυασμού των τυπικών με τα ουσιαστικά κριτήρια με βάση την ακόλουθη συλλογιστική. Η δικαιοδοτική πράξη είναι το σημαντικότερο λειτουργικό στοιχείο της πολιτικής δίκης, για να λειτουργήσει, όμως, κάτι θα πρέπει πρώτα να έχει δομηθεί, πράγμα που σημαίνει ότι ο ορισμός της δικαιοδοτική πράξεως πρέπει να περιλαμβάνει απαραιτήτως τα δομικά στοιχεία της δίκης, ήτοι το δικαιοδοτικό όργανο, τον διάδικο ή τους διαδίκους και το αντικείμενό της. Τα τρία αυτά δομικά στοιχεία συνδέονται στη δικαστική απόφαση μέσω του διαγνωστικού μέρους της τελευταίας, το οποίο ασφαλώς και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ορισμού της, ή με άλλα λόγια, η δίκη συνδέει τοπικά και χρονικά, δηλαδή διαδικαστικά, δικαιοδοτικό όργανο, διαδίκους και αντικείμενο και η δικαστική απόφαση έρχεται να αποτυπώσει συλλογιστικά τη σύνδεση αυτή. Συμπερασματικά, λοιπόν, μπορεί να ειπωθεί ότι δικαιοδοτική πράξη και κατ’ επέκταση δικαστική απόφαση είναι η εκδιδόμενη στα πλαίσια μιας εννόμου σχέσεως δίκης πράξη ενός νομίμως συγκροτημένου δικαιοδοτικού οργάνου, η οποία απευθύνεται στο διάδικο ή στα διάδικα μέρη και περιέχει αυθεντική διάγνωση μέσω δικανικού συλλογισμού για το δικονομικό και το ουσιαστικό αντικείμενο της διαφοράς που έχει αχθεί ενώπιον του[5].

8. Όπως προκύπτει από τον ως άνω ορισμό, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί προσδιοριστικό στοιχείο της δικαστικής αποφάσεως το αν το δικαιοδοτικό όργανο αποφαίνεται και για τη ζητούμενη δικαστική προστασία ή κατ’ άλλη διατύπωση για την επέλευση των υπό των διαδίκων επικαλούμενων ή αποκρουόμενων εννόμων συνεπειών[6], διότι η συμπερίληψη αυτού του στοιχείου θα απέκλειε από την έννοια της δικαστικής αποφάσεως τις μη οριστικές αποφάσεις, δεδομένου ότι μόνο οι οριστικές αποφαίνονται και για την παροχή ή όχι της δικαστικής προστασίας που έχει ζητηθεί. Ομοίως, δεν θα πρέπει να συμπεριληφθεί στον ορισμό της δικαστικής αποφάσεως και το αν αυτή επιφέρει στον πραγματικό κόσμο τις συνέπειες της διαγνώσεώς της, αφενός διότι στην πολιτική δίκη οι συνέπειες αυτές αφήνονται εν τέλει στη διακριτική ευχέρεια του νικήσαντος διαδίκου[7] και αφετέρου διότι αυτό θα απέκλειε από την έννοια της δικαιοδοτικής πράξεως τις αναγνωριστικές δικαστικές αποφάσεις.[8]. Η κατά ανωτέρω κατάστρωση του ορισμού της δικαστικής αποφάσεως επιτρέπει να θεωρηθούν ως τέτοιες οι διαιτητικές αποφάσεις, οι αποφάσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, οι αποφάσεις προσωρινών (ασφαλιστικών) μέτρων και αποκλείει από την έννοια της δικαστικής αποφάσεως τόσο τις διαταγές προς πληρωμή όσο και τις διαταγές προς πράξη, αφενός διότι δεν προέρχονται από δικαιοδοτικό όργανο, αλλά εκδίδονται στα πλαίσια της ενέργειας του δικαστή ως κρατικού υπαλλήλου, και αφετέρου δεν περιέχουν αυθεντική διάγνωση μέσω δικανικού συλλογισμού για τα όσα διατάσσουν.

1.3. Ορολογικές διευκρινίσεις

9. Σε αντίθεση με τα επικρατούντα στην ελληνική θεωρία και νομολογία, όπου ο όρος ΄΄δικαστική απόφαση΄΄ χρησιμοποιείται αδιακρίτως για πράξεις κάθε δικαιοδοτικού οργάνου, ανεξαρτήτως δικαιοδοσίας και μονομελούς ή πολυμελούς συνθέσεως, η γαλλική νομική παράδοση έχει διαπλάσει ορισμένους όρους[9] που αποδίδονται στις δικαστικές αποφάσεις κυρίως ανάλογα με το δικαιοδοτικό όργανο από το οποίο προέρχονται. Πριν ακολουθήσει, λοιπόν, η εξέταση των ειδών των δικαστικών αποφάσεων στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο, κρίνεται επιβεβλημένο να προηγηθούν ορισμένες ορολογικές διευκρινίσεις. Συγκεκριμένα:

10. Ο συχνής χρήσεως όρος ΄΄jugement΄΄[10] μπορεί να χρησιμοποιηθεί σπάνια στο γαλλικό δίκαιο και ως συνώνυμος του γενικότερου όρου ΄΄décision de justice΄΄ ή ΄΄décision judiciaire΄΄[11], αλλά κατά κύριο λόγο αναφέρεται στις αποφάσεις που προέρχονται από τα πρωτοβάθμια δικαιοδοτικά όργανα,[12] εκτός των γαλλικών εργατοδικείων (conseils de prud’hommes), οι αποφάσεις του οποίου αποδίδονται με τον όρο ΄΄sentences΄΄[13], όρος που ισχύει και για τις αποφάσεις των διαιτητικών δικαιοδοτικών οργάνων, οι οποίες καλούνται ειδικότερα ΄΄sentences arbitrales΄΄[14]. Περαιτέρω, οι αποφάσεις που εκδίδουν τα γαλλικά εφετεία (cours d’appel) ή το γαλλικό ακυρωτικό (cour de cassation) ονομάζονται ΄΄arrêts΄΄[15].

11. Εκτός από όλους τους ανωτέρω όρους, η γαλλική νομική ορολογία γνωρίζει και τον όρο της ΄΄ordonnance΄΄[16], που θα μπορούσε να αποδοθεί στα ελληνικά με τον αντίστοιχο, άλλα όχι ταυτόσημο, όρο της ΄΄διαταγής΄΄. Αρχικά ο υπό εξέταση όρος αναφερόταν είτε στις αποφάσεις του επί των αποδείξεων δικαστή είτε στις αποφάσεις του προέδρου ενός δικαιοδοτικού οργάνου, όταν ο τελευταίος αποφαινόταν κατά την επ’ αναφορά ή την κατ’ αίτησιν διαδικασία· συνεπώς, κριτήριο για την ονομασία μιας δικαστικής αποφάσεως ως ΄΄ordonnance΄΄ ήταν η έκδοσή της εκτός του πλαισίου της πολυμελούς συνθέσεως του δικαιοδοτικού οργάνου στο οποίο ανήκε ο δικαστής που την εξέδιδε. Όταν, όμως, με την πάροδο του χρόνου αυξήθηκαν οι περιπτώσεις για τις οποίες εκδίδονταν αποφάσεις από έναν μόνο δικαστή, άρχισε να χρησιμοποιείται αδιακρίτως και γι’ αυτές ο όρος ΄΄jugement΄΄. Στη τρέχουσα γαλλική νομική ορολογία, λοιπόν, ο όρος της ΄΄ordonnance΄΄ χρησιμοποιείται μόνο για τις αποφάσεις που διατάσσουν προσωρινά (ασφαλιστικά) μέτρα, καθώς και γι’ αυτές που σχετίζονται με τη λήψη μέτρων δικαστικής διαχειρίσεως, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση, όπως θα αναφερθεί και κατωτέρω, δεν εμπίπτουν καν στην έννοια της δικαστικής αποφάσεως[17].

1.4. Η νομική φύση των δικαστικών αποφάσεων

12. Με βάση όσα προαναφέρθηκαν, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η δικαστική απόφαση αποτελεί τον κανονικό τύπο ασκήσεως της δικαιοδοτικής λειτουργίας[18], η οποία συνίσταται στην τιμωρία των εγκλημάτων και στην επίλυση των νομικών διαφορών με ισχύ δεδικασμένου, κατ’ αντιστοιχία με τη διοικητική πράξη που αποτελεί τον κανονικό τύπο ασκήσεως της εκτελεστικής λειτουργίας, δηλαδή της εκτελέσεως των νόμων και της διαχειρίσεως της πολιτικής εξουσίας εντός των ορίων του Συντάγματος και των νόμων, και τον τυπικό νόμο που αποτελεί τον κανονικό τύπο ασκήσεως της νομοθετικής λειτουργίας, ήτοι της θεσπίσεως, τροποποιήσεως, αναστολής, αυθεντικής ερμηνείας και καταργήσεως κανόνων δικαίου[19].

13. Δεν θα πρέπει, λοιπόν, να παραβλέπεται ότι οι δικαστικές αποφάσεις είναι πράξεις της δικαιοδοτικής λειτουργίας, δηλαδή πράξεις της κρατικής εξουσίας, όπως και οι αντίστοιχες πράξεις της εκτελεστικής ή της νομοθετικής λειτουργίας. Κατά συνέπεια, οι σχετικοί με τις δικαστικές αποφάσεις των γαλλικών πολιτικών δικαιοδοτικών οργάνων κανόνες του γαλλικού δικαίου ανήκουν αφενός μεν στο δημόσιο δίκαιο, στο σημείο που αποτελούν πράξεις της κρατικής εξουσίας και εκδίδονται επί τη βάσει κανόνων δημοσίου δικαίου, αφετέρου δε στο ιδιωτικό δίκαιο, στο σημείο που αποφαίνονται επί ιδιωτικών διαφορών και παράγουν αποτελέσματα επί των δικαιωμάτων των ιδιωτών[20].

1.5. Τα μέτρα δικαστικής διαχειρίσεως

14. Ο δικαστής, εκτός από φορέας της δικαστικής λειτουργίας, είναι παράλληλα και διοικητικό όργανο, δεδομένου ότι είναι επιφορτισμένος και με τη διενέργεια πράξεων που ανήκουν στη λεγόμενη διοίκηση της δικαιοσύνης. Στα πλαίσια της διοικητικής του δραστηριότητας, ο δικαστής π.χ. διανέμει τις προς εκδίκαση υποθέσεις στα διάφορα τμήματα ενός δικαιοδοτικού οργάνου, προσδιορίζει τη δικάσιμο, διορίζει τους επί των αποδείξεων δικαστές, εγγράφει τα λεγόμενα βοηθητικά πρόσωπα της δικαιοσύνης (π.χ. πραγματογνώμονες) σε ειδικούς καταλόγους κ.ά. Όλες οι ανωτέρω ενέργειες του δικαστή δεν ανήκουν ούτε στη εκούσια, ούτε στην αμφισβητούμενη δικαιοδοσία, αλλά είναι ιδιόμορφες (sui generis) πράξεις που έχουν σκοπό την εύρυθμη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας της δικαιοσύνης[21]. Οι πράξεις αυτές, ως βασιζόμενες στη διοικητικής φύσεως αρμοδιότητα του δικαστή, δεν συνιστούν δικαστικές αποφάσεις, διότι δεν περιέχουν ουδεμία διάγνωση μέσω δικανικού συλλογισμού. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο κυριότερος λόγος που ο γαλλικός Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας αφενός τις αποκλείει από την εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικών αποφάσεων, βάσει του άρθρου 499 NCPC, και αφετέρου δεν επιτρέπει την άσκηση ενδίκων μέσων κατ’ αυτών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 537 NCPC.

2. Τα είδη των δικαστικών αποφάσεων

2.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

15. Οι δικαστικές αποφάσεις διακρίνονται σε διάφορα είδη με διαφορετικά κάθε φορά κριτήρια. Ορισμένες από τις διακρίσεις αυτές μπορεί, όπως θα γίνει αντιληπτό κατωτέρω, να έχουν μεγάλη πρακτική σημασία για τη συνέχεια του δικαστικού αγώνα, δεδομένου ότι η κατάταξη μιας δικαστικής αποφάσεως στο ένα ή στο άλλο είδος, ανάλογα με το ένα ή το άλλο κριτήριο, μπορεί, όπως αναφέρθηκε, να επηρεάσει δραστικά τη μετέπειτα δικονομική της μεταχείριση, όπως λ.χ. μπορεί να συμβεί με το παραδεκτό ασκήσεως ενδίκων μέσων κατ’ αυτής. Μερικές από τις εν λόγω διακρίσεις, ίσως οι πιο σημαντικές, προέρχονται απευθείας από τον ίδιο το Γάλλο νομοθέτη, ενώ άλλες είναι γνήσια δημιουργήματα της γαλλικής θεωρίας του αστικού δικονομικού δικαίου. Έτσι, στην ανάπτυξη που θα ακολουθήσει οι υπό στοιχεία 2.2. έως 2.5. διακρίσεις θεσπίζονται (λιγότερο ή περισσότερο συστηματικά) από το γαλλικό Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, οπότε και γίνεται μνεία των οικείων άρθρων του νομοθετήματος αυτού, οι δε υπόλοιπες (2.6. έως 2.8.), χωρίς να στερούνται πρακτικής αξίας, βασίζονται επί κριτηρίων που έπλασε η θεωρία.

2.2. Κατ’ αντιμωλίαν – πλασματικές κατ’ αντιμωλίαν – ερήμην[22]

2.2.1. Κριτήριο διακρίσεως

16. Με κριτήριο την κανονική παράσταση των διαδίκων κατά τη συζήτηση οι δικαστικές αποφάσεις διακρίνονται στο γαλλικό δίκαιο σε εκδοθείσες κατ’ αντιμωλίαν, σε πλασματικές κατ’ αντιμωλίαν και σε εκδοθείσες ερήμην. Η διάκριση αυτή παρουσιάζει μεγάλη πρακτική σημασία, αφού επηρεάζει άμεσα την άσκηση των ενδίκων μέσων, δεδομένου ότι κατά των δύο πρώτων ειδών ο ηττηθείς στον πρώτο βαθμό διάδικος μπορεί να ασκήσει, μόνο το τακτικό ένδικο μέσο της εφέσεως[23], ενώ κατά του τελευταίου, των ερήμην, δηλαδή, δικαστικών αποφάσεων, μπορεί, προς της ασκήσεως εφέσεως (ή άλλου ένδικου μέσου ενδεχομένως), να ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας[24] και να προβάλει το πρώτον τους ισχυρισμούς του στο πρωτοβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο[25], αφήνοντας τη κρίση στο δεύτερο βαθμό για μετέπειτα.

2.2.2. Αποφάσεις εκδοθείσες κατ’ αντιμωλίαν (contradictoires)[26] [27]

17. Σύμφωνα με το γενικό ορισμό του άρθρου 467 NCPC η δικαστική απόφαση εκδίδεται κατ’ αντιμωλίαν όταν οι διάδικοι παρίστανται αυτοπροσώπως ή με πληρεξούσιο, κατά τρόπο σύμφωνο με τις διατάξεις που ισχύουν για κάθε διαδικασία. Με την ανωτέρω διατύπωση υπονοείται η βασική διάκριση που υπάρχει στη γαλλική πολιτική δικονομία μεταξύ των τακτικών και των εξειδικευμένων δικαιοδοτικών οργάνων[28]. Κατά συνέπεια, ως κανονική παράσταση ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου και του εμποροδικείου θεωρείται η παράσταση με δικηγόρο ελεύθερο επαγγελματία (avocat[29]), ενώπιον του εφετείου η παράσταση με δημόσιο λειτουργό που καλείται ΄΄avoué[30]΄΄ και ενώπιον του γαλλικού ακυρωτικού η παράσταση με δημόσιο λειτουργό που καλείται ΄΄avocat aux conseils[31]΄΄. Ενώπιον των υπολοίπων, πλην του εμποροδικείου, εξειδικευμένων δικαιοδοτικών οργάνων ο διάδικος θεωρείται ότι παρίσταται κανονικά είτε με την αυτοπρόσωπη είτε με τη δι’ αντιπροσώπου εμφάνιση του, εφόσον η παράσταση με avocat ή avoué δεν είναι υποχρεωτική.

18. Στην περίπτωση που δεν παρίσταται κανονικά ο ενάγων χωρίς να υπάρχει νόμιμη αιτία, ο εναγόμενος μπορεί να ζητήσει από το δικαστή της έκδοση κατ’ αντιμωλίαν οριστικής αποφάσεως επί της ουσίας. Παρόλα αυτά ο δικαστής μπορεί να αναβάλει την υπόθεση για μεταγενέστερη συζήτηση ή να κηρύξει ακόμη και αυτεπαγγέλτως ανίσχυρη την κλήτευσή του εναγομένου[32]. Αν κάποιος από τους διαδίκους, αφού παρεστάθη κανονικά, δεν προβαίνει εμπρόθεσμα στη κανονική εκτέλεση των πράξεων της διαδικασίας, τότε ο δικαστής εκδίδει απόφαση κατ’ αντιμωλίαν με βάση τα στοιχεία που διαθέτει, εκτός αν ο επιμελής εναγόμενος του ζητήσει να κηρύξει την κλήτευσή του ανίσχυρη. Η βασικότερη διαφορά μεταξύ των δύο περιπτώσεων είναι προφανής· στην πρώτη εξ αυτών το ανίσχυρο της κλητεύσεως μπορεί να κηρυχθεί και αυτεπαγγέλτως ενώ στη δεύτερη μόνο μετά από σχετικό αίτημα του εναγομένου. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η κήρυξη του ανισχύρου της κλητεύσεως (caducité de citation) του εναγομένου έχει σημαντικότατες συνέπειες για τον αμελή ενάγοντα, δεδομένου ότι είναι ένας από τους τρόπους εξαφανίσεως της δίκης. Από την άποψη αυτή, διαφέρει από την διαγραφή (radiation) της διαφοράς που συνεπάγεται απλώς την αναστολή της δίκης χωρίς να ακυρώνει το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο. Την τελευταία αυτή δυνατότητα της διαγραφής την έχει ο Γάλλος δικαστής στην περίπτωση που όλοι οι διάδικοι αμελούν την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους εντός των ταχθεισών προθεσμιών, οπότε, αφού τους ειδοποιήσει για τελευταία φορά, εκδίδει απόφαση διαγραφής της υποθέσεως, η οποία συνιστά μέτρο δικαστικής διαχειρίσεως και ως εκ τούτου δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα[33].

2.2.3. Αποφάσεις εκδοθείσες ερήμην (rendues par défaut)[34] [35]

19. Όπως μπορεί να συναχθεί από τα ανωτέρω, στο γαλλικό δίκαιο, η απουσία του αιτούντος δεν οδηγεί σε καμμία περίπτωση στη έκδοση ερήμην αποφάσεως. Συνεπώς, μόνο η μη παράσταση του καθ’ ου η αίτηση μπορεί να οδηγήσει στην έκδοση αποφάσεως τέτοιου είδους. Τη διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνει, άλλωστε, και το άρθρο 473 §1 NCPC, σύμφωνα με τους ορισμούς του οποίου, για να εκδοθεί ερήμην επί της ουσίας δικαστική απόφαση, θα πρέπει να ισχύουν σωρευτικά τρεις προϋποθέσεις: i) να μην έχει παρασταθεί ο εναγόμενος, ii) να πρόκειται περί αποφάσεως που εκδίδεται στον τελευταίο βαθμό δικαιοδοσίας και iii) η κλήτευση να μην έχει γίνει προσωπικά στον μη παρασταθέντα εναγόμενο. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο Γάλλος δικαστής δεν μπορεί να προχωρήσει στην έκδοση ερήμην αποφάσεως τόσο αν η κλήτευση έχει γίνει προσωπικά στον εναγόμενο, ανεξάρτητα του αν η μέλλουσα να εκδοθεί απόφαση είναι ή δεν είναι στον τελευταίο βαθμό, όσο και αν η απόφαση δεν εκδίδεται στον τελευταίο βαθμό, ανεξάρτητα του αν η κλήτευση έγινε ή δεν έγινε προσωπικά στον εναγόμενο. Στις ανωτέρω περιπτώσεις, όμως, εφόσον ο εναγόμενος δεν παρίσταται, δεν μπορεί να εκδοθεί ούτε απόφαση κατ’ αντιμωλίαν, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αρρύθμιστη ύλη μεταξύ των ερήμην και των κατ’ αντιμωλίαν δικαστικών αποφάσεων.

2.2.4. Αποφάσεις πλασματικές κατ’ αντιμωλίαν (réputées contradictoires)

20. Το κενό αυτό έρχεται να το καλύψει η έννοια της πλασματικής κατ’ αντιμωλίαν αποφάσεως που εισάγεται με το άρθρο 473 §2 NCPC. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, που έρχεται να συμπληρώσει το αμέσως προηγούμενο εδάφιο του ιδίου άρθρου, η δικαστική απόφαση εκδίδεται ως πλασματική κατ’ αντιμωλίαν είτε όταν υπόκειται σε έφεση και άρα δεν είναι στον τελευταίο βαθμό, είτε όταν η κλήτευση έγινε προσωπικά στον εναγόμενο. Ο πλασματικός χαρακτηρισμός της ως κατ’ αντιμωλίαν έγκειται στο γεγονός ότι κατά τη συζήτηση της υποθέσεως δεν παραστάθηκαν και οι δύο διάδικοι, αλλά παρόλα αυτά δεν εκδίδεται ερήμην δικαστική απόφαση στην πρώτη μεν περίπτωση διότι ο ερημοδικήσας εναγόμενος έχει ακόμη το τακτικό ένδικο μέσο της εφέσεως για να προτείνει τους ισχυρισμούς του στη δε δεύτερη διότι ο συνδυασμός της προσωπικής κλητεύσεως του εναγομένου με το γεγονός της μη παράστασής του οδηγεί το δίχως άλλο στο συμπέρασμα ότι δεν έχει κάτι αξιόλογο να αντιτάξει στους ισχυρισμούς του ενάγοντος και άρα δεν υπάρχει λόγος να επιβραδύνεται η δίκη με το ενδιάμεσο στάδιο της ανακοπής ερημοδικίας.

2.2.5. Πρακτικές συνέπειες της διακρίσεως[36] [37]

21. Όπως έχει ήδη σημειωθεί ακροθιγώς ανωτέρω, η σημαντικότερη συνέπεια του χαρακτηρισμού μιας δικαστικής αποφάσεως ως κατ’ αντιμωλίαν, πλασματικής κατ’ αντιμωλίαν ή ερήμην, αφορά την άσκηση των ενδίκων μέσων. Το άρθρο 476 NCPC ορίζει ρητά ότι οι εκδοθείσες ερήμην δικαστικές αποφάσεις μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας, εκτός αν ο νόμος αποκλείει ρητά την άσκηση του εν λόγω ενδίκου μέσου. Από την άλλη, οι εκδιδόμενες ως πλασματικές κατ’ αντιμωλίαν έχουν την ίδια μεταχείριση με τις γνήσιες κατ’ αντιμωλίαν, δεδομένου ότι το άρθρο 477 NCPC ορίζει ότι οι πρώτες υπόκεινται μόνο στα ένδικα μέσα που κατά το νόμο υπόκεινται οι δεύτερες· έτσι, αν π.χ. η πλασματική κατ’ αντιμωλία απόφαση είναι ανέκκλητη, ο ηττηθείς διάδικος μόνο με άσκηση αναιρέσεως ή αναψηλαφήσεως θα μπορεί να την προσβάλλει. Το γαλλικό δίκαιο, όμως, επισυνάπτει και μια άλλη, εξίσου σημαντική με την προηγούμενη, συνέπεια στην εξεταζόμενη διάκριση των δικαστικών αποφάσεων. Στο άρθρο 478 NCPC ορίζεται ότι οι ερήμην αποφάσεις, καθώς και αυτές που εκδόθηκαν ως πλασματικές κατ’ αντιμωλίαν με μόνη αιτιολογία ότι είναι υποκείμενες σε έφεση, πρέπει να κοινοποιηθούν στον μη παρασταθέντα εναγόμενο εντός προθεσμίας έξι μηνών από την έκδοσή τους, στην περίπτωση δε της μη εμπρόθεσμης κοινοποιήσεώς τους θεωρούνται ως μη γενόμενες, οπότε και ο αμελήσας την κοινοποίηση ενάγων θα μπορεί να επανέλθει, επαναλαμβάνοντας την αρχική κλήτευση προς τον αντίδικό του.

2.3. Οριστικές – μη οριστικές - εν μέρει οριστικές[38]

2.3.1. Κριτήριο διακρίσεως

22. Με κριτήριο την παύση εξετάσεως ενός παρεμπίπτοντος ζητήματος ή τον τερματισμό της δίκης της κύριας υποθέσεως είτε ως προς όλα είτε ως προς ορισμένα κύρια ζητήματα[39] [40], οι δικαστικές αποφάσεις διακρίνονται στη Γαλλία σε οριστικές, μη οριστικές και εν μέρει οριστικές. Η διάκριση αυτή είναι, και στο γαλλικό δίκαιο, από τις πιο σημαντικές, αν όχι η σημαντικότερη, δεδομένου ότι συνδέεται άμεσα με το παραδεκτό ασκήσεως των ενδίκων μέσων, τη δυνατότητα ανακλήσεως και τροποποιήσεως των δικαστικών αποφάσεων, τη διαδικασία της διορθώσεως και της ερμηνείας τους, καθώς και την απόκτηση της λεγόμενης ΄΄εξουσίας του δεδικασμένου΄΄ (΄΄autorité de la chose jugée΄΄). Τέλος, πριν προχωρήσει η περαιτέρω ανάπτυξη της εξεταζόμενης διακρίσεως και προς αποφυγή ορολογικής συγχύσεως, πρέπει να σημειωθεί ότι ο όρος ΄΄définitif΄΄, αν και χρησιμοποιείται στη Γαλλία για να αποδώσει ενίοτε και την έννοια της αμετάκλητης δικαστικής αποφάσεως, εντούτοις αντιστοιχεί και στην έννοια που αποδίδει στον όρο ΄΄οριστική΄΄ απόφαση[41] η ελληνική νομική ορολογία.

2.3.2. Οριστικές αποφάσεις (sur le fond [définitives])[42]

2.3.2.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

23. Με τις οριστικές αποφάσεις το δικαιοδοτικό όργανο, ενώπιον του οποίου έχει αχθεί η διαφορά, αποφαίνεται οριστικά[43] για κάποιο συγκεκριμένο ζήτημα της κύριας υποθέσεως είτε αυτό είναι κύριο είτε παρεμπίπτον. Κατά συνέπεια, οριστικές είναι τόσο οι αποφάσεις που περατώνουν συνολικά ή μερικά τη δίκη, εφόσον αποφαίνονται, αντίστοιχα, επί απάντων η ορισμένων εκ των κυρίων ζητημάτων που έχουν τεθεί στην κρίση του δικαιοδοτικού οργάνου, όσο και εκείνες που σχετίζονται με την εξέταση των παρεμπιπτόντων ζητημάτων της δίκης, όπως π.χ. αυτές που αφορούν την απόρριψη ή την αποδοχή της παρεμβάσεως, της αιτήσεως εξαιρέσεως, της ενστάσεως αναρμοδιότητας κ.ά. Αυτό, λοιπόν, που πρέπει να διευκρινιστεί είναι ότι η έννοια της οριστικής είναι ευρύτερη από την έννοια της περατούσας τη δίκη αποφάσεως, δεδομένου ότι η δικαστική απόφαση που περατώνει τη δίκη είναι πάντα και οριστική, χωρίς, όμως, να ισχύει και το αντίστροφο. Το άρθρο 480 NCPC, δίνοντας ένα γενικό ορισμό των οριστικών αποφάσεων, αναφέρει ότι η απόφαση που κρίνει στο διατακτικό της για το σύνολο ή μέρος του κύριου ζητήματος (principal), ή αποφαίνεται επί διαδικαστικών προϋποθέσεων (exceptions de procédure), ή κωλυμάτων (fins de non-recevoir) ή για κάθε άλλο παρεμπίπτον ζήτημα (incident) έχει από την έκδοσή της την εξουσία του δεδικασμένου (autorité de la chose jugée). Από τη διατύπωση αυτή είναι προφανές ότι απορρέουν δύο περαιτέρω διακρίσεις των οριστικών αποφάσεων: αφενός οι αποφαινόμενες οριστικά επί δικονομικών ή ουσιαστικών ζητημάτων και αφετέρου οι απορρίπτουσες ή οι δεχόμενες ολικά ή μερικά το τεθέν ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου αίτημα. Ειδικότερα:

2.3.2.2. Δικονομικές – ουσιαστικές (statuant sur une exception de procédure ou sur un fin de non-recevoir – tranchant le principal)

24. Το κριτήριο της υποδιακρίσεως αυτής των οριστικών αποφάσεων είναι το αντικείμενο της δικαστικής κρίσεως. Οι πρώτες (οι δικονομικές) διαπιστώνουν την ανυπαρξία του δικονομικού αντικειμένου[44] της δίκης λόγω της υπάρξεως κάποιου διαδικαστικού κωλύματος (π.χ. δεδικασμένου) ή λόγω ελλείψεως κάποιας διαδικαστικής προϋποθέσεως (π.χ. ικανότητας προς δικαστική παράσταση) και εξαιτίας αυτού του γεγονότος αρνούνται την εξέταση του ουσιαστικού αντικειμένου, ενώ οι δεύτερες (οι ουσιαστικές), κρίνοντας υπαρκτό το δικονομικό αντικείμενο, αποφαίνονται επί της ουσίας της διαφοράς[45].

2.3.2.3. Δεχόμενες – απορρίπτουσες τo αίτημα (faisant droit – non faisant droit)

25. Με κριτήριο το πόρισμα της δικαστικής διαγνώσεως, οι οριστικές αποφάσεις διακρίνονται περαιτέρω σε αυτές που δέχονται το αίτημα που υποβλήθηκε ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου που τις εξέδωσε και σε αυτές που το απορρίπτουν. Πρέπει να σημειωθεί ότι, σε συνάρτηση με την αμέσως προηγούμενη υποδιάκριση, οι δεχόμενες το αίτημα αποφάσεις θα είναι πάντοτε, κατ’ εννοιολογική αναγκαιότητα, και ουσιαστικές, ενώ αντιθέτως οι απορριπτικές μπορεί να είναι είτε δικονομικές είτε ουσιαστικές, ανάλογα με την αιτία της απορρίψεως του αιτήματος[46]. Η υποδιάκριση αυτή των οριστικών αποφάσεων, εκτός του ότι υπαγορεύεται αναγκαστικά από τη λογική, βρίσκεται διάσπαρτη σε αρκετά άρθρα του γαλλικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και, όπως θα φανεί και κατωτέρω, δεν είναι άμοιρη πρακτικών συνεπειών. Ενδεικτικά και όλως παραδειγματικά θα μπορούσαν να αναφερθούν τα άρθρα 472 §2, 496 §§1-2 NCPC (που αφορούν στην άσκηση εφέσεως κατά των προσωρινών διαταγών κατ’ αίτησιν) και 540 §5 και 591 §1 NCPC, όπου γίνεται ρητή αναφορά σε αποφάσεις δεκτικές ή απορριπτικές του υποβληθέντος αιτήματος.

2.3.2.4. Τελεσίδικες – αμετάκλητες (non susceptibles de recours suspensif - irrévocables / inattaquables / définitives)

26. Με κριτήριο το βαθμό της δικονομικής ωριμότητάς τους, οι οριστικές αποφάσεις διακρίνονται περαιτέρω σε τελεσίδικες και αμετάκλητες. Τελεσίδικες είναι οι αποφάσεις που δεν υπόκεινται σε ανασταλτικό ένδικο μέσο[47] (κυρίως, δηλαδή σε ανακοπή ερημοδικίας και σε έφεση[48]) είτε διότι είναι εξ αρχής απρόσβλητες με τα ανωτέρω ένδικα μέσα είτε διότι εξέπνευσε η προθεσμία ασκήσεώς τους, ενώ αμετάκλητες είναι οι αποφάσεις που δεν μπορούν να προσβληθούν με τα έκτακτα ένδικα μέσα, της αναψηλαφήσεως και της αναιρέσεως, ομοίως, είτε λόγω του μη επιτρεπτού της προσβολής τους με τα ένδικα αυτά μέσα είτε λόγω παρελεύσεως της προθεσμίας ασκήσεώς τους[49].

27. Πρέπει να σημειωθεί ότι στο ελληνικό δίκαιο είναι οι αμιγώς οριστικές αποφάσεις που καθίστανται συνήθως τελεσίδικες ή αμετάκλητες, δεδομένου ότι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων μόνο κατ’ αυτών επιτρέπεται η άσκηση εφέσεως[50] ή αναιρέσεως[51], αντίστοιχα. Μόνον όταν συγχωρείται η αυτοτελής άσκηση εφέσεως ή αναιρέσεως κατά των εν μέρει οριστικών αποφάσεων είναι δυνατόν να τελεσιδικήσει ή να καταστεί αμετάκλητη στην Ελλάδα μια εν μέρει δικαστική απόφαση ως προς το οριστικό της μέρος, είτε λόγω παρόδου της γνήσιας ή καταχρηστικής προθεσμία των εν λόγω ενδίκων μέσων είτε με την έκδοση της εφετειακής ή της αναιρετικής αποφάσεως επ’ αυτής. Κοντολογίς, στο ελληνικό δίκαιο δεν είναι δυνατόν να καταστεί τελεσίδικη ή αμετάκλητη μια εν μέρει οριστική απόφαση πριν από την έκδοση της αμιγώς οριστικής δικαστικής αποφάσεως, αν δεν χωρεί κατά της πρώτης αυτοτελής άσκηση εφέσεως η αναιρέσεως.

28. Τα πράγματα, όμως, είναι τελείως διαφορετικά στο γαλλικό δίκαιο. Κατά τη γαλλική ρύθμιση οι εν μέρει οριστικές αποφάσεις μπορούν να προσβληθούν τόσο με έφεση[52] όσο και με αναίρεση[53], χωρίς, όμως, η χρήση του ρήματος ΄΄μπορούν΄΄ (peuvent) να μεταφράζεται και σε αντίστοιχη ευχέρεια του ηττηθέντος διαδίκου να διαλέξει ανάμεσα στο αν θα προσβάλλει την εν μέρει οριστική απόφαση με αυτοτελές ένδικο μέσο ή μαζί με την αμιγώς οριστική απόφαση, αφού στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο οι εν μέρει οριστικές αποφάσεις μπορούν να προσβληθούν μόνο με την άσκηση ξεχωριστής εφέσεως[54] ή αναιρέσεως[55]. Με λίγα λόγια οι ενώπιον των γαλλικών πολιτικών δικαιοδοτικών οργάνων διάδικοι, όσον αφορά τις εν μέρει οριστικές αποφάσεις, δεν έχουν την επιλογή ανάμεσα στην άσκηση άμεσης εφέσεως ή αναιρέσεως και στην άσκηση των ενδίκων αυτών μέσων μαζί με την μεταγενέστερη απόφαση που θα αποφαίνεται οριστικά και για τα υπόλοιπα κεφάλαια· ο Γάλλος νομοθέτης τους περιορίζει μόνο στην πρώτη διέξοδο. Κατά συνέπεια στο γαλλικό δίκαιο είναι σύνηθες φαινόμενο η ύπαρξη τελεσίδικων ή αμετάκλητων εν μέρει οριστικών αποφάσεων.

2.3.3. Μη οριστικές αποφάσεις (avant dire droit / provisoires)

2.3.3.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

29. Όπως μπορεί να συναχθεί εξ αντιδιαστολής από την έννοια της οριστικής αποφάσεως, οι μη οριστικές αποφάσεις εκδίδονται κατά τη διάρκεια της δίκης από το δικαιοδοτικό όργανο που έχει επιληφθεί της εκάστοτε συγκεκριμένης διαφοράς και, σε αντίθεση με τις οριστικές, δεν αποφαίνονται οριστικά επί του επίδικου κύριου ζητήματος[56]. Ως μη οριστικές αποφάσεις θεωρούνται στη Γαλλία κυρίως οι αποφάσεις που αναβάλλουν την πρόοδο της εκκρεμούς δίκης, αυτές που προλειαίνουν τρόπον τινά το έδαφος για το σχηματισμό της οριστικής κρίσεως, προδικάζοντας ή όχι αυτήν την τελευταία, καθώς και αυτές που διατάσσουν κάποιο προσωρινό (ασφαλιστικό) μέτρο, σε αντίθεση με τα ισχύοντα στο ελληνικό αστικό δικονομικό δίκαιο. Πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι στη γαλλική θεωρία επικρατεί μεγάλη σύγχυση[57] ως προς τη διάκριση των μη οριστικών αποφάσεων σε avant dire droit και provisoires, για το λόγο δε αυτό κρίνεται προτιμότερο να αποδοθεί το σύνολο των μη οριστικών αποφάσεων με τον σύνθετο όρο avant dire droit / provisoires και να επιχειρηθεί στη συνέχεια μία εκ νέου και περισσότερο εύληπτη διάκρισή τους σε διατάσσουσες αποδείξεις και σε διατάσσουσες προσωρινά (ασφαλιστικά) μέτρα.

30. Μέρος της γαλλικής θεωρίας υποστηρίζει ότι οι μη οριστικές αποφάσεις ανήκουν στη διοικητική δραστηριότητα του δικαστή και, προχωρώντας ακόμη περισσότερο τις διακρίνει σε: i) πράξεις σχετικές με τη λειτουργία του δικαιοδοτικού οργάνου, ii) παρεμβάσεις του δικαιοδοτικού οργάνου για την διαπίστωση της εγκυρότητας ορισμένων ιδιωτικών ή δημοσίων εγγράφων, iii) παρεμβάσεις του δικαιοδοτικού οργάνου για την προστασία των ανικάνων και iv) μέτρα που λαμβάνονται κατά τη διάρκεια της δίκης για να διευκολύνουν την αποδεικτική διαδικασία[58]. Όμως, η άποψη αυτή είναι εσφαλμένη, διότι οι μη οριστικές δικαστικές αποφάσεις συγκεντρώνουν ένα προς ένα όλα τα στοιχεία του ορισμού της δικαιοδοτικής πράξεως που αναφέρθηκαν ανωτέρω[59], και ως εκ τούτου δεν είναι ορθό να ταυτίζονται με τα μέτρα δικαστικής διαχειρίσεως[60]. Οι μη οριστικές αποφάσεις έχουν, κατά το γαλλικό δίκαιο (art.482 NCPC), ως αντικείμενο μόνο τη διάταξη αποδείξεων ή τη λήψη προσωρινών (ασφαλιστικών) μέτρων και από την άποψη αυτή διακρίνονται έτι περαιτέρω σε προδικαστικές και σε προσωρινές. Πιο συγκεκριμένα:

2.3.3.2. Προδικαστικές αποφάσεις (ordonnant une mesure d’instruction)[61]

31. Προδικαστικές θεωρούνται εκείνες οι αποφάσεις που περιορίζονται μόνο στη διάταξη ανακριτικών μέτρων, ήτοι στη διάταξη αποδείξεων. Παλαιότερα η γαλλική θεωρία, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 452 του προϊσχύσαντος γαλλικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, διέκρινε τις αποφάσεις που διέτασσαν αποδείξεις σε προπαρασκευαστικές (préparatoires) και σε προδικαστικές ή παρεμπίπτουσες (interlocutoires) με το κριτήριο ότι οι πρώτες διέτασσαν αποδείξεις χωρίς να προδικάζουν και την οριστική επί της ουσίας κρίση του δικαιοδοτικού οργάνου, ενώ οι δεύτερες παράλληλα με τη διάταξη του ανακριτικού μέτρου άφηναν να εννοηθεί ποια θα είναι η πιθανή οριστική απόφαση[62]. Η ως άνω διάκριση είχε στο παρελθόν μεγάλη πρακτική σημασία, δεδομένου ότι οι προπαρασκευαστικές, σε αντίθεση με τις παρεμπίπτουσες, δεν μπορούσαν να προσβληθούν αυτοτελώς με ένδικο μέσο παρά μόνο μαζί με την εκδοθησομένη οριστική απόφαση. Με τη θέση, όμως, σε ισχύ του νέου γαλλικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η εν λόγω διάκριση σε προπαρασκευαστικές και παρεμπίπτουσες δεν είχε πλέον λόγο υπάρξεως, αφού το άρθρο 482 NCPC αναφέρει ρητά ότι οι εν γένει μη οριστικές αποφάσεις δεν έχουν τη λεγόμενη εξουσία του δεδικασμένου, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η άσκηση αυτοτελούς ενδίκου μέσου εναντίον τους, παρά μόνο σε όσες περιπτώσεις ορίζεται ρητά από το νόμο.

32. Όσα ελέχθησαν ανωτέρω βρίσκονται σε απόλυτη αρμονία με τις ειδικές διατάξεις περί ανακριτικών μέτρων του νέου γαλλικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, δεδομένου ότι η απόφαση που διατάσσει ανακριτικό μέτρο ή το τροποποιεί, καθώς και αυτή που αρνείται να το διατάξει ή να το τροποποιήσει δεν μπορεί, σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 150 NCPC να προσβληθεί με ανακοπή ερημοδικίας, έφεση ή αναίρεση ανεξάρτητα από την απόφαση επί της ουσίας, εκτός αν ο νόμος ορίζει άλλως[63]. Η διάταξη αυτή αποβλέπει κυρίως στην αποφυγή καθυστερήσεως της δίκης, η οποία μπορεί και να είναι πολλές φορές σκόπιμη από την πλευρά του ασκούντος ένδικο μέσο μόνο κατά της αποφάσεως που διατάσσει ανακριτικό μέτρο. Στην περίπτωση μάλιστα της μη αυτοτελούς προσβολής της με ένδικο μέσο, η προδικαστική αυτή απόφαση μπορεί να έχει τη μορφή μιας απλής αναφοράς στη δικογραφία ή στα πρακτικά[64].

2.3.3.3. Προσωρινές αποφάσεις (provisoires)[65]

33. Το άλλο είδος των μη οριστικών αποφάσεων, ήτοι οι προσωρινές, εκδίδονται ομοίως από το δικαιοδοτικό όργανο που είναι επιφορτισμένο με την εκδίκαση της κύριας υποθέσεως, όχι, όμως, για να διατάξουν κάποιο ανακριτικό μέτρο και να συμβάλουν έτσι στη διαφώτιση του δικάζοντος δικαιοδοτικού οργάνου, αλλά για να διατάξουν τη λήψη κάποιου προσωρινού (ασφαλιστικού) μέτρου που θα εξασφαλίσει στους διαδίκους ότι η αναμονή μέχρι το πέρας της δίκης θα είναι ακίνδυνη για τους ίδιους και τα συμφέροντά τους. Τέτοιου είδους αποφάσεις είναι αυτές που διορίζουν μεσεγγυούχο ή προσωρινό διαχειριστή, διατάσσουν την προκαταβολή ορισμένου ποσού ή την προσωρινή παροχή διατροφής, ρυθμίζουν την επιμέλεια των τέκνων κατά τη διάρκεια της δίκης διαζυγίου, αποδίδουν σε μια πρωτόδικη απόφαση προσωρινή εκτελεστότητα κ.ά.[66]. Το είδος αυτό των αποφάσεων αντιστοιχεί στο ελληνικό δίκαιο με τις αποφάσεις λήψεως γνήσιων και μη γνήσιων ασφαλιστικών μέτρων είτε από το δικαιοδοτικό όργανο που δικάζει την κύρια υπόθεση κατ’ άρθρα 686 §5 και 697 ΚΠολΔ είτε από ανεξάρτητο με την κύρια υπόθεση τρίτο δικαστή. Σημειώνεται, πάντως, ότι οι αποφάσεις αυτού του είδους, ενώ στην ελληνική πολιτική δικονομία θεωρούνται οριστικές, δεδομένου ότι αποφαίνονται οριστικώς επί της υποβληθείσης αιτήσεως, κατάταξη που είναι κατά πολύ συνεπέστερη με το προαναφερόμενο κριτήριο της υπό εξέταση διακρίσεως, στη Γαλλία κατατάσσονται στις μη οριστικές, αφού οι Γάλλοι χαρακτηρίζουν ως οριστικές μόνο εκείνες τις αποφάσεις που ασχολούνται και κρίνουν επί της κυρίας υποθέσεως (principal).

2.3.3.4. Οι προσωρινές διαταγές επ’ αναφορά (ordonnances de référé)[67]

34. Τόσο οι προσωρινές διαταγές επ’ αναφορά όσο και οι εκδιδόμενες κατ’ αίτησιν, που εξετάζονται αμέσως παρακάτω, είναι προσωρινές μη οριστικές δικαστικές αποφάσεις που διατάσσουν προσωρινά (ασφαλιστικά) μέτρα. Οι διαταγές αυτές εκδίδονται πριν από την έναρξη της κύριας δίκης από άλλον ανεξάρτητο με τη κύρια υπόθεση δικαστή, ο οποίος ως εκ τούτου ενεργεί, όπως ο Έλληνας δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων στην περίπτωση που τα τελευταία αυτά μέτρα δεν διατάσσονται από το δικαιοδοτικό όργανο της κύριας υποθέσεως. Η έκδοση προσωρινής διαταγής επ’ αναφορά προϋποθέτει την κατάθεση σχετικής αιτήσεως και κοινοποίησή της στον καθ’ ου αυτή στρέφεται· κατά συνέπεια η απόφαση – διαταγή που πρόκειται να εκδοθεί επί της κατατεθείσας αιτήσεως θα είναι κατά κανόνα κατ’ αντιμωλίαν. Η κρίση που περιέχουν οι εν λόγω διαταγές είναι προσωρινή με το δεδομένο ότι διατάσσουν μέτρα που σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν τον αιτούντα στα πλαίσια μιας μελλοντικής ή εκκρεμούς κύριας δίκης και κυρίως διότι δεν δεσμεύουν σε καμμία περίπτωση το δικαστή της κύριας υποθέσεως[68]. Εξάλλου, οι προσωρινές διαταγές επ’ αναφορά ως προσωρινές δικαστικές αποφάσεις δεν έχουν την εξουσία του δεδικασμένου και για το λόγο αυτόν μπορούν να τροποποιηθούν ή να ανακληθούν μόνο αν έχει μεσολαβήσει μεταβολή των πραγμάτων[69]. Οι σημαντικότερες αποκλίσεις από τις γενικότερες διατάξεις του γαλλικού αστικού δικονομικού δικαίου σχετικά με τις προσωρινές διαταγές επ’ αναφορά είναι ότι δεν προσβάλλονται με ανακοπή ερημοδικίας, αν εκδοθούν ερήμην[70], και ότι, αν και θεωρούνται μη οριστικές αποφάσεις, μπορούν να προσβληθούν με έφεση εντός προθεσμίας δεκαπέντε [15] ημερών από την κοινοποίησή τους στον αντίδικο, εκτός αν προέρχονται από τον πρόεδρο εφετών[71].

35. Στο ελληνικό δίκαιο η ρύθμιση των προσωρινών διαταγών επ’ αναφορά θα μπορούσε να συγκριθεί με τις αιτήσεις των διαδίκων για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων ή με αυτές που δικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, όπως είναι ενδεικτικά οι αναφερόμενες στα άρθρα 565 §2, 632 §2, 912, 938 ΚΠολΔ. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις ο οφειλέτης ζητά την αναστολή της εκτελεστότητας του τίτλου ή της αρξαμένης εκτελεστικής διαδικασίας με αίτησή του που κατατίθεται στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο και κοινοποιείται στον αντίδικό του. Η απόφαση που εκδίδεται είναι στις περιπτώσεις αυτές προσωρινή, είτε διατάσσει είτε απορρίπτει την αναστολή, και δεν παράγει δεδικασμένο. Νέα αίτηση, όμως, περί τροποποιήσεως ή ανακλήσεως της ήδη εκδοθείσης αποφάσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτη αν δεν βασίζεται στην επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών (μεταβολή των πραγμάτων)[72].

2.3.3.5. Οι προσωρινές διαταγές κατ’ αίτησιν (ordonnances sur requête)[73]

36. Οι προσωρινές διαταγές κατ’ αίτησιν είναι επίσης προσωρινές δικαστικές αποφάσεις που έχουν ως κύριο σκοπό την εξασφάλιση των συμφερόντων του αιτούντος, διαφέρουν, όμως, από τις διαταγές επ’ αναφορά αφενός κατά ότι μπορούν να εκδοθούν ακόμη και αν έχει επιληφθεί της υποθέσεως το δικαιοδοτικό όργανο της ουσίας και αφετέρου κατά το ότι ο αιτών δεν έχει υποχρέωση να κοινοποιήσει την αίτησή του στον καθ’ ου αυτή στρέφεται[74]. Κατά συνέπεια, η όλη διαδικασία από την κατάθεση της αιτήσεως μέχρι την έκδοση της διαταγής κατ’ αίτησιν γίνεται εν αγνοία του καθ’ ου, ακριβώς διότι ο σκοπός της εξεταζόμενης ρυθμίσεως είναι η εξασφάλιση των συμφερόντων του αιτούντος δίχως να ειδοποιηθεί ο αντίδικος και να λάβει έτσι μέτρα που θα μπορούσαν να ματαιώσουν στην πράξη την ζητούμενη εξασφάλιση. Στη γαλλική νομική πρακτική με το μέσο της διαταγής κατ’ αίτησιν ζητείται συνήθως η συντηρητική (saisie conservatoire) ή η κατάσχεση εις χείρας τρίτου (saisie arrêt), χωρίς να αποκλείεται να υποβληθούν και άλλου είδους αιτήματα δεδομένης της γενικής διατυπώσεως των σχετικών άρθρων του γαλλικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

37. Σχετικά με την άσκηση ενδίκων μέσων, αν η διαταγή κατ’ αίτησιν είναι απορριπτική του αιτήματος, τότε ο αιτών μπορεί, εντός προθεσμίας δεκαπέντε [15] ημερών από την έκδοσή της, να ασκήσει κατ’ αυτής έφεση, η οποία δικάζεται κατά τις διατάξεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, εκτός αν η διαταγή προέρχεται από τον πρόεδρο εφετών[75]. Στην περίπτωση που η διαταγή κατ’ αίτησιν δέχεται το αίτημα (π.χ. την κατάσχεση εις χείρας τρίτου), τότε ο οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, και όχι μόνο ο καθ’ ου η αίτηση, μπορεί να ζητήσει την έκδοση διαταγής επ’ αναφορά[76] κατά τα αναφερόμενα στις προηγούμενες παραγράφους, οπότε και θα συζητηθεί πλέον το αίτημα του αντιδίκου του κατ’ αντιμωλίαν.

2.3.4. Εν μέρει οριστικές αποφάσεις (mixtes)[77]

38. Εκτός, όμως από τις αμιγώς οριστικές ή μη οριστικές αποφάσεις, είναι πολύ συχνή στην πράξη η έκδοση αποφάσεων που περιέχουν και οριστικές και μη οριστικές διατάξεις· πρόκειται για τις λεγόμενες εν μέρει οριστικές ή, σύμφωνα με τη γαλλική ορολογία, μεικτές (mixtes) δικαστικές αποφάσεις[78]. Στο είδος αυτό ανήκουν οι αποφάσεις που τερματίζουν τη δίκη ως προς ένα παρεμπίπτον ζήτημα ή ως προς ένα από τα περισσότερα κύρια ζητήματα και ταυτόχρονα είτε διατάσσουν αποδείξεις είτε κάποιο προσωρινό μέτρο[79]. Έτσι, εν μέρει οριστική είναι π.χ. η απόφαση η οποία επί αγωγής διανομής ακινήτου δέχεται το αίτημα της διανομής και καθορίζει τα ποσοστά συγκυριότητας, αλλά παράλληλα διατάσσει πραγματογνωμοσύνη ως το είδος της διανομής (αυτούσια, δια πλειστηριασμού, με συνδυασμό και των δύο).[80]

2.3.5. Πρακτικές συνέπειες της διακρίσεως

39. Η διάκριση των δικαστικών αποφάσεων σε οριστικές, μη οριστικές και εν μέρει οριστικές αντλεί τη μεγάλη της σημασία κυρίως από το γεγονός ότι συνδέεται με μια σειρά συνεπειών σε πρακτικό επίπεδο. Κατ’ αρχάς οι οριστικές αποφάσεις εξοπλίζονται στο γαλλικό δίκαιο με την εξουσία του δεδικασμένου και απεκδύουν το δικαιοδοτικό όργανο από την αρμοδιότητα του να επιληφθεί ξανά των ζητημάτων που κρίθηκαν οριστικά[81]. Αυτό, βέβαια, ισχύει και για τις οριστικές διατάξεις των εν μέρει οριστικών αποφάσεων. Αντιθέτως, οι μη οριστικές αποφάσεις δεν διαθέτουν την εξουσία του δεδικασμένου και κυριότερα δεν αποδεσμεύουν το δικαιοδοτικό όργανο από την υποχρέωσή του να κρίνει επί της ζητούμενης δικαστικής προστασίας.[82] Το ζήτημα του δεδικασμένου και της απεκδύσεως του δικαστή από την εξουσία του προς λύση της διαφοράς συναρτάται άμεσα με το γεγονός ότι οι μη οριστικές προδικαστικές αποφάσεις δεν δεσμεύουν το δικαστή που τις εξέδωσε. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι ο δικαστής που προχώρησε στην έκδοση μιας προδικαστικής αποφάσεως περί διενέργειας πραγματογνωμοσύνης π.χ. μπορεί να την αγνοήσει και να προχωρήσει στην έκδοση της οριστικής αποφάσεως πριν από το πέρας των διαταχθεισών αποδείξεων, αλλά έχει την έννοια ότι ο δικαστής, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος του διαταχθέντος μέτρου, μπορεί να κρίνει οριστικά ακόμη και κατά τρόπο αντίθετο από το πόρισμα στο οποίο κατέληξε το διαταχθέν ανακριτικό μέτρο, στηριζόμενος για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως σε άλλα στοιχεία[83]. Επιπλέον, το ζήτημα του δεδικασμένου συνδέεται και με τη δυνατότητα της ανακλήσεως των εκδοθεισών δικαστικών αποφάσεων. Έτσι, οι οριστικές αποφάσεις δεν μπορούν και στο γαλλικό δίκαιο να ανακληθούν μετά τη δημοσίευσή τους[84], ενώ οι μη οριστικές αποφάσεις ανακαλούνται ελεύθερα μέχρι του χρονικού σημείου που δεν μπορούν πλέον να προσβληθούν με ένδικα μέσα, σε όσες περιπτώσεις αυτό επιτρέπεται, δεδομένου ότι οι μη οριστικές δικαστικές αποφάσεις κατά κανόνα δεν προσβάλλονται αυτοτελώς με ένδικα μέσα πριν από την έκδοση της αμιγώς οριστικής αποφάσεως, σε αντίθεση με τις οριστικές και τις εν μέρει οριστικές κατά των οποίων είναι δυνατή η άσκηση ενδίκων μέσων (ιδία της εφέσεως και της αναιρέσεως).

2.4. Εκδοθείσες σε πρώτο βαθμό – σε τελευταίο βαθμό (rendues en premier ressort – rendues en dernier ressort)

40. Με κριτήριο τη δυνατότητα προσβολής τους με το τακτικό ένδικο μέσο της εφέσεως, οι δικαστικές αποφάσεις διακρίνονται σε εκδοθείσες σε πρώτο βαθμό και σε εκδοθείσες σε τελευταίο βαθμό. Οι εκδοθείσες σε πρώτο βαθμό είναι κατά κανόνα οι δικαστικές αποφάσεις (οριστικές και σπανιότερα μη οριστικές) των πρωτοβάθμιων δικαιοδοτικών οργάνων, οι οποίες υπόκεινται σε έφεση. Αντιθέτως, οι εκδοθείσες σε τελευταίο βαθμό είναι πάντοτε ανέκκλητες και διακρίνονται περαιτέρω σε δικαστικές αποφάσεις ανεκκλήτως εκδοθείσες σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, εάν, καίτοι εκδοθείσες από πρωτοβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο, δεν υπόκεινται εξαρχής σε έφεση, και σε ανεκκλήτως εκδοθείσες επί εφέσεως, οι οποίες ως αποφάσεις του εφετείου δεν είναι δυνατόν να εφεσιβληθούν εκ νέου. Η πρακτική σημασία της διάκρισής αυτής είναι προφανές ότι απορρέει από μόνο το κριτήριο επί του οποίου εδράζεται, ήτοι η δυνατότητα της ασκήσεως εφέσεως[85].

2.5. Αμφισβητούμενης – εκούσιας δικαιοδοσίας (de matière contentieuse – de matière gracieuse)

41. Με κριτήριο το αν εκδίδονται στα πλαίσια της αμφισβητούμενης ή της εκούσιας δικαιοδοσίας, οι δικαστικές αποφάσεις διακρίνονται αναλόγως[86]. Κατά συνέπεια, για να γίνει πλήρως κατανοητή η εν λόγω διαφοροποίηση των δικαστικών αποφάσεων, η οποία, αν και δεν καταγράφεται συστηματικά σε κάποιο συγκεκριμένο άρθρο του γαλλικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, συνδέεται με αρκετές συνέπειες σε πρακτικό επίπεδο, είναι απαραίτητη μια σύντομη επισκόπηση των εννοιών της αμφισβητούμενης και της εκούσιας δικαιοδοσίας στο γαλλικό δίκαιο. Συγκεκριμένα:

42. Η αμφισβητούμενη δικαιοδοσία είναι η εξουσία των δικαιοδοτικών οργάνων να λύνουν, σύμφωνα με το εκάστοτε ισχύον δίκαιο, τις διαφορές, που άγονται ενώπιον τους και υποβάλλονται στην κρίση τους. Κατά συνέπεια η αμφισβητούμενη δικαιοδοσία προϋποθέτει την ύπαρξη διαφοράς με τη μορφή της προσβολής ενός ιδιωτικού δικαιώματος και ως εκ τούτου ανωμαλία δικαίου που να αναφέρεται στις σχέσεις τουλάχιστον δύο προσώπων και συνίσταται στη λύση των ιδιωτικού δικαίου διαφορών[87]. Έτσι, ο ρόλος του δικάζοντος δικαστή στα πλαίσια της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας συνίσταται στην εξακρίβωση, μέσω των κανόνων αποδείξεως, των πραγματικών περιστατικών, προκειμένου να εντοπίσει τον εφαρμοστέο σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση κανόνα δικαίου και βάσει της εφαρμογής αυτής να καθορίσει τα δικαιώματα κάθε διαδίκου[88]. Ο ανωτέρω ρόλος του εν αμφισβητουμένη δικαιοδοσία κρίνοντος δικαιοδοτικού οργάνου πραγματοποιείται κατ’ εξοχήν με την έκδοση δικαστικής αποφάσεως επί των υποβληθέντων αιτημάτων, η απόφαση δε αυτή χαρακτηρίζεται ως απόφαση αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας.

43. Η εκούσια δικαιοδοσία, αντιθέτως, δεν σχετίζεται με την επίλυση ιδιωτικών διαφορών, αλλά συνίσταται στην απονεμόμενη από το νόμο εξουσία προς τα τακτικά πολιτικά δικαιοδοτικά όργανα για την παροχή ένδικης προστασίας με σκοπό την κατοχύρωση ή την προστασία ιδιωτικών συμφερόντων[89]. Στη γαλλική θεωρία υποστηρίζεται σθεναρά η άποψη ότι οι πράξεις που σχετίζονται με την ύλη της εκούσιας δικαιοδοσίας δεν έχουν χαρακτήρα δικαιοδοτικό αλλά διοικητικό, αποτελούν, δηλαδή, διοικητικές ενέργειες που έχουν ανατεθεί στα δικαστικά και όχι σε διοικητικά όργανα, διότι οι δικαστές λόγω των γνώσεων και της πείρας τους είναι καταλληλότεροι να κατοχυρώσουν ή να προστατεύσουν τα ιδιωτικά συμφέροντα των διοικουμένων μέσω της εφαρμογής κανόνων του ιδιωτικού δικαίου[90]. Υποστηρίζεται, πάντως, ότι οι αποφάσεις που εκδίδονται στα πλαίσια της εκούσιας δικαιοδοσίας[91] δεν πληρούν όλες τις προϋποθέσεις της έννοιας της δικαστικής αποφάσεως κατά τα ανωτέρω[92], και για το λόγο αυτόν αποτελούν υβριδική μορφή δικαστικής αποφάσεως και διοικητικής πράξεως, δεδομένου ότι, αν και δεν επιλύουν ιδιωτικές διαφορές, προστατεύουν εντούτοις, κατόπιν σχετικής αιτήσεως των διοικουμένων, ιδιωτικά συμφέροντα μέσω της εφαρμογής κανόνων ιδιωτικού δικαίου.

44. Η διάκριση, κατά τα ανωτέρω, των δικαστικών αποφάσεων σε αμφισβητούμενης και εκούσιας δικαιοδοσίας, συνδέεται στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο με μια σειρά συνεπειών με κυριότερες τις εξής: i) στην αμφισβητούμενη δικαιοδοσία οι αποφάσεις εκδίδονται σε δημόσια συνεδρίαση, ενώ στην εκούσια εκτός της παρουσίας του κοινού, υπό την επιφύλαξη, όμως, των ειδικών διαδικασιών (art.451 NCPC), ii) η προθεσμία για την άσκηση τακτικού ενδίκου μέσου κατά αποφάσεων αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας είναι ένας [1] μήνας, ενώ για τις αντίστοιχες της εκούσιας δεκαπέντε [15] ημέρες (art.538 NCPC), iii) τα πρόσωπα στα οποία κοινοποιήθηκε η απόφαση εκούσιας δικαιοδοσίας αποκτούν αυτόματα τη δυνατότητα να την εφεσιβάλουν (art.456 NCPC), ενώ, συνακόλουθα, τα πρόσωπα στα οποία δεν κοινοποιήθηκε μπορούν να ασκήσουν τριτανακοπή κατ’ αυτής (art. 583 NCPC), iv) η έφεση κατά αποφάσεως αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας πρέπει να απευθύνεται κατά των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης, ενώ η έφεση κατά αποφάσεως εκούσιας δικαιοδοσίας γίνεται δεκτή ακόμη και απουσία άλλων διαδίκων (art.547 NCPC), με το ίδιο να ισχύει και για την αναίρεση (art. 610 NCPC).[93]

2.6. Πιστοποιούσες διαδικαστικές πράξεις – διαδικαστικές συμβάσεις

45. Με κριτήριο το αν ο δικαστής, με την απόφαση που εκδίδει, πιστοποιεί μονομερείς δηλώσεις των διαδίκων ή μεταξύ τους συμφωνίες, οι δικαστικές αποφάσεις διακρίνονται αντίστοιχα σε αυτές που πιστοποιούν διαδικαστικές πράξεις και σε διαδικαστικές ή δικαστικές συμβάσεις. Στην πρώτη των αναφερομένων περιπτώσεων κάποιος εκ των διαδίκων είναι δυνατόν να προβεί ενώπιον του δικάζοντος δικαιοδοτικού οργάνου σε δηλώσεις που μπορεί να παραγάγουν έννομες συνέπειες, όπως π.χ. σε συναίνεση, ομολογία κ.ά., οπότε ο αντίδικός του μπορεί να ζητήσει από το δικαιοδοτικό όργανο την πιστοποίηση των δηλώσεων που ευνοούν τα συμφέροντά του με την έκδοση σχετικής δικαστικής αποφάσεως[94].

46. Διάφορη από την προαναφερόμενη περίπτωση είναι η πιστοποίηση με δικαστική απόφαση συμφωνιών των διαδίκων που λαμβάνουν χώρα ενώπιον του δικάζοντος δικαιοδοτικού οργάνου περί ολική ή μερικής λύσεως της μεταξύ τους διαφοράς (ουσιαστικές διαδικαστικές συμβάσεις, όπως π.χ. συμβιβασμός, αποδοχή κλπ.) ή περί ζητημάτων σχετικών με την πορεία της δίκης (δικονομικές διαδικαστικές συμβάσεις, όπως π.χ. παρέκταση αρμοδιότητας, παραίτηση από τα ένδικα μέσα κλπ.). Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για διαδικαστικές συμβάσεις, δηλαδή για πράξεις συμβατικές κατ’ ουσίαν, αλλά διαδικαστικές κατά τύπον. Λόγω της διττής τους αυτής φύσεως, για να είναι έγκυρες οι διαδικαστικές συμβάσεις, αφενός μεν θα πρέπει να πληρούνται όλοι οι όροι που θέτει το αστικό ουσιαστικό δίκαιο, ήτοι ο διάδικοι να ήταν ικανοί προς δικαιοπραξία γενικώς ή ειδικώς ως προς το είδος της επιχειρούμενης συμβάσεως, να είχαν εξουσία διαθέσεως, την προσφορά του ενός διαδίκου να την ακολούθησε η αποδοχή του αντιδίκου του κ.ο.κ., αφετέρου δε η απόφαση θα πρέπει να εκδίδεται κατά τήρηση των όρων του αστικού δικονομικού δικαίου, ήτοι να είναι χρονολογημένη και υπογεγραμμένη, ο δικαστής που την εξέδωσε να είναι καθ’ ύλην αρμόδιος, κ.ο.κ.[95]

47. Οι διαδικαστικές συμβάσεις θα πρέπει να διακρίνονται από συγγενή νομικά φαινόμενα, όπως από τις συμφωνίες των διαδίκων που προηγούνται της δίκης με σκοπό την πρόκληση μιας πλασματικής διαφοράς ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου, οι οποίες εξετάζονται στην αμέσως επόμενη υποενότητα, καθώς και από την ομολογία, η οποία κατά το γαλλικό δίκαιο δεν θεωρείται σύμβαση, αλλά μονομερής δικαιοπραξία[96]. Δυσχερέστερη είναι, όμως, η αντιμετώπιση του ζητήματος της εντάξεως του επακτού όρκου στην έννοια των διαδικαστικών συμβάσεων. Πάντως, κατά την κρατούσα στη γαλλική θεωρία και νομολογία γνώμη, ο επακτός όρκος συνιστά μεταβιβαστική σύμβαση[97] με την οποία ο ένας διάδικος προσφέρεται να παραιτηθεί από κάποιον ισχυρισμό του, αν ο αντίδικός του συμφωνήσει να βεβαιώσει ενόρκως ότι το κρίσιμο γεγονός επί του οποίου στηρίζεται ο εν λόγω ισχυρισμός είναι ανακριβές.[98]

48. Τέλος, το γεγονός ότι η δικαστική απόφαση – διαδικαστική σύμβαση είναι δικαστικής φύσεως μόνο κατά τύπον, έχει ορισμένες ανακλαστικές συνέπειες ως προς τα αποτελέσματά της. Έτσι, i) ως σύμβαση (διαδικαστική) δημιουργεί υποχρεώσεις μόνο μεταξύ των διαδίκων και δεν δεσμεύει τους τρίτους μη συμβαλλομένους, για το λόγο δε αυτό δεν μπορεί να γίνει λόγος περί δεδικασμένου σε τέτοιου είδους αποφάσεις, ii) παρά την έλλειψη, όμως, τόσο της εξουσίας (autorité de la chose jugée) όσο και της ισχύος (force de la chose jugée) του δεδικασμένου[99] αποτελεί εκτελεστό τίτλο με το δεδομένο ότι η συμφωνία των διαδίκων έχει πιστοποιηθεί με τον τύπο του δημοσίου εγγράφου. Παρόλ’ αυτά iii) αμφισβητείται αν μια τέτοιου είδους δικαστική απόφαση αποτελεί έγκυρο τίτλο προς εγγραφή υποθήκης[100], ενώ iv) δεν υπόκειται στα ένδικα μέσα που προβλέπει το αστικό δικονομικό δίκαιο, αλλά σε αγωγή ακυρώσεως κατά τους ορισμούς του αστικού ουσιαστικού δικαίου.

2.7. Κανονικές - κατ’ επίφασιν (ordinaires – d’expédient / convenues / d’accord)[101] [102]

49. Με κριτήριο την πραγματική ή εικονική αντιδικία των διαδίκων ενώπιον του δικάζοντος δικαιοδοτικού οργάνου, οι δικαστικές αποφάσεις διακρίνονται, αντίστοιχα, σε κανονικές και σε κατ’ επίφασιν ή εικονικές. Για τις κανονικές αποφάσεις δεν υπάρχουν και πολλά για να ειπωθούν, δεδομένου ότι αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των εκδιδομένων δικαστικών αποφάσεων, αφού λύνουν κατόπιν πραγματικής αντιδικίας δύο τουλάχιστον διαδίκων μια διαφορά ιδιωτικού δικαίου. Αντιθέτως, περισσότερα πρέπει να λεχθούν για την εξαιρετική εκείνη περίπτωση που δύο πρόσωπα δημιουργούν τεχνητά μια αντιδικία μεταξύ τους, προκειμένου να την αγάγουν ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων και να δημιουργήσουν ή να αποφύγουν με την έκδοση δικαστικής αποφάσεως μια κατάσταση που δεν ήταν δυνατόν να δημιουργηθεί ή να αποφευχθεί διαφορετικά.

50. Πιο συγκεκριμένα, η κατ’ επίφασιν απόφαση μπορεί να εκδοθεί επί περιπτώσεων στις οποίες θα μπορούσε να είχε εκδοθεί και απόφαση – διαδικαστική σύμβαση, όμως, μεταξύ των δύο αυτών ειδών αποφάσεων υπάρχει η εξής ουσιώδης διαφορά: με τις κατ’ επίφασιν δικαστικές αποφάσεις ο δικαστής αποφαίνεται αιτιολογημένα επί των έστω εικονικών αιτημάτων, αναγνωρίζοντας δικαιώματα και υποχρεώσεις των διαδίκων, πράγμα που δεν συμβαίνει με τις διαδικαστικές συμβάσεις με τις οποίες απλώς πιστοποιείται η ενώπιον του δικάζοντος δικαστή συναπτόμενη συμφωνία των διαδίκων με τους όρους, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που θέτουν οι τελευταίοι. Για το λόγο, άλλωστε, αυτόν οι κατ’ επίφασιν δικαστικές αποφάσεις, σε αντίθεση με τις διαδικαστικές συμβάσεις, θεωρούνται αποφάσεις της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας που διαθέτουν δεδικασμένο, αποτελούν τίτλο προς εγγραφή υποθήκης και υπόκεινται στα ένδικα μέσα του αστικού δικονομικού δικαίου και όχι σε αγωγή ακυρώσεως.

51. Για να γίνει καλύτερα κατανοητή η περίπτωση των κατ’ επίφασιν δικαστικών αποφάσεων, θα μπορούσαν να παραλληλιστούν στο ελληνικό δίκαιο με την πρακτική που επικρατούσε προ της θεσμοθετήσεως του συναινετικού διαζυγίου, όταν οι σύζυγοι που επιθυμούσαν από κοινού να χωρίσουν προκαλούσαν εικονική δίκη μεταξύ τους προκειμένου να αποσπάσουν κατ’ αντιδικία μια δικαστική απόφαση που θα απήγγελλε τη λύση του γάμου τους[103]. Από αυτό το παράδειγμα, όμως, του ελληνικού δικαίου, θα μπορούσε κανείς εύλογα να διερωτηθεί κατά πόσο μια τέτοια πρακτική και συμπεριφορά των διαδίκων είναι σύμφωνη, τουλάχιστον, με το ελληνικό δίκαιο. Η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα συναρτάται άμεσα με το σκοπό που υπηρετεί στην ελληνική έννομη τάξη η δικαστική λειτουργία και κατ’ επέκταση οι δικαστικοί λειτουργοί. Όπως θα αναφερθεί εκτενέστερα και στην επόμενη υποενότητα, σκοπός της δικαστικής λειτουργίας, στην πολιτική της έκφανση, είναι η επίλυση νομικών ζητημάτων με ισχύ δεδικασμένου μέσω της αναγνωρίσεως των ιδιωτικών δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των διαδίκων και όχι η χορήγηση της αυθεντικότητας του δημοσίου εγγράφου και της εκτελεστότητας σε συμφωνίες ιδιωτικού δικαίου (ενέργεια που εντάσσεται, άλλωστε, στην αρμοδιότητα των συμβολαιογράφων και όχι των δικαστών) ούτε πολύ περισσότερο η καταστρατήγηση των νόμων με παρέμβαση στο έργο της νομοθετικής λειτουργίας (εδώ εντάσσεται η περίπτωση του εικονικού κατ’ αντιδικίαν διαζυγίου πριν τη θεσμοθέτηση του συναινετικού).

52. Κατά συνέπεια, οι διάδικοι που προκαλούν εικονική αντιδικία ασκούν το συνταγματικά κατοχυρωμένο ατομικό τους δικαίωμα για την παροχή δικαστικής προστασίας κατ’ άρθρο 20 §1 Σ, χωρίς μεν να παραβιάζουν κάποιον κανόνα δικαίου, αλλά για σκοπό διαφορετικό από τον προβλεπόμενο στο νόμο. Όταν, όμως, ο σκοπός της απονεμητικής του δικαιώματος διατάξεως (επίλυση ιδιωτικών διαφορών, άρθ.20 §1 Σ) βρίσκεται σε διάσταση από το συγκεκριμένο σκοπό που επιδιώκεται με την άσκησή του (εκτελεστότητα σε συμφωνίες ιδιωτικού δικαίου, συναινετικό διαζύγιο), τότε από το ρήγμα της διαστάσεως αυτής «αναβλύζει» η καταχρηστικότητα της ασκήσεώς του δικαιώματος. Ως εκ τούτου η επιδίωξη εκδόσεως εικονικής δικαστικής αποφάσεως συνιστά καταχρηστική και συνακόλουθα αντισυνταγματική, (άρθρο 25 Σ) και μη ανεκτή από την ελληνική έννομη τάξη, άσκηση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας.[104]

2.8. Βεβαιωτικές – διαπλαστικές (déclaratives – constitutives)

53. Καμμία από τις διακρίσεις των δικαστικών αποφάσεων που εξετάστηκαν ανωτέρω δεν έχει προκαλέσει τόση συζήτηση και προβληματισμό τόσο στην ελληνική όσο και στη γαλλική θεωρία, σε σημείο που άλλοι να αρνούνται την ύπαρξη τέτοιας διακρίσεως και να δέχονται μόνο την ύπαρξη αναγνωριστικών δικαστικών αποφάσεων, άλλοι να την υιοθετούν πλήρως και άλλοι να προτείνουν είτε διαφορετικά κριτήρια διακρίσεως είτε διαφορετική ορολογία. Πάντως, σε όποια άποψη και αν προσχωρήσει κανείς, θα πρέπει εξαρχής να σημειωθεί ότι η εξεταζόμενη διάκριση είναι γνήσιο θεωρητικό κατασκεύασμα, που μάλλον δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα διατείνεται ότι επιδιώκει να λύσει, έχοντας, ωστόσο, ως σημαντικότερο πλεονέκτημα την πρόκληση και τη διατήρηση του επιστημονικού διαλόγου γύρω από τα θεμελιώδη ζητήματα της νομικής φύσεως της δικαστικής αποφάσεως και της διακρίσεως των λειτουργιών.

54. Σύμφωνα με τη λεγόμενη κλασσική και κρατούσα στην ελληνική θεωρία γνώμη, υπάρχουν τρία είδη αγωγών, ήτοι οι αναγνωριστικές, με τις οποίες ζητείται η απλή αυθεντική διάγνωση της νομικής καταστάσεως (ή, κατά το συνήθως λεγόμενο, η φωτογραφία της έννομης σχέσεως), οι καταψηφιστικές, με τις οποίες επιδιώκεται η δημιουργία εκτελεστού τίτλου μέσω της διαγνώσεως της νομικής καταστάσεως, και οι διαπλαστικές, με τις οποίες ζητείται η σύσταση, μεταβολή ή κατάλυση μιας έννομης σχέσεως, εφόσον ο δικαστής διαγνώσει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τάσσει ο νόμος για να επέλθει η αιτούμενη διάπλαση. Στα τρία αυτά είδη αγωγών και με τα ίδια κριτήρια η ίδια κρατούσα γνώμη διακρίνει τις δικαστικές αποφάσεις, ομοίως, σε αναγνωριστικές, καταψηφιστικές και διαπλαστικές.

55. Στη γαλλική θεωρία[105] η κλασσική διάκριση δεν είναι τριπλή, αλλά διπλή, γεγονός που είναι από μόνο του ικανό να καταδείξει τη σχετικότητα της διακρίσεως αυτής και να φυτέψει το σπόρο της αμφιβολίας για το αν εν τοις πράγμασι υπάρχει μια τέτοια διάκριση. Η γαλλική θεωρία διακρίνει, λοιπόν, τις αποφάσεις σε βεβαιωτικές (déclaratives), με τις οποίες διαγιγνώσκονται προϋπάρχοντα δικαιώματα, δίχως την αλλαγή ή τη μεταρρύθμισή τους και σε διαπλαστικές (constitutives), με τις οποίες, διαγνωσθεισών των προϋποθέσεων που τάσσει ο νόμος, δημιουργείται μια νέα νομική κατάσταση.[106] Προτάθηκε δε και ένα ακόμη είδος στη διάκριση αυτή, οι λεγόμενες déclaratoires, οι οποίες διακρίθηκαν από τις déclaratives ως προς το ότι δεν περιέχουν καταδίκη· ως εκ τούτου ο όρος déclaratoires αντιστοιχεί στην έννοια που η ελληνική θεωρία επισυνάπτει στην αναγνωριστική απόφαση.

56. Στον αντίποδα της κλασσικής θεωρίας υπάρχει η άποψη που υποστηρίζει ότι τέτοια διάκριση δεν υφίσταται, δεδομένου ότι όλες οι αγωγές αλλά και όλες οι δικαστικές αποφάσεις είναι στην ουσία τους αναγνωριστικές, με την έννοια ότι οι τελευταίες προβαίνουν στη διάγνωση της υπάρξεως της έννομης σχέσεως και πληρούν έτσι μια προϋπόθεση του παραδεκτού ενός κανόνα δικαίου, ενεργοποιώντας κατά τον τρόπο αυτόν τις έννομες συνέπειες του κανόνα αυτού. Η άποψη αυτή υποστηρίζει ότι η διάγνωση αυτή του δικαστή είτε ενεργοποιεί την εκτελεστική διαδικασία πληρώντας το πραγματικό των άρθρων 17 §1 Σ και 904 επ. ΚΠολΔ (εδώ θα εντάσσονταν οι καταψηφιστικές αποφάσεις της κλασσικής διακρίσεως), είτε επιφέρει τις νομικές μεταβολές που συγκεκριμένος κανόνας δικαίου επισυνάπτει στη δικαστική αυτή διάγνωση (εδώ θα εντάσσονταν οι διαπλαστικές αποφάσεις της κλασσικής διακρίσεως). Μάλιστα για να ενδυναμώσουν τα επιχειρήματά τους, οι προσχωρούντες στην άποψη αυτή υποστηρίζουν ότι βάσει του άρθρου 26 Σ ο δικαστής μπορεί μόνο να διαγιγνώσκει τη νομική κατάσταση και δεν μπορεί ούτε να υποχρεώνει τον ηττηθέντα διάδικο στη συμμόρφωση του προς τη διαγνωσθείσα νομική κατάσταση, αφού αυτό είναι έργο της εκτελεστικής λειτουργίας, ούτε να διαπλάσσει νέες νομικές καταστάσεις, αφού αυτό είναι έργο της νομοθετικής λειτουργίας.[107]

57. Στη γαλλική θεωρία οι αποκλίνουσες από την κλασσική διάκριση σημαντικότερες απόψεις είτε τείνουν στην αποδοχή του γεγονότος ότι κάθε δικαστική απόφαση συνδυάζει και αναγνωριστικά και διαπλαστικά στοιχεία, είτε ότι το αμιγώς δικαιοδοτικό μέρος μιας δικαστικής αποφάσεως είναι η διάγνωση της νομικής καταστάσεως, οι δε διαπλαστικές αποφάσεις είναι σύνθετες πράξεις που περιλαμβάνουν ένα δικαιοδοτικό (διάγνωση) και ένα διοικητικό στοιχείο (π.χ. ακύρωση γάμου, κήρυξη σε πτώχευση κλπ.), είτε ότι οι διαδικαστικές αποφάσεις θα πρέπει να διακρίνονται σε indicatives (προσδιοριστικές) και impératives (προστακτικές) με κριτήριο το ότι οι πρώτες ενεργοποιούν το δικαίωμα του αιτούντος απλώς με την επίσημη επιβεβαίωση της υπάρξεώς του, ενώ οι δεύτερες για να επιτύχουν την ενεργοποίηση αυτή διατάσσουν και τα κατάλληλα μέτρα.

58. Μετά από την παράθεση όλων των σημαντικότερων απόψεων γύρω από το εξεταζόμενο ζήτημα, συμπεριλαμβανομένων και των κλασσικών, με την πρώτη ματιά πειστικότερη φαίνεται η άποψη που δέχεται την ύπαρξη μόνο αναγνωριστικών αποφάσεων, υποστηρίζοντας (και στο σημείο αυτό ακριβώς είναι και ορθή εκτός από πειστική) ότι ο δικαστής μπορεί, μέσα στα όρια της νόμιμης ασκήσεως της λειτουργίας του, να προβαίνει μόνο στη διάγνωση των νομικών καταστάσεων, είναι δε η νομοθετική λειτουργία που νομιμοποιείται να παρέμβει για να επισυνάψει στη διάγνωσή του αυτή κάποιες έννομες συνέπειες. Η άποψη, όμως, αυτή δεν είναι ορθή κατά το μέρος που θεωρεί ως αναγνωριστικές και όλες τις αγωγές, για τον απλούστατο λόγο ότι τα τρία είδη αγωγών διαφέρουν τουλάχιστον ως προς το αιτητικό τους. Περαιτέρω, αφού η άποψη αυτή υποστηρίζει ότι η έννομη συνέπεια της διαπλάσεως της έννομης σχέσεως επέρχεται αυτόματα από το νόμο άμα τη διαγνώσει του δικαστή, δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί ο γάμος δεν λύνεται, αν και ο δικαστής διέγνωσε ισχυρό κλονισμό, όταν ο ενάγων δεν ζητά με την αγωγή του τη λύση, αλλά απλώς και μόνο την αναγνώριση ότι έχει επέλθει ισχυρός κλονισμός.

59. Η τελευταία αυτή παρατήρηση νομίζω ότι είναι αρκετή για να φέρει τα πράγματα στην πραγματική τους διάσταση. Το περιεχόμενο μιας πολιτικής δικαστικής αποφάσεως καθορίζεται πάντοτε από το αίτημα του ενάγοντος· το δικαιοδοτικό όργανο δεν μπορεί να επιδικάσει στο διάδικο άλλο από αυτό που ζήτησε ούτε κάτι που υπερβαίνει τα όρια του αιτήματός του (ne eat iudex ultra petita partium). Έτσι, αν ο ενάγων ζητά την απλή διάγνωση της νομικής καταστάσεως, τότε ο δικαστής θα αρκεστεί στη διάγνωση αυτή και είτε θα δεχτεί το αίτημα της αναγνωριστικής αγωγής, εκδίδοντας αναγνωριστική δικαστική απόφαση, είτε θα το απορρίψει. Με την ίδια λογική αν ο ενάγων εκτός από τη διάγνωση ζητά και τίτλο εκτελεστό, τότε ο δικαστής είτε θα «καταδικάσει» (με την έννοια της εκτελεστότητας) τον εναγόμενο, εκδίδοντας καταψηφιστική δικαστική απόφαση, είτε θα απορρίψει το αγωγικό αίτημα και περαιτέρω, αν ο ενάγων ζητά μαζί με τη διάγνωση της υπάρξεως των προϋποθέσεων του νόμου και τη διάπλαση μιας υπάρχουσας νομικής καταστάσεως (π.χ. λύση του γάμου) ο δικαστής είτε θα αποδεχτεί την αιτούμενη διάπλαση, εκδίδοντας διαπλαστική απόφαση, είτε θα την απορρίψει.[108]

60. Σε όλες δε ανεξαιρέτως τις ανωτέρω περιπτώσεις ο δικαστής, δρώντας εντός των συνταγματικών ορίων, απλώς και μόνο διαγιγνώσκει. Με την έκδοση, όμως, της καταψηφιστικής αποφάσεως, εκτός από το να διαγιγνώσκει, παράλληλα γνωστοποιεί επίσημα προς τα αρμόδια όργανα της εκτελεστικής λειτουργίας ότι ο ενάγων ζήτησε και την εκτέλεση της δικαστικής διαγνώσεως, ενώ με την έκδοση της διαπλαστικής αποφάσεως πληροί και τον τελευταίο όρο του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, αφού έχει πρώτα διαγνώσει ότι συντρέχουν και οι υπόλοιποι, με αποτέλεσμα η διάπλαση να αποτελεί την επερχόμενη έννομη συνέπεια, την απόρροια της πληρώσεως των όρων του πραγματικού του κανόνα δικαίου. Ως εκ τούτου, όλες οι δικαστικές αποφάσεις είναι αναγνωριστικές ή διαγνωστικές της εννόμου καταστάσεως, αλλά αυτές που δέχονται το αίτημα μιας καταψηφιστικής ή διαπλαστικής αγωγής συνδυάζουν την αναγνώριση αυτή και με στοιχεία καταψηφιστικού ή διαπλαστικού χαρακτήρα, αντίστοιχα.[109]

61. Κατά συνέπεια, το κριτήριο για τη διάκριση των δικαστικών αποφάσεων σε αναγνωριστικές, καταψηφιστικές και διαπλαστικές, ή σε déclaratives και constitutives, δεν υφίσταται από την έκδοσή τους και μετά, ανάλογα με τη διατύπωση του διατακτικού τους ή με τα αποτελέσματα που επιφέρουν, αλλά καθορίζεται εκ των προτέρων από το αίτημα της ασκηθείσης αγωγής υπό την αίρεση της αποδοχής του αιτήματος αυτού από το δικαιοδοτικό όργανο. Έτσι, το αιτητικό μιας αναγνωριστικής, καταψηφιστικής ή διαπλαστικής αγωγής είναι ένα εν δυνάμει διατακτικό μιας δικαστικής αποφάσεως αντίστοιχου είδους. Δεν είναι διόλου τυχαίο, άλλωστε, ότι κάθε αναγνωριστική, καταψηφιστική ή διαπλαστική απόφαση είναι συνήθως και οριστική (ή έστω εν μέρει οριστική) ουσιαστική δικαστική απόφαση που πάντα κάνει δεκτό το αίτημα του ενάγοντος και ότι σε καμμία περίπτωση δεν χαρακτηρίζονται έτσι αποφάσεις που απορρίπτουν το υποβληθέν αίτημα, οι οποίες πάντοτε και αναγκαστικά έχουν μόνο αναγνωριστικό – διαγνωστικό χαρακτήρα[110]. Ούτε, επίσης, είναι τυχαίο ότι οι υποτιθέμενες πρακτικές συνέπειες της εξεταζόμενης διακρίσεως, ήτοι η καταβολή του δικαστικού ενσήμου για τις καταψηφιστικές και η ύπαρξη ειδικού εννόμου συμφέροντος για τις διαπλαστικές, δεν συνδέονται στην ουσία με τις δικαστικές αποφάσεις, αλλά με τα αντίστοιχα είδη των αγωγών, δεδομένου ότι η καταβολή του δικαστικού ενσήμου και η εξέταση του εννόμου συμφέροντος είναι ζητήματα που ελέγχονται από το δικάζον δικαιοδοτικό όργανο πριν από την εξέταση της ουσίας της υποθέσεως.

62. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι η διάκριση αυτή των δικαστικών αποφάσεων είναι παρεπόμενο δημιούργημα της αντίστοιχης διακρίσεως των αγωγών, τα δε προβλήματα και οι θεωρητικές ακροβασίες δημιουργούνται από τη στιγμή που γίνεται προσπάθεια, χωρίς μάλιστα να υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος ή πρακτική αξία, να αντιμετωπιστεί ο διαχωρισμός αυτός ως απολύτως αυτόνομη διάκριση των δικαστικών αποφάσεων, όταν δε αποκοπεί το κριτήριο της διακρίσεως των δικαστικών αποφάσεων από τον «ομφάλιο λώρο» της αντίστοιχης διακρίσεως των αγωγών, τότε όντως διαπιστώνεται ότι κάθε δικαστική απόφαση είναι απλώς και μόνο διαγνωστική. Εξάλλου, αν κάποιος προσπαθούσε να περισώσει την απόπειρα για την πρόσδοση αυτονομίας της εν λόγω διακρίσεως ως προς τις δικαστικές αποφάσεις, ισχυριζόμενος ότι η πρακτική σημασία της ανευρέσεως ενός τέτοιου αυτόνομου κριτηρίου βρίσκεται στο ότι οι διαπλαστικές αποφάσεις ισχύουν erga omnes και όχι inter partes, όπως οι υπόλοιπες, θα μπορούσε να του αντιταχθεί βάσιμα ότι αυτή η erga omnes ενέργεια είτε απονέμεται τις περισσότερες φορές ευθέως από κανόνες του αστικού ουσιαστικού δικαίου[111] είτε υπαγορεύεται από την ίδια τη φύση του υποβαλλόμενου αιτήματος.[112]

63. Αντιστρέφοντας, λοιπόν, τη μέθοδο που ακολουθήθηκε στην εξέταση των προηγούμενων διακρίσεων, όπου προτασσόταν το κριτήριο της διακρίσεως και μετά ακολουθούσε η ανάλυσή της, μπορεί να ειπωθεί ότι με κριτήριο το είδος της δικαστικής προστασίας που αιτείται το απευθυνόμενο προς τα πολιτικά δικαιοδοτικά όργανα πρόσωπο και υπό την προϋπόθεση ότι το αίτημα του θα γίνει εν τέλει δεκτό οι δικαστικές αποφάσεις διακρίνονται στο ελληνικό δίκαιο σε αναγνωριστικές, καταψηφιστικές και διαπλαστικές και στο γαλλικό σε déclaratives και constitutives.

 

Βιβλιογραφία
Α. ΕΛΛΗΝΙΚΗ: Βαρβιτσιώτης Δ., Η ανυπαρξία διαπλαστικών και καταψηφιστικών αποφάσεων και αγωγών, Δ.1985(16).501, Δαγτόγλου Π., Συνταγματικό Δίκαιο – Ατομικά Δικαιώματα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 1991, Κεραμεύς Κ., Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Τόμος Ι, Β΄ Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 1983, Κεραμεύς Κ., Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 1986, Μπέης Κ., Η έννοια, λειτουργία και φύσις της δικαστικής αποφάσεως, Αθήναι 1972, Μπέης Κ., Μαθήματα Πολιτικής Δικονομίας – Απόδειξη, Εκδόσεις Αφοί Π. Σάκκουλα, Αθήνα 1983, Πανταζόπουλος Στ., Η θεωρητική διαμάχη του χαρακτηρισμού των αναγνωριστικών (déclaratifs) και διαπλαστικών (constitutifs) αποφάσεων στη Γαλλία (μια ενημερωτική προσπάθεια), Δ.1986(17).158, Ράικος Αθ., Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Α΄: Εισαγωγή - Οργανωτικό μέρος, Τεύχος Α΄, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 1989, Ρεντούλης Π., Η αποδεικτική διαδικασία στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο, μεταπτυχιακή εργασία εκπονηθείσα στα πλαίσια του Π.Μ.Σ. του Τομέα Β΄ Ιδιωτικού Δικαίου (Αστικού Δικονομικού Δικαίου) του Ε.Κ.Π.Α. στο μάθημα ΄΄Δίκαιο Αποδείξεως΄΄, Αθήνα Μάρτιος 2003, Ρεντούλης Π., Τα ασφαλιστικά μέτρα στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο, μεταπτυχιακή εργασία εκπονηθείσα στα πλαίσια του Π.Μ.Σ. του Τομέα Β΄ Ιδιωτικού Δικαίου (Αστικού Δικονομικού Δικαίου) του Ε.Κ.Π.Α. στο μάθημα ΄΄Σύγχρονα θέματα δικονομικού δικαίου΄΄, Αθήνα Αύγουστος - Σεπτέμβριος 2003, Ρεντούλης Π. Η έφεση στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο, Δ.2005(36).626. Β. ΓΑΛΛΙΚΗ: Blanc Em. (Avocat au Barreau de Paris) avec le concours de Viatte J. (Conseiller à la Cour de Cassation), Nouveau Code de Procédure Civile commenté dans l’ordre des articles, Librairie du Journal des Notaires et des Avocats, Paris, Cadiet L., Agrégé des facultés de droit – Professeur à l’ Université Panthéon-Sorbonne (Paris I), Code de procédure civile 2001, 14e Édition, Litec 2001, Glasson Em. – Tissier Al. – Morel R., Σύστημα Πολιτικής Δικονομίας, Μετάφρασις εκ της γ΄ Γαλλικής εκδόσεως (1926-1932), μετά προσθηκών και προσαρμογής εις τα εν Ελλάδι κρατούντα, καθώς και σημειώσεων περί των εν τη ημεδαπή και αλλοδαπή επιστήμη και νομολογία διδασκομένων υπό Γ. Θ. Ράμμου, Αθήναι 1934, Larguier J. - Conte Ph., Procédure civile, Droit judiciaire privé, 15e Édition, Dalloz, 1996, Vincent J. – Guinchard S., Procédure civile (Droit privé – précis), 22e édition, Dalloz, Paris 1991., Vincent J. – Guinchard S., Procédure civile (Droit privé – précis), 24e édition, Dalloz, Paris 1996.
 

[1] J. Vincent – S. Guinchard, βιβλ.1996, 2e Partie: Liberté et égalité: la théorie de la juridiction, Titre 2, Chapitre 1, Section 1, n.153-161, σελ.145-152, H. Croze, βιβλ., Chapitre 1: Principes communes à tout procès civil, Section 3, §ΙΑ, σελ.41-46, H. Croze – C. Morel, βιβλ., Chapitre 2: La décision juridictionnelle, §§55-71, σελ.63-81.

[2] Βλ. κατωτ. υπό [§14].

[3] Βλ. και Κ. Μπέης, βιβλ.1972, §1: Η έννοια της δικαστικής αποφάσεως, ενότ.ΙΙΙ, αριθ.10, σελ.68-69.

[4] Για το πώς η ορθή αυτή άποψη επηρεάζει τη διάκριση των δικαστικών αποφάσεων σε αναγνωριστικές, καταψηφιστικές και διαπλαστικές, βλ. κατωτ. υπό [§§53-63].

[5] Βλ. και Em. Glasson – Al. Tissier – R. Morel (Γ. Θ. Ράμμος), βιβλ., Τόμος ΙV, §729, σελ.4.

[6] Βλ. αντιθ. Κ. Μπέης, βιβλ.1972, §1: Η έννοια της δικαστικής αποφάσεως, ενότ.ΙΙΙ, αριθ.10, σελ.68-69 & 71.

[7] Ne eat iudex ultra petita partium.

[8] Βλ. αντιθ. Κ. Κεραμεύς, βιβλ.1986, Κεφάλαιο Χ: Δικαστική απόφαση και δεδικασμένο, §109, σελ.280.

[9] Βλ. για το ζήτημα αυτό Em. Glasson – Al. Tissier – R. Morel (Γ. Θ. Ράμμος), βιβλ., Τόμος IV, §729, σελ.3.

[10] Στο 14ο Τίτλο του νέου γαλλικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ο όρος ΄΄jugement΄΄ έχει το ευρύτερο εννοιολογικό περιεχόμενο της ΄΄décision judiciaire΄΄, περιλαμβάνοντας και τις αποφάσεις εκούσιας δικαιοδοσίας.  Βλ. και J. Vincent – S. Guinchard, βιβλ.1991, Titre 4, §725, σελ.509.

[11] Décision : Terme générique désignant les actes émanant d'une juridiction (jugements, arrêts, ordonnances, sentences), βλ. αναλυτικότερα στο δικτυακό τόπο http://www. citserv3.univ-st-etienne.fr

[12] Jugement: Décision rendue par un tribunal de première instance (que la juridiction soit collégiale ou qu'un seul juge compose le tribunal). Le terme est souvent utilisé dans un contexte général pour désigner une décision de justice (alors que techniquement il peut s'agir d'un jugement, d'un arrêt ou d'une ordonnance, voire d'une sentence), βλ. αναλυτικότερα στο δικτυακό τόπο http://www. citserv3.univ-st-etienne.fr. Dans le langage courant on désigne par "jugement" toute décision rendue par un juge. Cependant au point de vue de la technique juridique, les juges de l'ordre judiciaire sont appelés à rendre différents types de décisions qui portent des appellations différentes. Le mot "jugement" s'applique aux décisions des juridictions de droit commun (Tribunal d'instance, Tribunal de grande instance) comme à celles juridictions spécialisées (Conseil de Prud'hommes, Tribunal de commerce, Tribunal des affaires de sécurité sociale, Tribunal paritaire des baux ruraux), βλ. αναλυτικότερα στο δικτυακό τόπο http://www.legamedia.net.

[13] On parle de sentence pour les décisions des Conseils de Prud'hommes, βλ. αναλυτικότερα στο δικτυακό τόπο http://www. citserv3.univ-st-etienne.fr.

[14] Les décisions prises par des arbitres ne sont pas des "jugements", mais des "sentences arbitrales". Ces dernières ne sont exécutoires qu' après qu'elles aient été vérifiées par le Juge de l'Exécution du Tribunal de grande instance, selon une procédure simplifiée dite " procédure d'exequatur", Sentence: Désigne une décision rendue par une juridiction arbitrale. Le terme désigne également les décisions des Conseils de prud'hommes. βλ. αναλυτικότερα στους δικτυακούς τόπους http://www.legamedia.net και http://www. citserv3.univ-st-etienne.fr.

[15] S'agissant des décisions collégiales rendues par les Cours d'Appel et par la Cour de Cassation on les dénomme "arrêts", βλ. αναλυτικότερα στο δικτυακό τόπο http://www.legamedia.net.

[16] Outre les jugements, les juges rendent des ordonnances. Autrefois, on dénommait "ordonnance" les décisions prises, soit par un juge d'instruction, soit par le Président du tribunal lorsque ce dernier statuait sur requête ou en référé. Le critère de l’appellation d’ordonnance résidait dans le fait qu'ils ne statuaient pas dans le cadre d'une formation collégiale. A notre époque, les cas de compétence du juge statuant seul (on dit "à juge unique") ont été considérablement étendus, le mot "jugement" s’applique indifféremment à la décision prise en collégialité ou par un juge unique. En revanche le mot "ordonnance" reste attaché aux décisions par lesquelles le juge statue au provisoire, ou encore celles au moyen desquelles il prend des mesures d' administration judiciaire, βλ. αναλυτικότερα στο δικτυακό τόπο http://www.legamedia. net.

[17] Βλ. κατωτ. υπό [§14].

[18] Βλ. άρθ.26 και 87 §1 Σ.

[19] Αθ. Ράικος, βιβλ., σελ.213.

[20] Em. Glasson – Al. Tissier – R. Morel (Γ. Θ. Ράμμος), βιβλ., Τόμος IV, §728, σελ.1-2.

[21] Em. Blanc - J. Viatte, βιβλ., σελ.341.

[22] J. Larguier - P. Conte, βιβλ., Section 1, n.1-2, σελ.98.

[23] Βλ. art.477 NCPC

[24] Βλ. art.476 NCPC

[25] Εκτός, βέβαια, αν η ανακοπή ερημοδικίας ασκείται κατά της αποφάσεως δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου.

[26] Em. Blanc - J. Viatte, βιβλ., σελ.322-325.

[27] L. Cadiet, βιβλ.2001, σελ. 254-256.

[28] Η απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης στη Γαλλία γίνεται από τα εξής δικαιοδοτικά όργανα: i) από το γαλλικό ακυρωτικό (cour de cassation), ii) από τα εφετεία (cours d’appel) και τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα ανικανότητας και καθορισμού της ασφαλιστικής αποζημιώσεως εργατικών ατυχημάτων (Cours Nationales de l’Incapacité et de la Tarification de l’Assurance des Accident du Travail - CNITAAT), iii) από τα τακτικά πρωτοβάθμια δικαιοδοτικά όργανα (juridictions ordinaires), στα οποία ανήκουν τα πολυμελή πρωτοδικεία (tribunaux de grande instance), τα μονομελή πρωτοδικεία (tribunaux d’instance) και τα δικαιοδοτικά όργανα εγγύτητας (juridictions de proximité), καθώς και από τα εξειδικευμένα πρωτοβάθμια δικαιοδοτικά όργανα (juridictions spécialisées), στα οποία ανήκουν τα εμποροδικεία (tribunaux de commerce), τα εργατοδικεία (conseils des prud’hommes), τα δικαιοδοτικά όργανα αγροτικών μισθώσεων (tribunaux paritaire de baux ruraux), τα δικαιοδοτικά όργανα κοινωνικής ασφαλίσεως (juridictions de sécurité sociale) και η επιτροπή αποζημιώσεως συγκεκριμένων θυμάτων εγκληματικών πράξεων (commission d’indemnisation de certaines victimes d’infractions) που βρίσκεται σε κάθε πολυμελές πρωτοδικείο.

[29] Avocat : Les avocats sont des juristes qui font partie d'une organisation professionnelle dite Ordre des Avocats au Barreau de la ville où se trouve le siège d'un Tribunal de Grande Instance. Leur fonction est de consulter, de rédiger des actes juridiques, et surtout d'assister leurs clients devant une juridiction. Naguère leur mission était réduite à la plaidoirie, tandis que la représentation, dans les matières où elle était obligatoire, était assurée par des officiers ministériels portant le nom d'avoués. Une loi n°71-1130 du 31 décembre 1971 a substitué à l'ancienne profession, une nouvelle profession d'avocat à laquelle, devant le Tribunal de Grande Instance, a été dévolue l'ensemble des fonctions autrefois assurées à par les avoués et devant les Tribunaux de commerce, par les "agréés". En revanche, à l'exception des Départements d'Alsace et de Lorraine et des Territoires d'Outre-mer (où il n'existe pas d'avoués), les fonctions de représentation obligatoire que ces officiers ministériels avaient avant la réforme ont été maintenues devant les Cours d'Appel. Devant le Tribunal d'Instance, le Conseil de Prud'hommes, le Tribunal des Affaires de Sécurité sociale, le Tribunal paritaire des baux ruraux, comme devant les juridictions répressives, la représentation par un avocat n'est pas obligatoire. Dans les affaires de la compétence de ces juridictions, l'instance devant la Cour d'Appel ne nécessite pas non plus de recourir aux services d'un avocat. Les avocats aux Conseils peuvent exercer leur profession en commun sous la forme de sociétés civiles professionnelles, βλ. αναλυτικότερα στο δικτυακό τόπο http://www. citserv3.univ-st-etienne.fr.

[30] Avoué : Officier ministériel qui, sauf dans certaines matières pour lesquelles son ministère n'a pas été rendu obligatoire, dispose du privilège de postulation pour engager des procédures et pour conclure devant la Cour d'Appel. Il n'existe d'exception à cette règle que dans les matières relevant du droit social. Il n'existe d'avoués ni devant les Cours d'Appel siégeant dans les Territoires d'Outre Mer, ni devant celles des Départements d'Alsace et de Lorraine : la postulation y est assurée par les avocats résidant localement . Devant la Cour de Cassation la postulation est assurée par les "Avocats aux Conseils", βλ. αναλυτικότερα στο δικτυακό τόπο http://www. citserv3.univ-st-etienne.fr.

[31] Devant la Cour de Cassation la représentation des parties est assurée par des officiers ministériels dits "Avocats au Conseil d'État et à la Cour de Cassation" dits aussi "Avocats aux Conseils" qui font partie d'une organisation indépendante de celle des autres avocats et qui disposent d'un privilège de représentation devant ces deux juridictions, βλ. αναλυτικότερα στο δικτυακό τόπο http:// www. citserv3.univ-st-etienne.fr..

[32] Βλ. art.468 NCPC

[33] Βλ. art.469 NCPC, ανωτ. υπό [§14].

[34] Em. Blanc - J. Viatte, βιβλ., σελ.3252-326.

[35] L. Cadiet, βιβλ.2001, σελ.256-257.

[36] Em. Blanc - J. Viatte, βιβλ., σελ.327-328.

[37] L. Cadiet, βιβλ.2001, σελ.259-260.

[38] J. Vincent – S. Guinchard, βιβλ.1996, 3e Partie : Liberté, égalité et fraternité : la théorie de l’instance, Titre 3, Sous-titre 1, Chapitre 1, §§1-4, n.1199-1214, σελ.737-747.

[39] Em. Glasson – Al. Tissier – R. Morel (Γ. Θ. Ράμμος), βιβλ., Τόμος IV, §730, σελ.4-5.

[40] Κ. Κεραμεύς, βιβλ.1986, Κεφάλαιο Χ: Δικαστική απόφαση και δεδικασμένο, §110, σελ.282.

[41] J. Larguier - P. Conte, βιβλ., Section 1, n.1, σελ.100 (Remarque).

[42] J. Vincent – S. Guinchard, βιβλ.1996, 3e Partie : Liberté, égalité et fraternité : la théorie de l’instance, Titre 3, Sous-titre 1, Chapitre 1, §1, n.1199-1200, σελ.737-738.

[43] Η οριστικότητα της δικαστικής κρίσεως προϋποθέτει κάθετη διάγνωση του εξεταζόμενου αιτήματος, το οποίο είτε απορρίπτεται είτε γίνεται τελικά δεκτό και ως ουσία βάσιμο. Μόνον όταν η δικαστική κρίση εξαντλήσει όλες τις    –ενόψει της απαντήσεως στο συγκεκριμένο αίτημα δυνατές–    βαθμίδες δικονομικής αξιολογήσεως, περιβάλλεται το μανδύα της οριστικότητας, Κ. Κεραμεύς, βιβλ.1986, Κεφάλαιο Χ: Δικαστική απόφαση και δεδικασμένο, §110, σελ.282.

[44] Για την έννοια του δικονομικού και ουσιαστικού αντικειμένου της δίκης βλ. Κ. Κεραμεύς, βιβλ.1986, Κεφάλαιο V: Το αντικείμενο της δίκης, §56, σελ.115-120.

[45] Κ. Κεραμεύς, βιβλ.1986, Κεφάλαιο Χ: Δικαστική απόφαση και δεδικασμένο, §109, στοιχ.δ΄, σελ.281.

[46] Κ. Κεραμεύς, βιβλ.1986, Κεφάλαιο Χ: Δικαστική απόφαση και δεδικασμένο, §109, στοιχ.ε΄, σελ.281.

[47] Βλ. art.500 και 504 NCPC

[48] Σημειωτέον ότι, στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο, έχει και η αναίρεση ορισμένες φορές (όπως π.χ. σε υποθέσεις διαζυγίου) ανασταλτικό χαρακτήρα, οπότε στις περιπτώσεις αυτές, η δικαστική απόφαση δεν καθίσταται τελεσίδικη προ της παρελεύσεως της προθεσμίας αναιρέσεως ή της εκδόσεως της αναιρετικής αποφάσεως, σε αντίθεση με το ελληνικό δίκαιο που συνδέει άμεσα την τελεσιδικία όχι με τον ανασταλτικό χαρακτήρα του επιτρεπόμενου κατά της δικαστικής αποφάσεως ενδίκου μέσου, αλλά αποκλειστικά και μόνο με τη δυνατότητα ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας ή εφέσεως κατ’ αυτής (άρθ.321 ΚΠολΔ).

[49] Κ. Κεραμεύς, βιβλ.1986, Κεφάλαιο Χ: Δικαστική απόφαση και δεδικασμένο, §109, στοιχ.γ΄, σελ.281.

[50] Βλ. αρθ.513 §§1&2 ΚΠολΔ.

[51] Βλ. άρθ.553 §§1&2 ΚΠολΔ.

[52] Βλ. art.544 NCPC.

[53] Βλ. art.606 NCPC.

[54] Cass. 3e Civ. 21 juin 1978: D.1978 inf. rap.497.

[55] Cass. Com. 19 octobre 1981: Bull.IV n.361.

[56] Em. Glasson – Al. Tissier – R. Morel (Γ. Θ. Ράμμος), βιβλ., Τόμος IV, §730, σελ.5.

[57] J. Vincent – S. Guinchard, βιβλ.1991, Titre 4, §§730-737, σελ.512-516.

[58] Em. Blanc - J. Viatte, βιβλ., σελ.332.

[59] Βλ. ανωτ. υπό [§07].

[60] Βλ. art.499 NCPC, ανωτ. υπό [§14].

[61] J. Vincent – S. Guinchard, βιβλ.1996 Partie : Liberté, égalité et fraternité : la théorie de l’instance, Titre 3, Sous-titre 1, Chapitre 1, §3, n.1203-1208, σελ.739-742 και Π. Ρεντούλης, βιβλ. Μάρτιος 2003, Κεφάλαιο Γ΄: Τα ανακριτικά μέτρα, ενότ.1, υποενότ.1.2., §§155-161, σελ.87-91.

[62] Em. Glasson – Al. Tissier – R. Morel (Γ. Θ. Ράμμος), βιβλ., Τόμος IV, §§.732-733, σελ.12-21.

[63] Βλ. art.320 NCPC για το δικαστικό όρκο, καθώς και art.272 NCPC για την πραγματογνωμοσύνη, τα οποία επιτρέπουν την άσκηση αυτοτελούς εφέσεως κατά των αποφάσεων που αρνούνται την επαγωγή δικαστικού όρκου ή διατάσσουν πραγματογνωμοσύνη, δεδομένου ότι τέτοιες προδικαστικές αποφάσεις μπορούν να επηρεάσουν συθέμελα και την κρίση επί της ουσίας. Για το λόγο αυτό δίνεται η δυνατότητα στο διάδικο να ακουστεί από το ανώτερο δικαιοδοτικό όργανο προτού δημιουργηθούν εντυπώσεις από μια παράλογη άρνηση επαγωγής δικαστικού όρκου ή από μια εξόφθαλμα άκυρη πραγματογνωμοσύνη. Βλ. και Π. Ρεντούλης, βιβλ. Μάρτιος 2003, Κεφάλαιο Β΄: Τα αποδεικτικά μέσα του γαλλικού Αστικού Κώδικα, ενότ.5, υποενότ.5.4., §146, σελ.79-80 και Κεφάλαιο Γ΄: Τα ανακριτικά μέτρα, ενότ.4, υποενότ.4.5., τμήμα 4.5.2., §§218-221, σελ.120-122.

[64] Βλ. art.151 NCPC.

[65] J. Vincent – S. Guinchard, βιβλ.1996, Partie : Liberté, égalité et fraternité : la théorie de l’instance, Titre 3, Sous-titre 1, Chapitre 1, §2, n.1201-1202, σελ.738-739 και Π. Ρεντούλης, βιβλ. Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2003, Κεφάλαιο Γ΄: Η διαδικασία λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, ενότ.2, υποενότ.2.2., τμήμα 2.2.1., §§138-139, σελ.102-103.

[66] Em. Glasson – Al. Tissier – R. Morel (Γ. Θ. Ράμμος), βιβλ., Τόμος IV, §731, σελ.11-12.

[67] Em. Blanc - J. Viatte, βιβλ., σελ.334-3372, L. Cadiet, βιβλ.2001, σελ.267-275 και Π. Ρεντούλης, βιβλ. Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2003, Κεφάλαιο Γ΄: Η διαδικασία λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, ενότ.2, υποενότ.2.2., τμήμα 2.2.2., §§140-143, σελ.104-107.

[68] Cass. 3e Civ. 26 avril 1984: JCP1984.IV.211.

[69] Βλ. art.488 NCPC.

[70] Βλ. art.490 §1 NCPC

[71] Βλ. art.490 §2 NCPC

[72] Μεγάλο μέρος της ελληνικής, αλλά και της γαλλικής, θεωρίας και νομολογίας κάνει λόγο για προσωρινό δεδικασμένο (autorité de la chose jugée provisoire) των αποφάσεων αυτών, ακριβώς διότι αξιώνεται μεταβολή των πραγμάτων για την ανάκληση ή την τροποποίησή τους. Ο όρος, όμως, αυτός είναι αντιφατικός από μόνη τη διατύπωσή του, και ως εκ τούτου αδόκιμος και λανθασμένος, δεδομένου ότι ένα επίθετο που περιγράφει κάτι παροδικό και ασταθές (προσωρινό) τίθεται ως προσδιορισμός δίπλα σε μια μετοχή συντελικού χρόνου, και συγκεκριμένα παρακειμένου, (δεδικασμένο) με την οποία αποδίδεται κάτι που έχει ήδη συμβεί και είναι παγιωμένο, αμετάβλητο και μόνιμο. Ορθότερο, λοιπόν, θα ήταν να γίνει δεκτό ότι δεν επιτρέπεται η ανάκληση και τροποποίηση των αποφάσεων αυτών, όχι λόγω ΄΄προσωρινού δεδικασμένου΄΄, αλλά είτε διότι τυγχάνει εφαρμογής το νομικό αξίωμα ne bis in idem, είτε διότι το σύστημα της προσωρινής δικαστικής προστασίας είναι ένα αυτόνομο και ιδιόμορφο σύστημα απονομής δικαιοσύνης που, αν και οδηγεί σε προσωρινές λύσεις, αξιώνει πάντως σεβασμό, συνέπεια και εμπιστοσύνη στο δικάζοντα δικαστή.

[73] Em. Blanc - J. Viatte, βιβλ., σελ. 3372-340, L. Cadiet, βιβλ.2001, σελ.275-279 και Π. Ρεντούλης, βιβλ. Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2003, Κεφάλαιο Γ΄: Η διαδικασία λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, ενότ.2, υποενότ.2.2., τμήμα 2.2.3., §§144-146, σελ.107-109.

[74] Βλ. art.493 NCPC

[75] Βλ. art.496 §1 NCPC

[76] Βλ. art.496 §2 NCPC

[77] J. Vincent – S. Guinchard, βιβλ.1996, 3e Partie : Liberté, égalité et fraternité : la théorie de l’instance, Titre 3, Sous-titre 1, Chapitre 1, §4, n.1209-1214, σελ.742-747.

[78] J. Larguier - P. Conte, βιβλ., Section 1, n.2, σελ. 100 (Remarques).

[79] Βλ. art.544 και 606 NCPC.

[80] ΑΠ 1062/1974: ΝοΒ1975.631, ΑΠ 17/1959: ΝοΒ1959.493.

[81] J. Larguier - P. Conte, βιβλ., Section 1, n.1, σελ.100.

[82] J. Larguier - P. Conte, βιβλ., Section 1, n.2, σελ.100.

[83] Em. Glasson – Al. Tissier – R. Morel (Γ. Θ. Ράμμος), βιβλ., Τόμος IV, §734, σελ.22-23.

[84] Cass. 1re Civ. 19 novembre 1968: D.1969.57, Cass. 2e Civ. 22 février 1978: Gaz. Pal.1978 somm. 153, Cass. 3e Civ. 14 juin 1978: Bull.III n.346.

[85] Em. Glasson – Al. Tissier – R. Morel (Γ. Θ. Ράμμος), βιβλ., Τόμος IV, §730, σελ.4.

[86] J. Larguier - P. Conte, βιβλ., Section 2, n.1-2, σελ. 101.

[87] Κ. Κεραμεύς, βιβλ.1983, Κεφάλαιο Ι: Γενικά, §6, σελ.29-30.

[88] Em. Glasson – Al. Tissier – R. Morel (Γ. Θ. Ράμμος), βιβλ., Τόμος I, §§8-9, σελ.23-26.

[89] Κ. Κεραμεύς, βιβλ.1983, Κεφάλαιο Ι: Γενικά, §6, σελ.30.

[90] Em. Glasson – Al. Tissier – R. Morel (Γ. Θ. Ράμμος), βιβλ., Τόμος I, §11, σελ.33-34.

[91] π.χ. για υιοθεσία, για κήρυξη αξιόγραφων ανίσχυρων, για δημοσίευση διαθήκης κλπ.

[92] Βλ. ανωτ. υπό [§07].

[93] Για την ειδική μεταχείριση των δικαστικών αποφάσεων εκούσιας δικαιοδοσίας βλ. και art.434, 454, 466, 586 NCPC.

[94] Em. Glasson – Al. Tissier – R. Morel – Γ. Ράμμος, βιβλ., Τόμος IV, αριθ.735, σελ.26.

[95] Em. Glasson – Al. Tissier – R. Morel (Γ. Θ. Ράμμος), βιβλ., Τόμος IV, §735, σελ.26-27.

[96] Για το λόγο αυτό, στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο για να είναι έγκυρη η ομολογία απαιτείται ο ομολογών να έχει ικανότητα προς το δικαιοπρακτείν και πρόθεση ομολογίας, ενώ στο ελληνικό δίκαιο η ομολογία εκλαμβάνεται ως μαρτυρία και όχι ως μονομερής δικαιοπραξία και ως εκ τούτου δεσμεύει τον ομολογήσαντα διάδικο ανεξάρτητα από το αν είχε ικανότητα προς δικαιοπραξία ή όχι ή από το αν ήθελε τη δεσμευτικότητα της μαρτυρίας του.

[97] Το ελληνικό δίκαιο θεωρούσε (ο δικαστικός όρκος ως αποδεικτικό μέσο δεν υπάρχει πλέον στο ελληνικό δίκαιο, δεδομένου ότι τα άρθρα 421 έως 431 ΚΠολΔ που τον προέβλεπαν καταργήθηκαν με το άρθρο 14 §1 Ν.2915/2001) τον όρκο μια πανηγυρική μαρτυρία του διαδίκου με δεσμευτική αποδεικτική δύναμη που ρυθμιζόταν αποκλειστικά, ως προς τις προϋποθέσεις και τα αποτελέσματά της, από το δικονομικό δίκαιο (Κ. Μπέης, βιβλ.1983, §13, αριθ.13.2, σελ.161-162). Αντιθέτως, το γαλλικό δίκαιο θεωρεί τον επακτό όρκο ως μεταβιβαστική σύμβαση μεταξύ των μερών και μόνο στον αυτεπάγγελτο προσδίδει την έννοια του αμιγώς αποδεικτικού μέσου – ανακριτικού μέτρου. Βλ. και Π. Ρεντούλης, βιβλ. Μάρτιος 2003, Κεφάλαιο Β΄: Τα αποδεικτικά μέσα του γαλλικού Αστικού Κώδικα, ενότ.5, υποενότ.5.2., §137, σελ.75.

[98] Cass. Civ. 28 février 1938: DC.1942.99.

[99] Για τη διάκριση μεταξύ εξουσίας και ισχύος του δεδικασμένου που υπάρχει στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο βλ. και Π. Ρεντούλης, βιβλ.2005, σελ.641, υποσημείωση [4].

[100] Em. Glasson – Al. Tissier – R. Morel (Γ. Θ. Ράμμος), βιβλ., Τόμος IV, §735, σελ.27-28.

[101] Em. Glasson – Al. Tissier – R. Morel (Γ. Θ. Ράμμος), βιβλ., Τόμος IV, §736, σελ.29-32.

[102] J. Larguier - P. Conte, βιβλ., Section 3, σελ. 102.

[103] Αυτός, άλλωστε, είναι και ένας από τους λόγους που η δικαστική ομολογία εκτιμάται ελεύθερα στις γαμικές διαφορές, βλ. άρθ.600 §1 ΚΠολΔ.

[104] Π. Δαγτόγλου, βιβλ., Τόμος Α΄, Κεφάλαιο 6ο, §ΙΙΙ, αριθ.227-244, σελ.131-140.

[105] Στ. Πανταζόπουλος, βιβλ.

[106] J. Larguier - P. Conte, βιβλ., Section 1, n.1-2, σελ.105.

[107] Δ. Βαρβιτσιώτης, βιβλ.

[108] Em. Glasson – Al. Tissier – R. Morel (Γ. Θ. Ράμμος), βιβλ., Τόμος IV, §770, σελ.106, όπου επί λέξει αναφέρεται: «Βεβαίως η νέα κατάστασις δεν δημιουργείται δια μόνης της θελήσεως αυτού (ενν. του δικαστή), διότι εκτός αυτής απαιτείται και η θέλησις του ενάγοντος και τέλος η θέλησις του νόμου.».(υπογράμμιση δική μου).

[109] Em. Glasson – Al. Tissier – R. Morel (Γ. Θ. Ράμμος), βιβλ., Τόμος IV, §§770-771, σελ.106-109, όπου αναφέρεται επί λέξει «Εν τη πραγματικότητι πάσαι αι αποφάσεις είναι ή περισσότερον ή ολιγώτερον αναγνωριστικαί και περισσότερον ή ολιγώτερον διαπλαστικαί [...] Αι αποφάσεις, αι οποίαι απαγγέλλουσι την ανάκλησιν ή διάλυσιν δικαιοπραξίας τινός, είναι αναγνωριστικαί και διαπλαστικαί συγχρόνως...».

[110] Em. Glasson – Al. Tissier – R. Morel (Γ. Θ. Ράμμος), βιβλ., Τόμος IV, §768, σελ.99-101.

[111] π.χ. άρθ.101 εδ.δ΄ ΑΚ, άρθ.154 ΑΚ σε συνδυασμό με τα άρθ.180 και 184 ΑΚ, άρθ.1863 εδ.α΄ ΑΚ κ.ά.

[112] π.χ. η λύση του γάμου ή η αναγνώριση της πατρότητας που αφορά στην προσωπική κατάσταση των διαδίκων.