Παντελεήμων Ρεντούλης
Η εξέλιξη του γαλλικού αστικού δικονομικού δικαίου και η αλληλεπίδρασή του με το ελληνικό
Δημοσιευμένο στη ΔΙΚΗ 2006 σ. 443-465
1. Η ιστορική εξέλιξη του γαλλικού συστήματος απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης
1.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις[1]
1. Το ισχύον γαλλικό σύστημα απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης αναπτύχθηκε και σμιλεύτηκε αργά και σταθερά για μια περίοδο χιλίων διακοσίων ετών περίπου μέχρι να λάβει τη σημερινή του μορφή[2], η οποία περιλαμβάνει μέχρι και σήμερα πολλά στοιχεία προερχόμενα εκ της γαλλικής νομικής παραδόσεως[3]. Με ένθερμο πρωτοστάτη την ίδια τη γαλλική κοινωνία και καταλυτικό οδηγό τις ανάγκες της, η ιστορική εξέλιξη και διάπλαση του εν γένει γαλλικού συστήματος απονομής της δικαιοσύνης και συνακόλουθα της τηρητέας διαδικασίας ενώπιον των γαλλικών πολιτικών δικαιοδοτικών οργάνων (οργανισμού δικαστηρίων και αστικού δικονομικού δικαίου εν στενή εννοία[4]) περιλαμβάνει και διαιρείται χρονικά στις ακόλουθες πέντε [5] βασικές ιστορικές περιόδους, που, όπως καθίσταται εμφανές απλώς και μόνο από την ανάγνωση των τίτλων τους, συνδέονται στενότατα με κομβικές αναδιαρθρώσεις της ίδιας της δομής της γαλλικής κοινωνικής οργανώσεως, ήτοι: i) Η απονομή της δικαιοσύνης στη Γαλλία κατά τη διάρκεια της μοναρχίας[5], ii) Το έργο της γαλλικής επαναστάσεως – Τα θεμέλια της σύγχρονης γαλλικής πολιτικής δικαιοσύνης[6], iii) Η περίοδος της Υπατείας και της Πρώτης Αυτοκρατορίας - Οι μεταρρυθμίσεις του Ναπολέοντα[7], iv) Από τον Ναπολέοντα στη μεγάλη συνταγματική μεταρρύθμιση του οργανισμού των δικαστηρίων το έτος 1958 και στη θέση σε ισχύ του νέου γαλλικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας το έτος 1976[8] και v) Οι σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις του γαλλικού συστήματος απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης μετά το έτος 1976.[9]
1.2. Η απονομή της δικαιοσύνης στη Γαλλία κατά τη διάρκεια της μοναρχίας
2. Μετά την παρακμή του κοινωνικού – οικονομικού συστήματος της φεουδαρχίας (féodalité), κατά το οποίο η δικαιοδοτική λειτουργία, ως μη διακριτό ακόμη μέρος της κρατικής εξουσίας, ασκούταν σε κάθε επαρχία από τους γαιοκτήμονες και τον κλήρο, και την εγκαθίδρυση της μοναρχίας (monarchie), αρχίζει να κάνει σταδιακά την εμφάνισή της στη Γαλλία η λεγόμενη βασιλική δικαιοσύνη (justice royale)[10]· οι βασιλείς της Γαλλίας παίρνουν σταδιακά στα χέρια τους τη δικαιοδοτική λειτουργία και αρχίζουν να απονέμουν δικαιοσύνη ελέω θεού, αφού στο εξής διαδίδεται τεχνηέντως και επικρατεί ευρέως η φαραωνική άποψη ότι ο βασιλεύς παραλαμβάνει την πνευματική και κοσμική εξουσία απευθείας από τον Θεό, κατά τρόπον ώστε η θεϊκής προελεύσεως δικαιοσύνη να φθάνει επί της γης απορρέουσα από τον εκάστοτε βασιλέα της Γαλλίας, αντίληψη που συμβολίζεται, άλλωστε, ανάγλυφα και στο τελετουργικό των βασιλικών στέψεων κατά την παράδοση στον βασιλέα εκ μέρους του αρχιεπισκόπου της Reims ΄΄της χειρός της δικαιοσύνης΄΄ (΄΄la main de justice΄΄), ως συμβόλου ευθυκρισίας, και της ΄΄σπάθης΄΄ (΄΄l’épée΄΄), ως συμβόλου της ρομφαίας της δικαιοσύνης.[11]
3. Όπως γίνεται αντιληπτό, η άσκηση της δικαιοδοτικής λειτουργίας, η οποία ακόμη εξακολουθεί και υπό το μοναρχικό – παλαιό καθεστώς (Ancien Régime) να μην διακρίνεται από τη νομοθετική και την εκτελεστική και να μην είναι χωρισμένη σε δικαιοδοσίες, δεν αποτελεί μια συνηθισμένη ενασχόληση ίσης σπουδαιότητας με τις άλλες αρμοδιότητες του βασιλέα, δεδομένου ότι η ορθή και κατάλληλη για όλους απονομή δικαιοσύνης θεωρείται ως ένα εκ των πρωταρχικών καθηκόντων του. Ενδεικτικό της σπουδαιότητας αυτής είναι και το γεγονός ότι μέχρι το δέκατο τρίτο [13ο] αιώνα ο βασιλεύς εκδικάζει ο ίδιος προσωπικά τις όποιες υποθέσεις άγονται ενώπιόν του, συνεπικουρούμενος συνήθως από συμβούλους, ενώ αργότερα, όταν πλέον η δικαιοδοτική λειτουργία έχει εισέλθει εξασφαλισμένα στο παλάτι, οι βασιλείς αρχίζουν σταδιακά να παραχωρούν μέσω εξουσιοδοτήσεως την άσκησή της σε τρίτα πρόσωπα ειδικώς διορισμένα προς τούτο[12], παρακρατώντας εντούτοις το δικαίωμα εποπτείας των δικαστικών υποθέσεων και διατηρώντας την εξουσία να κρίνουν οι ίδιοι προσωπικά κάποια υπόθεση που έχει ήδη κριθεί[13] ή να την θέσουν στην κρίση άλλης δικαιοδοσίας. Δημιουργείται, έτσι, με τον καιρό μια Βασιλική Αυλή (Cour Royale[14]) με δικαιοδοτική αρμοδιότητα και λειτουργία και με την ειδικότερη ονομασία Βασιλικό Παρλαμέντο (le Parlement Royal ή curia regis in parliamento), η οποία με τον καιρό εξελίσσεται σε έναν τεράστιο ιεραρχικό σχηματισμό στην κορυφή του οποίου προβάλλουν με τη μορφή των παρλαμέντων (parlements) τα ΄΄ανώτερα δικαστήρια΄΄ (΄΄cours souveraines΄΄) που σχηματίζονται σε κάθε επαρχία[15] και επανδρώνονται από συμβούλους της Βασιλικής Αυλής[16].
4. Παρά, όμως, την κατά τα ανωτέρω θέσπιση και τη σταδιακή εγκαθίδρυση της ΄΄βασιλικής δικαιοσύνης΄΄, ο τρόπος της ασκήσεως της δικαιοδοτικής λειτουργίας από τον βασιλέα απέχει πόρρω από το να είναι εν τοις πράγμασι κεντρομόλος και ως εκ τούτου οι συγκυρίες της εποχής δεν ευνοούν την ενοποίηση και την εκλογίκευση της γενικότερης δικαστηριακής οργανώσεως, αφού εξακολουθεί να υπάρχει και να λειτουργεί παράλληλα μια ολόκληρη σειρά δικαιοδοτικών οργάνων που συστάθηκαν στο πέρασμα των αιώνων[17], γεγονός που οδηγεί συχνά στην αναπόφευκτη πρόκληση συγκρούσεως αρμοδιοτήτων και σε ακόμη περισσότερο αργή και αβέβαιης νομικής ορθότητας απονομή της δικαιοσύνης[18]. Κατά την ίδια εποχή, εξάλλου, αποκρυσταλλώνονται και τα λεγόμενα ΄΄προνόμια δικαιοδοσίας΄΄ (΄΄les privilèges de juridiction΄΄) που ενθαρρύνουν τη δημιουργία ανισοτήτων και ανεπιεικειών, αφού πρόκειται για ένα σύστημα το οποίο, με βάση τον τριμερή διαχωρισμό της γαλλικής κοινωνίας εκείνη την εποχή σε ευγενείς (noblesse), κλήρο (clergé) και στη λεγόμενη τρίτη μη προνομιούχο τρίτη τάξη (tiers état) και με μοναδικό κριτήριο την κοινωνική τάξη του αιτούντος (plaideur), καθορίζει το αρμόδιο για την κρίση του αιτήματός του δικαιοδοτικό όργανο, που συνήθως συγκροτείται από πρόσωπα της τάξεώς του και συνεπώς γεννά εκ μόνης της συνθέσεώς του «υπόνοιες» μεροληψίας.
5. Όλη η ανωτέρω, πρωτόγονη σε σύγκριση με τα σημερινά δικονομικά δεδομένα, κατάσταση, επιδεινώνεται με το πέρασμα του χρόνου αφενός από τον τρόπο αμοιβής των δικαστών, οι οποίοι πληρώνονται απευθείας από τους αιτούντες αρχικά με αρτύματα (épices) και έπειτα με νομίσματα (argent), και αφετέρου από τον τρόπο διορισμού τους με το σύστημα των υπουργημάτων (le système d’offices), κατά το οποίο οι δικαστές αγοράζουν από το κράτος τη δικαστική τους θέση και τη μεταχειρίζονται πλέον ως περιουσιακό τους αγαθό (vénalité de charges de magistrats), μεταπωλώντας την ή κληροδοτώντας την, εξασφαλίζοντας έτσι το ισόβιο της λειτουργίας τους[19]. Από τα ανωτέρω καθίσταται προφανές ότι εκ των πραγμάτων μόνο οι εύρωστοι οικονομικά υπήκοοι, ήτοι οι ευγενείς (noblesse) και η ανώτερη αστική τάξη (grande bourgeoisie), μπορούν να έχουν πρόσβαση στη δικαιοσύνη είτε από την πλευρά των ενεργητικώς δικαζομένων (αιτούντων) είτε από την πλευρά των δικαζόντων.[20]
6. Η ως άνω περίπλοκη κατάσταση του γαλλικού οργανισμού των δικαστηρίων έχει, δυστυχώς, το ανάλογο αντίκρισμα της και στο ισχύον κατά την ανωτέρω χρονική περίοδο αστικό δικονομικό δίκαιο. Η επιρροή και εφαρμογή του ρομανικού και του κανονικού δικαίου, καθώς και των Βασιλικών Διαταγμάτων (Ordonnances Royales), ως ενοποιητικών παραγόντων, δεν φέρνουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αφού οι ισχύοντες κανόνες δικαίου εξακολουθούν να είναι στην πλειοψηφία τους εθιμικού και συντεχνιακού χαρακτήρα ανά περιοχή και ανά επαγγελματικό κλάδο, με αποτέλεσμα το ισχύον τότε γαλλικό δίκαιο να εμφανίζεται διασπασμένο τόσο υλικά όσο και τοπικά[21]· γενικώς θα μπορούσε να ειπωθεί ότι στο βορρά επικρατεί το εθιμικό και στο νότο το ρομανικό δίκαιο. Ειδικά όσον αφορά το γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, οι πηγές του εμφανίζονται πολλαπλές[22]. Κατά μεγάλο μέρος έχει επηρεαστεί από την κανονική δικονομία, η οποία αποτελεί εξέλιξη της δικονομίας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά περιέχει πολλά στοιχεία και από τη φεουδαλική δικονομία και από τις συνήθειες που τηρούνταν σε εθνικό επίπεδο ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων, οι οποίες περιελήφθησαν σε διατάξεις μερικών βασιλικών διαταγμάτων (ordonnances royales) και μέσω αυτών και στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας του έτους 1806.[23]
7. Η αποσπασματική κατανομή των κανόνων του αστικού δικονομικού δικαίου ανάλογα με την τοπική και κοινωνική διαστρωμάτωση, επιχειρείται να εξαλειφθεί για πρώτη φορά με το Βασιλικό Διάταγμα (Ordonnance de Lamoignon[24] sur la procédure) του έτους 1667[25], το οποίο συγκεντρώνει τους διάσπαρτους αστικούς δικονομικούς κανόνες σε ενιαίο κείμενο. Το Διάταγμα αυτό, γνωστό και ως Code Louis ή Code Royal, επηρεάζεται από τη φράγκικη και φεουδαρχική δικονομία, αλλά και από το κανονικό δίκαιο, το οποίο με τη σειρά του είναι επηρεασμένο από το ρωμαϊκό, και επιχειρεί να οργανώσει και να ενοποιήσει στο μέτρο του δυνατού τη διαδικασία ενώπιον των γαλλικών πολιτικών δικαιοδοτικών οργάνων, αξιοποιώντας τα περιορισμένα μέσα της εποχής εκείνης[26]. Η ρύθμιση, όμως, που εισάγει με τα 502 άρθρα του είναι δύσκαμπτη και εν πολλοίς δυσκίνητη, αφού χαρακτηρίζεται από υπέρμετρη τυπολατρία, αδικαιολόγητη διαφοροποίηση διαδικασιών και την υιοθέτηση ακραιφνούς συζητητικού συστήματος, ώστε να υποστηρίζεται βασίμως ότι το πιο θετικό του σημείο δεν βρίσκεται στο κανονιστικό του περιεχόμενο, το οποίο, παρ’ όλ’ αυτά ενσωματώνεται μετέπειτα στο ναπολεόντειο Κώδικα του έτους 1806[27] και μέσω αυτού αποτελεί σήμερα το ιστορικό θεμέλιο του εν ισχύϊ γαλλικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αλλά στο πραγματικό γεγονός της έστω στοιχειώδους συγκεντρώσεως των κανόνων του γαλλικού αστικού δικονομικού δικαίου σε ενιαίο νομοθέτημα[28] και της συνακόλουθης κατ’ αυτόν τρόπο οριστικής αυτονομήσεως του δικονομικού δικαίου έναντι του ουσιαστικού.[29]
8. Η πρώτη σοβαρή επέμβαση βελτιώσεως της ανωτέρω ζοφερής εικόνας προς το απλούστερο και το δικαιότερο γίνεται κυρίως στο επίπεδο του οργανισμού των δικαστηρίων λίγα χρόνια πριν από τη γαλλική επανάσταση, εν είδει νομοθετικής αναλαμπής του βασιλικού καθεστώτος λίγο πριν από το τέλος του, επί βασιλείας του Λουδοβίκου του 15ου και υπό την επιρροή των ιδεών του Διαφωτισμού, όταν επιχειρείται [30] η αναδιοργάνωση των δικαιοδοτικών οργάνων, ιδιαίτερα στην περιφέρεια του Παρισιού, με την αποστέρηση της δυνατότητας των δικαστών να παρεμβαίνουν στην πολιτική ζωή. Με τη μεταρρύθμιση αυτή οι δικαστές διορίζονται από το βασιλέα ισοβίως, η δικαιοσύνη απονέμεται δωρεάν και πιο αντικειμενικά και τα νέα δικαιοδοτικά όργανα έχουν πιο καθορισμένες αρμοδιότητες, κατάσταση που, αν και σαφώς βελτιωμένη σε σύγκριση με την προηγούμενη, δεν διαρκεί για πολύ· μόλις αναλαμβάνει την εξουσία ο Λουδοβίκος ο 16ος, επαναφέρει στο ακέραιο το παλαιό καθεστώς με ό,τι θλιβερό σέρνει αυτό μαζί του, αφήνοντας έτσι στους επαναστάτες του 1789 το αιματηρό, όπως εξελίχθηκε, έργο της οριστικής αποκοπής της απονομής της δικαιοσύνης από τον ομφάλιο λώρο του μοναρχικού και θρησκευτικού κατεστημένου.
1.3. Το έργο της γαλλικής επαναστάσεως – Τα θεμέλια της σύγχρονης γαλλικής πολιτικής δικαιοσύνης[31]
9. Μετά την επιτυχία της γαλλικής επαναστάσεως το έτος 1789 και το de facto παραγκωνισμό του βασιλέα, στις άμεσες προτεραιότητες των μελών της Εθνικής Συντακτικής Συνελεύσεως (Assemblée Nationale Constituante)[32] περιλαμβάνεται επιτακτικά και η αναδιοργάνωση του δικαιοδοτικού συστήματος με κυριότερο άξονα την αποφυγή των θλιβερών παραδειγμάτων της ΄΄βασιλικής δικαιοσύνης΄΄[33]. Τα επαναστατικά μέλη της Συντακτικής Συνελεύσεως, έχοντας ζυμώσει τη ζωή τους με τις ιδέες του Διαφωτισμού, διαγράφουν ολοκληρωτικά το παρελθόν και επιτίθενται τόσο στην πολύπλοκη και μεροληπτική βασιλική οργάνωση των δικαιοδοτικών οργάνων όσο και στο καθεστώς διορισμού και αμοιβής των δικαστών[34], ενώ στις 20–26 Αυγούστου του έτους 1789 συντάσσουν την περίφημη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη (Déclaration de Droits de l’Homme et du Citoyen) και οικοδομούν τις βασικές αρχές που θα διέπουν στο εξής τη Δικαιοσύνη των Πολιτών (la justice des citoyens) που αντικαθιστά πανηγυρικά τη δικαιοσύνη του βασιλέα (la justice du roi), μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται ενδεικτικά, το τέλος των βασανιστηρίων, το τεκμήριο αθωότητας (la présomption d’innocence), ο δημόσιος χαρακτήρας των συνεδριάσεων και οι κατ’ αντιμωλίαν συζητήσεις των υποθέσεων (les débats contradictoires) ώστε καθένας να έχει τη δυνατότητα να εκθέσει ελεύθερα τις απόψεις του.[35]
10. Όλες οι ανωτέρω αρχές δεν μένουν βέβαια στο στάδιο των διακηρύξεων, αφού η εφαρμογή τους έχει ήδη προετοιμαστεί με το νόμο της 4ης Αυγούστου του έτους 1789, ο οποίος καταργεί τα φεουδαλικά δικαιοδοτικά όργανα, τα ΄΄προνόμια δικαιοδοσίας΄΄, και τα παρλαμέντα, τα οποία, όπως προαναφέρθηκε, αποτελούσαν εμπόδιο στη γενικότερη νομοθετική μεταρρύθμιση, και η περαιτέρω εξειδίκευσή τους δεν αργεί να ενσαρκωθεί νομοθετικά με το θεμελιώδη νόμο της 16ης-24ης Αυγούστου του έτους 1790 περί οργανισμού των δικαστηρίων, ο οποίος έθεσε τις βασικές αρχές με τις οποίες λειτουργεί ακόμη μέχρι και σήμερα το σύστημα της γαλλικής δικαιοσύνης, μεταξύ των οποίων προεξάρχουν η διάκριση της ενιαίας κρατικής εξουσίας στη δικαιοδοτική, τη νομοθετική και την εκτελεστική λειτουργία[36], ο διαχωρισμός της πολιτικής και ποινικής δικαιοδοσίας από τη διοικητική, η θέσπιση νέων αρχών στο ποινικό δίκαιο και στην ποινική δικονομία, η αρχή της ισότητας ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων[37], η δωρεάν απονομή της δικαιοσύνης, το δικαίωμα της εφέσεως, η παρουσία λαϊκού δικαστή στις ποινικές δίκες, η επαγγελματοποίηση και η εκλογή των δικαστών, καθώς και η ιδέα της συμπτώσεως των περιφερειών των δικαιοδοτικών οργάνων και συνακόλουθα της τοπικής τους αρμοδιότητας με τις διοικητικές υποδιαιρέσεις του κράτους.
11. Όσον αφορά ειδικότερα την απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης[38], οι νέες ρυθμίσεις που εισάγονται με τον ως άνω νόμο του έτους 1790 είναι κυριολεκτικά και μεταφορικά επαναστατικές. Το βασικό μέλημα των μελών της Συντακτικής Επιτροπής είναι να κληροδοτήσουν στη Γαλλία ένα απλό, δίκαιο και μοναδικό δικαιοδοτικό σύστημα με σύντομη ιεραρχία, πράγμα που το καταφέρνουν σε μεγάλο ποσοστό καινοτομώντας με την εισαγωγή θεσμών που σήμερα αποτελούν τα θεμέλια όχι μόνο του γαλλικού συστήματος απονομής δικαιοσύνης αλλά και πολλών άλλων ευρωπαϊκών δικονομικών δικαίων, μεταξύ των οποίων είναι αναμφισβήτητα και το ελληνικό. Ειδικότερα, καθιερώνεται η ανεξαρτησία των δικαιοδοτικής έναντι της νομοθετικής και της εκτελεστικής λειτουργίας και εισάγεται νέο εκλογικό σύστημα επιλογής των δικαστών, ενώ προς εξασφάλιση του σεβασμού της ανθρώπινης αξίας και των συμφερόντων των πολιτών καθιερώνεται η διάκριση της πολιτικής από την ποινική δικαιοδοσία, αναβαπτίζονται εντός των ΄΄υδάτων΄΄ της πολιτικής δικαιοδοσίας οι διαδικασίες του συμβιβασμού (conciliation) και της διαιτησίας (arbitrage) καταργείται η προθεσμία εφέσεως, αναγνωρίζονται οι αρχές της ελεύθερης έγγραφης ή προφορικής υπερασπίσεως κάθε πολίτη[39], καθιερώνεται η δημοσιότητα των συζητήσεων και εκδόσεως των δικαστικών αποφάσεων[40] και επιβάλλεται ανεξαιρέτως η αιτιολογία των τελευταίων[41]. Πέραν αυτού, όμως, η Εθνική Συντακτική Συνέλευση δεν τολμά να αναλάβει το δύσκολο έργο της εκ βάθρων αναθεωρήσεως των διατάξεων της ισχύουσας πολιτικής δικονομίας, αφού διατηρεί εν ισχύϊ την Ordonnance Royale του έτους 1667[42], ορίζοντας απλώς εν είδει ευχής ότι «η Πολιτική Δικονομία πρέπει να τροποποιείται συνεχώς, ώστε να γίνει απλούστερη και η απ’ αυτήν διαγραφόμενη διαδικασία ταχύτερη και λιγότερο δαπανηρή».[43]
12. Ο επαναστατικός άνεμος είναι, εντούτοις, δυνατότερος έως σαρωτικός στον τομέα της δικαστηριακής οργανώσεως, αφού ομογενοποιούνται οι δικαστικές περιφέρειες, κατοχυρώνονται οι δύο βαθμοί δικαιοδοσίας και, προς αποφυγή της αναβιώσεως των εξαιρετικών δικαιοδοσιών, καθιερώνεται ο κλειστός αριθμός (numerus clausus) των δικαιοδοτικών οργάνων, τα οποία πλέον ιεραρχούνται, όσον αφορά την πολιτική δικαιοδοσία ως ακολούθως: i) στην πρώτη βαθμίδα βρίσκονται τα ειρηνοδικεία (tribunaux de la paix) που ιδρύονται σε κάθε καντόνι και επανδρώνονται με ειρηνοδίκες (juges de la paix)[44], οι οποίοι δρουν περισσότερο ως πολίτες παρά ως δικαστές, αφού κύριο μέλημά τους είναι να συμβιβάσουν τους διαδίκους και να κρίνουν τη επίδικη διαφορά κυρίως με βάση την αρχή της επιείκειας και όχι μέσω της εφαρμογής του νόμου[45], τα οικογενειακά δικαστήρια, που εκδικάζουν τις διαφορές μεταξύ συζύγων και μεταξύ συγγενών και τα εμποροδικεία (tribunaux de commerce), τα οποία είναι τα μόνα δικαιοδοτικά όργανα που επιβίωσαν των επαναστατικών μεταρρυθμίσεων[46] και ii) στην αμέσως ιεραρχικά ανώτερη βαθμίδα τοποθετούνται τα επαρχιακά δικαιοδοτικά όργανα (tribunaux de district), τα οποία συγκροτούνται σε κάθε επαρχία (district)[47], συντίθενται από πέντε [5] εκλεγμένους δικαστές και από έναν [1] εισαγγελέα και εκδικάζουν τις διαφορές που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα τους, καθώς και τις εφέσεις κατά των αποφάσεων τόσο των ειρηνοδικείων, των εμποροδικείων και των οικογενειακών δικαιοδοτικών οργάνων όσο και άλλων γειτονικών ισόβαθμών τους περιφερειακών δικαιοδοτικών οργάνων[48] κατ’ επιλογήν των διαδίκων[49], αφού η Συντακτική Συνέλευση, από φόβο προς τη συγκεντρωμένη εξουσία των παρλαμέντων, δίστασε να ιδρύσει ανώτερα δικαιοδοτικά όργανα με ειδική καθ’ ύλην αρμοδιότητα την εκδίκαση των εφέσεων κατά των αποφάσεων των επαρχιακών δικαιοδοτικών οργάνων[50]. Τα εν λόγω δικαιοδοτικά όργανα έχουν πολύ σύντομο βίο· λίγα χρόνια μετά την ίδρυσή τους η Συντακτική Συνέλευση επιθυμεί να αυξήσει το κύρος του και για αυτό ιδρύει στη θέση τους δικαιοδοτικά όργανα μεγαλύτερης περιφέρειας, τα tribunaux de département.[51]
13. Η οργάνωση των δικαστηρίων, όμως, κατά τη διάρκεια της επαναστατικής περιόδου δεν σταματά στα ανωτέρω πολύ θετικά βήματα. Το επαναστατικό οργανωτικό των δικαστηρίων έργο ολοκληρώνεται θεαματικά με το νόμο της 27ης Νοεμβρίου και 1ης Δεκεμβρίου 1790, ο οποίος, επαναλαμβάνοντας εν πολλοίς την Ordonnance της 28ης Ιουνίου 1738, μετασχηματίζει το conseil des parties, που αποτελούσε μέρος του conseil du roi, σε ακυρωτικό δικαιοδοτικό όργανο, το ΄΄tribunal de cassation΄΄[52], ως τμήμα του νομοθετικού σώματος, στο οποίο ανατίθεται η διαφύλαξη του σεβασμού των νόμων και της ενότητας της νομολογίας με την περιορισμένη, σε σύγκριση με τη σημερινή, δικαιοδοσία της άρσεως της συγκρούσεως αρμοδιότητας, της εκδικάσεως των αγωγών κακοδικίας, του ελέγχου των ελαττωμάτων της δικονομικής διαδικασίας και της επαγρυπνήσεως για την ορθή εφαρμογή των κανόνων δικαίου[53].
14. Το ανωτέρω νομοθετικό έργο της επαναστάσεως, όμως, αν και εξαιρετικής ποιότητας, γίνεται ταχύτατα και σε μια περίοδο ρευστών πολιτικών καταστάσεων, γεγονός που του στοιχίζει την ίδια του τη μακροβιότητα. Από τον Οκτώβριο του έτους 1793[54], με την εγκαθίδρυση της λεγόμενης Τρομοκρατίας (Terreur), η Γαλλία ξαναζεί τις θλιβερές στιγμές του παλαιού καθεστώτος από πρόσωπα που αυτό το τελευταίο είχε επί τόσα χρόνια καταπιέσει. Το λεγόμενο Διευθυντήριο (Directoire) από τη μια τροποποιεί την Ordonnance Royale του έτους 1667[55] με τον περίφημο δικονομικό νόμο της 3 brumaire II έτους και από την άλλη προσαρμόζει δικαστήρια και δικαστές στις αιματηρές του ΄΄ορέξεις΄΄. Όλο το ανωτέρω επαναστατικό νομοθετικό έργο ΄΄καρατομείται΄΄, περιοριζόμενο σε μερικές μόνο εκ των βασικών του αρχών[56], τη στιγμή που το μέλλον και η λειτουργία του ανωτέρω καινοτόμου δικαστηριακού οικοδομήματος έχει ήδη υποθηκευτεί βάναυσα από το νόμο της 10ης Μαρτίου του έτους 1793, ο οποίος ιδρύει το λεγόμενο ΄΄επαναστατικό δικαιοδοτικό όργανο΄΄ (΄΄tribunal révolutionnaire΄΄), ανοίγοντας έτσι την κερκόπορτα της επανιδρύσεως εξαιρετικών δικαιοδοσιών και της στενής εποπτείας των τακτικών δικαιοδοτικών οργάνων από το κράτος. Ωστόσο το έργο της Εθνικής Συντακτικής Συνελεύσεως δεν πηγαίνει χαμένο· χρειάζεται απλώς κάποιον ηγέτη για να το ανασύρει από το αίμα της γκιλοτίνας και να το διηθήσει καταλλήλως προσαρμοσμένο στα εσώτερα της γαλλικής κοινωνίας. Ευτυχώς, τον βρίσκει γρήγορα στο πρόσωπο του Ναπολέοντα.
1.4. Η περίοδος της Υπατείας και της Πρώτης Αυτοκρατορίας - Οι μεταρρυθμίσεις του Ναπολέοντα Ι Βοναπάρτη[57]
15. Δέκα χρόνια περίπου μετά την πτώση της Βαστίλης, στις 14 Ιουλίου 1789, και επτά μετά την οριστική ανατροπή του βασιλικού καθεστώτος, στις 10 Αυγούστου 1792, και την έναρξη της περιόδου της Πρώτης Γαλλικής Δημοκρατίας (Première République Française), στις 22 Σεπτεμβρίου 1792, τα δεινά της Τρομοκρατίας και του Διευθυντηρίου της είναι πλέον τόσο ανυπόφορα, ώστε αναζητείται απεγνωσμένα κάποιος για να αποκαταστήσει στην ουσία του το δημοκρατικό καθεστώς έστω και με τη δύναμη των όπλων, πράγμα που το επιτυγχάνει πραξικοπηματικά ο Ναπολέων, τερματίζοντας την επαναστατική περίοδο, όταν, μετά την επιστροφή του από την Αίγυπτο, του «ανατίθεται» στις 9 Νοεμβρίου 1799[58], από τις δύο Συνελεύσεις των Πεντακοσίων (Cinq-Cents) και των Παλαιών (Anciens), η φύλαξη του Παρισιού υπό το πρόσχημα ότι η πόλη κινδυνεύει από συμμορία βασιλικών τρομοκρατών. Όντας πλέον κυρίαρχος της τάξεως στη γαλλική πρωτεύουσα, ο Ναπολέων εγκαινιάζει τη νέα περίοδο της Αποκαταστάσεως (Restauration), απαιτώντας να κηρυχθεί πρώτος Σύμβουλος στην τριμελή Υπατεία της προσωρινής κυβερνήσεως, από την οποία θέση κατορθώνει να επηρεάσει δραστικά τις διατάξεις του νέου Συντάγματος που τίθεται σε ισχύ στις 7 Φεβρουαρίου 1800, δρομολογώντας έκτοτε μεθοδικά τις εξελίξεις προς τη στέψη του ως Αυτοκράτορα της Γαλλίας το έτος 1804.
16. Ο Ύπατος και μετέπειτα Αυτοκράτωρ Ναπολέων καταργεί το Παλαιό Δίκαιο (Ancien Droit), τους ρωμαϊκούς νόμους και τα έθιμα και προχωρεί στην τακτοποίηση και στην ενοποίηση των ισχυόντων νόμων μέσω της μεθόδου της συστηματικής κωδικοποιήσεως του δικαίου κατά δικαιικούς κλάδους[59]. Με τον Ναπολέοντα αρχίζει στη Γαλλία η εποχή των θεματικών κωδίκων· οι γαλλικοί νόμοι ενοποιούνται ξεχωριστά ανά κλάδο δικαίου σε ενιαία κείμενα, τους κώδικες (codes), οι οποίοι συμπληρώνονται από διατάγματα που ρυθμίζουν τον τρόπο της εφαρμογής τους. Ειδικότερα, το 1804 συντάσσεται ο περίφημος γαλλικός Αστικός Κώδικας (Code Civil), πασίγνωστος ως Code Napoléon, και το 1806 ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας[60] (Code de Procédure Civile, τεθείς σε ισχύ από την 1.1.1807[61]), ο οποίος, ωστόσο, δεν περιλαμβάνει τόσο ρηξικέλευθες διατάξεις, αφού παραμένει επίμονα προσηλωμένος και βαθύτατα επηρεασμένος από το, όχι και τόσο επιτυχούς εμπνεύσεως, Βασιλικό Διάταγμα του έτους 1667[62]. Έτσι, από τον Ναπολέοντα και μετά, το γαλλικό νομικό σύστημα βασίζεται κυρίως στη θεματική κωδικοποίηση του δικαίου του και επηρεάζει καταλυτικά προς την κωδικοποιητική αυτήν κατεύθυνση και άλλες ευρωπαϊκές έννομες τάξεις, ερχόμενο σε άμεση αντίθεση με το αγγλοσαξονικό νομικό σύστημα που βασίζεται κυρίως στη νομολογία (case law) και λιγότερο στο νομοθετημένο δίκαιο (statute law) που παράγει.
17. Ο Ναπολέων, όμως, δεν περιορίζει τη συγκεντρωτική του διάθεση μόνο στους νόμους, αλλά την επεκτείνει και στην οργάνωση των δικαιοδοτικών οργάνων[63], τα οποία ιεραρχούνται αυστηρά ως ακολούθως: i) στη βάση εξακολουθούν να βρίσκονται τα ειρηνοδικεία (tribunaux de paix), ένα σε κάθε καντόνι, με τον ειρηνοδίκη να διατηρεί το διαιτητικό – συμβιβαστικό του ρόλο, ii) πάνω από τα ειρηνοδικεία ιδρύονται στη θέση των tribunaux de département τα πολιτικά περιφερειακά δικαιοδοτικά όργανα (tribunaux d’arrondissement)[64], ένα σε κάθε περιφέρεια (arrondissement)[65], που συντίθενται από τρεις δικαστές και δικάζουν σε πρώτο βαθμό όσες υποθέσεις εξαιρούνται από την καθ’ ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και σε δεύτερο βαθμό τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των δικαιοδοτικών αυτών οργάνων[66], ενώ παράλληλα διατηρούνται ως ειδικά δικαιοδοτικά όργανα τα εμποροδικεία και τα οικογενειακά δικαστήρια και το έτος 1806 δημιουργούνται στις μεγάλες βιομηχανικές πόλεις τα πρώτα Εργατοδικεία (Conseils de prud’ hommes)[67] για την εκδίκαση των διαφορών μεταξύ εργοδοτών και εργατών[68], iii) γρήγορα γίνεται αντιληπτό το άτοπο που δημιουργείται από την εκδίκαση των εφέσεων των περιφερειακών πρωτοδικείων από γειτονικά ισόβαθμα τους δικαιοδοτικά όργανα και για το λόγο αυτόν προσπερνιέται ο βιωματικός φόβος των παρλαμέντων και κατά τη διάρκεια της τριμελούς Υπατείας ιδρύονται ως δευτεροβάθμια δικαιοδοτικά όργανα τα εφετεία αρχικά με την ονομασία ΄΄tribunaux d’appel΄΄[69] και στη συνέχεια με την ονομασία ΄΄Cours d’appel΄΄[70], τα οποία εκδικάζουν τις εφέσεις μόνο κατά των αποφάσεων των tribunaux civils[71] και των εμποροδικείων και iv) στην κορυφή της δικαστηριακή πυραμίδας τοποθετείται το γαλλικό ακυρωτικό μετονομασμένο σε Cour de cassation διαθέτοντας, εκτός των αρμοδιοτήτων που είχε κατά τη διάρκεια της επαναστάσεως, και πειθαρχική εξουσία επί του συνόλου του δικαστικού σώματος[72]. Πέραν όλων των ανωτέρω, κατά την περίοδο της Υπατείας καταργείται με το νόμο της 27 Ventôse του έτους VIII το σύστημα εκλογής των δικαστών που είχε καθιερωθεί κατά την επαναστατική με το νόμο της 16ης–24ης Αυγούστου 1790 και πλέον οι δικαστές διορίζονται στο αξίωμά τους, εφόσον έχουν προετοιμαστεί και καταρτισθεί κατάλληλα για την άσκηση των δικαιοδοτικών καθηκόντων τους.[73]
18. Όπως γίνεται αντιληπτό από τα ανωτέρω, ο Ναπολέων προχωρεί στη μεταρρύθμιση του γαλλικού δικονομικού και δικαστηριακού τοπίου, τροποποιώντας με εργαλεία της επαναστάσεως τη διαρρύθμιση που αυτό είχε κατά την περίοδο της βασιλείας, συνδυάζει, δηλαδή, τις αρχές που έθεσε η γαλλική επανάσταση με τη νομοθεσία και την τυπική νομική ΄΄διακόσμηση΄΄ του Παλαιού Καθεστώτος, πράγμα που καθίσταται ολοφάνερο από τα εξής ενδεικτικά σημεία: i) κωδικοποιείται το αστικό δικονομικό δίκαιο, αλλά διατηρείται σε ισχύ το βασιλικό περιεχόμενό του, ii) επιβάλλεται η αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων, αλλά ορίζεται ότι αυτές θα εκδίδονται πλέον στο όνομα του Αυτοκράτορα και όχι στο όνομα του γαλλικού λαού, iii) το ακυρωτικό και τα εφετεία ενισχύονται θεσμικά, αλλά μετονομάζονται από ΄΄tribunaux΄΄ σε ΄΄cours΄΄ (Cour de cassation και Cours d’ appel) και οι αποφάσεις τους αποδίδονται πλέον με τον όρο ΄΄arrêts΄΄, όπως, δηλαδή, κι εκείνες των παρλαμέντων, και iv) αναβιώνει η θέση του καγκελάριου υπό την ειδικότερη ονομασία του ΄΄Μέγα Δικαστή΄΄ (‘Grand Juge’) ο οποίος από τη θέση του προέδρου του ακυρωτικού επιβλέπει τα κατώτερα δικαιοδοτικά όργανα και έχει το δικαίωμα επιβολής λογοκρισίας και πειθαρχίας στους κατώτερους ιεραρχικά δικαστές. Ο Ναπολέων επιστρατεύει, λοιπόν, τη στρατηγική του διορατικότητα και συναρμόζει διαλεκτικά δύο κόσμους που μέχρι πρότινος φάνταζαν ασυμβίβαστοι· με τον τρόπο αυτό, ασχέτως του αν παράλληλα ικανοποιεί και τις προσωπικές του ΄΄καισαρικές΄΄ φιλοδοξίες, κληροδοτεί στο γαλλικό λαό ένα σύστημα απονομής δικαιοσύνης αφενός απαλλαγμένο από τις αδικίες του παρελθόντος και αφετέρου περισσότερο προσαρμοσμένο στις ανάγκες και τις ταξικές εντάσεις της γαλλικής κοινωνίας, συνδυασμός που οδηγεί στην ευρύτερη αποδοχή του και συνακόλουθα προεξοφλεί τη μακροημέρευσή του.
1.5. Από τον Ναπολέοντα Ι στη μεγάλη συνταγματική μεταρρύθμιση του οργανισμού των δικαστηρίων το έτος 1958 και στη θέση σε ισχύ του νέου γαλλικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας το έτος 1976
19. Μετά τη ναπολεόντεια μεταρρύθμιση, το γαλλικό δικαιοδοτικό σύστημα μένει σχεδόν απαράλλαχτο για μια περίοδο περίπου εκατόν πενήντα [150] ετών, παρά το γεγονός σημαντικών ανακατατάξεων ακόμη και σε πολιτειακό επίπεδο[74]. Μόνες εξαιρέσεις αποτελούν ορισμένες ενδιάμεσες αποσπασματικές, ειδικού περιεχομένου και περιορισμένου εύρους παρεμβάσεις του Γάλλου νομοθέτη που αποσκοπούν κυρίως στην προσαρμογή των στατικών νομοθετικών διατάξεων στη δυναμική εξέλιξη της γαλλικής κοινωνίας, όπως για παράδειγμα, όσον αφορά το αστικό δικονομικό δίκαιο, ο νόμος της 2ας Ιουνίου 1841 που τροποποίησε τα άρθρα 673 επ. ACPC για την αναγκαστική κατάσχεση ακινήτων, ο νόμος 21ης Μαΐου 1858 που τροποποίησε τα άρθρα 749 επ. ACPC για τη διαδικασία κατατάξεως, ο νόμος της 22ας Ιουλίου 1867 περί καταργήσεως της προσωρινής κρατήσεως και ο νόμος της 13ης Μαρτίου 1922 περί δικονομικών προθεσμιών[75] και ο νόμος – διάταγμα της 30ης Οκτωβρίου 1935 ο οποίος επιφέρει και τις πρώτες πιο ριζικές αλλαγές στην επ’ ακροατηρίου διαδικασία, ενισχύοντας το ρόλο του δικαστή με την κατάργηση της ερημοδικίας, την αναδιοργάνωση της αποδεικτικής διαδικασίας και την απλοποίηση των άχρηστων τυπικοτήτων, ενώ το έτος 1937 εισάγεται για πρώτη φορά στη Γαλλία η διαδικασία της διαταγής πληρωμής.[76]
20. Όσον αφορά τον οργανισμό των δικαστηρίων[77], νομοθετικές παρεμβάσεις γίνονται με: το βασικό για το γαλλικό οργανισμό των δικαστηρίων νόμο της 20ης Απριλίου 1819 υπό τον τίτλο ΄΄Νόμος περί της οργανώσεως της δικαιοδοτικής λειτουργίας και της διοικήσεως της δικαιοσύνης΄΄, το νόμο της 1ης Απριλίου 1837 περί ερμηνείας του νόμου από τα δικαιοδοτικά όργανα υπό τον έλεγχο του ακυρωτικού, το νόμο της 11ης Απριλίου 1838 περί αρμοδιότητας των πολιτικών δικαιοδοτικών οργάνων, τους νόμους της 25ης Μαΐου 1838, της 2ας Μαΐου 1855 και της 12ης Ιουλίου 1905 περί ειρηνοδικείων οι οποίοι περιέχουν ταυτόχρονα και σπουδαίες δικονομικές διατάξεις, το νόμο της 3ης Μαρτίου περί αρμοδιότητας των εμποροδικείων, τους νόμους της 20ης Ιανουαρίου 1851 και της 10ης Ιουλίου 1901 περί δικαιωμάτων πενίας, το νόμο της 30ης Αυγούστου 1883 περί οργανισμού των δικαστηρίων, το νόμο της 12ης Ιουλίου 1905 περί ειρηνοδικείων, το νόμο της 27ης Μαρτίου 1907 περί εργατοδικείων, το νόμο της 28ης Απριλίου 1919 περί οργανισμού των δικαστηρίων[78], το νόμο της 17ης Ιουνίου 1938 περί δημιουργίας του τμήματος εργατικών διαφορών (chambre sociale) του γαλλικού ακυρωτικού, το διάταγμα της 4ης Δεκεμβρίου 1944 περί συστάσεως των δικαιοδοτικών οργάνων αγροτικών μισθώσεων[79] και το νόμο της 24ης Οκτωβρίου 1946 περί ιδρύσεως των δικαιοδοτικών οργάνων κοινωνικών ασφαλίσεων.[80]
21. Μια δεκαετία, όμως, περίπου μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, εκτός του ότι έχουν ήδη συσσωρευθεί στο πέρασμα ενάμιση αιώνα και πλέον πλείστες όσες κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές, η γαλλική κοινωνία έχει εξελιχθεί και συνεχίζει να αναπτύσσεται με ραγδαίους ρυθμούς· οι δημογραφικές διαφοροποιήσεις και ανακατατάξεις, οι τεχνολογικές καινοτομίες, ιδιαίτερα στον τομέα των μεταφορών και των επικοινωνιών, η αύξηση και η γέννηση νέου είδους διαφορών που άγονται ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων καθιστούν απαραίτητη την ανακατανομή του δικαστηριακού χάρτη της χώρας, ο οποίος σε γενικές γραμμές εξακολουθεί να συμπίπτει με το διοικητικό. Έτσι, με βάση τη συνταγματική μεταρρύθμιση του έτους 1958[81], i) καταργούνται τα ειρηνοδικεία και στη θέση τους ιδρύεται το αντίστοιχο των ελληνικών μονομελών πρωτοδικείων[82], ήτοι τα λεγόμενα tribunaux d’instance, ένα ανά κάθε διαμέρισμα (arrondissement), ii) τα μέχρι πρότινος πολιτικά περιφερειακά δικαιοδοτικά όργανα (tribunaux d’arrondissement), μετονομάζονται σε ΄΄tribunaux de grande instance΄΄ (το αντίστοιχο των ελληνικών πολυμελών πρωτοδικείων), και ιδρύεται ένα ανά κάθε τμήμα (département), iii) διατηρούνται με ορισμένες τροποποιήσεις ως εξειδικευμένα πρωτοβάθμια δικαιοδοτικά όργανα, τα εμποροδικεία, τα εργατοδικεία, τα δικαιοδοτικά όργανα αγροτικών μισθώσεων και τα δικαιοδοτικά όργανα κοινωνικών ασφαλίσεων, iv) αυξάνεται η αρμοδιότητα των δευτεροβάθμιων δικαιοδοτικών οργάνων, τα οποία πλέον εκδικάζουν και τις εφέσεις κατ’ αποφάσεων των εξειδικευμένων πρωτοβάθμιων δικαιοδοτικών οργάνων, ενώ νέα εφετεία ιδρύονται σε περιοχές που παρουσιάζουν αύξηση της δικαστηριακής δραστηριότητας, όπως στις πόλεις Reims, Metz και Versailles και v) διατηρείται ως ανώτατο πολιτικό δικαιοδοτικό όργανο το γαλλικό ακυρωτικό. Τέλος, ομοίως με θεμέλιο τη συνταγματική μεταρρύθμιση του έτους 1958 και με μια σειρά διαταγμάτων με ημερομηνία 22.12.1958, αναδιοργανώνεται το καθεστώς του δικαστικού σώματος[83] και των βοηθητικών προσώπων της δικαιοσύνης[84], ενώ ο νόμος 71-1130 της 31ης Δεκεμβρίου 1971[85] ενοποιεί τα διαφορετικά είδη δικηγόρων[86], γεφυρώνοντας ταυτόχρονα το χάσμα που υπήρχε μέχρι πρότινος μεταξύ του δικαστικού τομέα και των νομικών επαγγελμάτων.[87]
22. Όπως η γαλλική κοινωνία και οι ανάγκες της άλλαξαν το δικαστηριακό χάρτη της χώρας από το έτος 1958 και εντεύθεν, κατά τον ίδιο τρόπο οδήγησαν και στην εκ βάθρων αναδιοργάνωση, την ουσιαστική ανανέωση και τον αναγκαίο εκσυγχρονισμό του γαλλικού αστικού δικονομικού δικαίου, δημιουργώντας τις κατάλληλες συνθήκες για την εκ νέου νομοθετική διαμόρφωση και σφυρηλάτησή του. Με το διάταγμα της 13ης Οκτωβρίου 1965, όπως αυτό τροποποιείται από το διάταγμα της 7ης Δεκεμβρίου 1967, εισάγεται πειραματικά σε ορισμένα εφετεία και πολυμελή πρωτοδικεία ο θεσμός του εισηγητή δικαστή (procédure de mise en état – conseiller de la mise en état - juge de la mise en état)[88], εξέλιξη που προοικονομεί τη ριζική μεταρρύθμιση που μέλλει σύντομα να ακολουθήσει στο πεδίο του εν στενή εννοία γαλλικού αστικού δικονομικού δικαίου και με το νόμο της 3ης Ιουλίου 1967 δημιουργούνται τα μεικτά τμήματα (chambres mixtes) του γαλλικού ακυρωτικού. Μετά τα γεγονότα του Μάη του 1968, τα οποία ήταν το αποκορύφωμα μεταπολεμικών ιδεολογικών και πολιτικών ζυμώσεων, έγινε πλήρως κατανοητό ότι έπρεπε ταχέως να αναπλασθούν εκτεταμένα και ουσιωδώς πολλοί τομείς της γαλλικής κρατικής δραστηριότητας με άξονα την οικοδόμηση ενός προστατευτικού πλαισίου για τους αδύναμους ιδιώτες μέσω της ενισχύσεως της κρατικής παρεμβάσεως και ελέγχου, όπου και όπως αυτό θα κρινόταν αναγκαίο κυρίως μέσω χαλαρώσεως του συζητητικού και της συνακόλουθης επιτάσεως του ανακριτικού συστήματος στην πολιτική δίκη[89].
23.[90] Η διαδικασία του ουσιαστικού εκσυγχρονισμού του γαλλικού αστικού δικονομικού δικαίου αρχίζει, λοιπόν, να τίθεται σε κίνηση, μαζί και με άλλες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, το έτος 1969[91], υπό την Προεδρία του Georges Pompidou[92] με τη σύσταση Συντακτικής Επιτροπής με Πρόεδρο τον J. Foyer[93]. Το έργο της επιτροπής αυτής περιλήφθηκε στα υπ’ αριθμόν 71-740/9.9.1971, 72-684/20.7.1972, 72-788/28.8.1972 και 73-1122/17.12.1973 διατάγματα με τα οποία θεσπίστηκαν τέσσερα διαδοχικά συμπαγή πλέγματα διατάξεων προορισμένων ν’ αποτελέσουν το σώμα του ΄΄Nouveau Code de Procédure Civile΄΄, δηλαδή, του ΄΄Νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας΄΄[94]. Ο νέος αυτός Κώδικας, που αποτέλεσε το ρυθμιστικό αντικείμενο του υπ’ αριθμόν 75-1123/5.12.1975 διατάγματος και άρχισε να ισχύει από την 1η Ιανουαρίου του έτους 1976, περιλάμβανε όλα τα κεφάλαια της ισχύουσας γαλλικής πολιτικής δικονομίας[95], πλην εκείνων της αναιρετικής και ορισμένων ειδικών διαδικασιών, της διαιτησίας και της αναγκαστικής εκτελέσεως, κεφάλαια που ενσωματώθηκαν σταδιακά στο σώμα του εν λόγω Κώδικα με μεταγενέστερες νομοθετικές παρεμβάσεις[96].
24. Τα βασικά χαρακτηριστικά του νέου αυτού κώδικα είναι[97]: i) η μείωση της προφορικότητας και η συνακόλουθη ενίσχυση του έγγραφου χαρακτήρα της διαδικασίας, ii) η ανανέωση της διαδικασίας λήψεως ασφαλιστικών μέτρων με τη θέσπιση της κοινής αιτήσεως (requête conjointe), τη μονομελή σύνθεση του δικαιοδοτικού οργάνου κατά την εκδίκασή τους (juge unique) και τις νέες διατάξεις για τις επ’ αναφορά και κατ’ αίτησιν διαταγές (ordonnances de référé et ordonnances sur requête), iii) η πλήρης αναδιοργάνωση των ενστάσεων, της συζητήσεως της υποθέσεως, καθώς και της εκδόσεως και της εκτελέσεως της δικαστικής αποφάσεως, iv) η ενίσχυση του ανακριτικού συστήματος μέσω της ουσιαστικής ενδυναμώσεως του ρόλου του δικαστή ιδίως στα πλαίσια της αποδεικτικής διαδικασίας, ώστε τα όρια μεταξύ συζητητικού και ανακριτικού συστήματος να τέμνονται πλέον περιγραφικά από τη φράση «οι διάδικοι ενεργούν για την προάσπιση των ατομικών τους συμφερόντων και ο δικαστής για την προάσπιση του γενικού συμφέροντος» εξέλιξη που επισφραγίζεται και από v) την εισαγωγή του θεσμού του εισηγητή δικαστή στο πλαίσιο της αποδεικτικής διαδικασίας ενώπιον των πολυμελών πρωτοδικείων και των εφετείων.
1.6. Οι σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις του γαλλικού συστήματος απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης μετά το έτος 1976
25. Μετά τη συνταγματική μεταρρύθμιση του έτους 1958, η γαλλική δικαστηριακή οργάνωση δεν παρουσιάζει σημαντικές μεταβολές[98]: με το νόμο της 30ης Δεκεμβρίου του έτους 1977 καθιερώνεται η δωρεάν απονομή της πολιτικής και διοικητικής δικαιοσύνης και καταργούνται τα κάθε είδους δικαστικά ένσημα (les droits de timbre, d'enregistrement, les redevances des greffes), με τα Διατάγματα της 16ης Μαρτίου 1978 κωδικοποιείται ο Οργανισμός των Δικαστηρίων (Code de l'Organisation Judiciaire – COJ)[99], το έτος 1979 τροποποιείται ο οργανισμός των Εργατοδικείων τα οποία γενικεύονται σε όλη τη γαλλική Επικράτεια, με το νόμο της 10ης Ιουλίου 1991, που τροποποιήθηκε πρόσφατα κατά το έτος 1998, σταθεροποιείται[100] ο θεσμός της νομικής βοήθειας (aide juridique), η οποία αποσκοπεί στην εξασφάλιση της προσβάσεως στη δικαιοσύνη σε άτομα μειωμένων εισοδημάτων, ενώ η τελευταία λέξη του Γάλλου νομοθέτη, όσον αφορά την πολιτική δικαστηριακή οργάνωση, ειπώθηκε πολύ πρόσφατα, με τον L.2002-1138/9.9.2002 που ίδρυσε τα δικαιοδοτικά όργανα εγγύτητας (juridictions de proximité). Τέλος, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι επίκειται στο προσεχές μέλλον νέα ριζική αναδιάρθρωση του γαλλικού δικαστηριακού χάρτη (projet de réforme de la carte judiciaire).
26. Τα ίδια κατά βάση ισχύουν και στο πεδίο του αστικού δικονομικού δικαίου. Μετά τη θέση σε ισχύ του νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας την 1.1.1976, οι σημαντικότερες εξελίξεις είναι η θεσμοθέτηση του συμβιβασμού (institutionnalisation de la conciliation) με το διάταγμα της 20ης Μαρτίου 1978 και η μετέπειτα αναμενόμενη συμπλήρωση του νέου αυτού Κώδικα με τα κεφάλαια i) της αναιρετικής διαδικασίας με τους νόμους της 12ης Ιουλίου 1978 και της 3ης Ιανουαρίου 1979 και το υπ’ αριθμόν 79-941/7.11.1979 εκτελεστικό αυτών Διάταγμα, ii) της διαιτησίας με το υπ’ αριθμόν 80-354/14.5.1980 διάταγμα iii) της αναγκαστικής εκτελέσεως επί κινητών πραγμάτων με τον υπ’ αριθμόν 91-650/9.7.1991 νόμο και το εκτελεστικό αυτού υπ’ αριθμόν 92-755/31.7.1992. διάταγμα, οι διατάξεις των οποίων δεν έχουν, όμως ακόμη κωδικοποιηθεί παρά τη σχετική πρόβλεψη που υπάρχει στο άρθρο 96 L. 91-650/9.7.1991[101]. Τέλος, ο Γάλλος νομοθέτης, ακολουθώντας την εξέλιξη της τεχνολογίας και τολμώντας να αναδομήσει τη ρύθμιση ενός εκ των σπουδαιότερων αποδεικτικών μέσων, διευθέτησε, με τις διατάξεις των άρθρων 1316-1 έως 1316-4 CC[102], το ζήτημα της αποδεικτικής δύναμης των ηλεκτρονικών εγγράφων, καθώς και το κρίσιμο θέμα της ηλεκτρονικής υπογραφής[103], επίκειται δε η συμπλήρωση του νέου γαλλικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και με το κεφάλαιο περί της αναγκαστικής εκτελέσεως επί ακινήτων για την οποία εξακολουθούν μέχρι σήμερα ισχύοντα τα άρθρα 673 – 779 του παλαιού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας του 1806, πράγμα που καθιστά εκ των πραγμάτων αναγκαία τη χρήση του επιθέτου ΄΄nouveau΄΄ μπροστά από τον Κώδικα του έτους 1976, προκειμένου να καθίσταται κάθε φορά σαφές σε ποιον εκ των δύο κωδίκων γίνεται αναφορά.[104] [105] [106] [107]
2. Η ιστορική αλληλεπίδραση μεταξύ γαλλικού και ελληνικού αστικού δικονομικού δικαίου [108]
2.1. Οι αρχαιοελληνικές βάσεις του επαναστατικού και σύγχρονου γαλλικού αστικού δικονομικού δικαίου
27. Όπως λέγεται συχνά, από την ελληνική επανάσταση του έτους 1821 και εντεύθεν το ελληνικό αστικό δικονομικό οικοδόμημα κτίστηκε με κυριότερη βάση το αντίστοιχο γαλλικό πρότυπο, γεγονός που είναι σήμερα ιστορικά και νομικά αδιαμφισβήτητο και γενικώς παραδεκτό. Ωστόσο, εκείνο που έχει μεγαλύτερη ιστορική και νομική αξία και συχνά παραβλέπεται είναι ότι το γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο, όπως διαμορφώθηκε ιδίως κατά τη γαλλική επανάσταση και εξελίχθηκε μετέπειτα επηρεάζοντας ισχυρά με τη συγκεκριμένη διαμόρφωσή του και τον αντίστοιχο ελληνικό δικαιικό κλάδο, περιείχε i) πολλά στοιχεία αμιγώς γαλλικής εμπνεύσεως τα οποία τα συνδύασε επιτυχώς με ii) τα εξειδικευμένα πρακτικά μέσα της ρωμαϊκής νομικής επιστήμης με, θέτοντάς τα, όμως, αμφότερα σε δυναμική περιστροφή γύρω από το iii) δημοκρατικό δικονομικό πυρήνα της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Αναλυτικότερα:
28. Η αναβίωση του αρχαιοελληνικού πολιτισμού στη Δύση ξεκινά με αργό ρυθμό μετά την άλωση της βυζαντινής πρωτεύουσας από τους Φράγκους το έτος 1204 και επιταχύνεται μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους το έτος 1453 και τη συνεπεία αυτής οριστική πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, όταν βυζαντινοί λόγιοι εγκαθίστανται αρχικά στην Ιταλία και μετά και στην υπόλοιπη δυτική Ευρώπη, διδάσκοντας την ελληνική γλώσσα, καθώς και τις φιλοσοφικές και τις εν γένει επιστημονικές γνώσεις των αρχαίων Ελλήνων. Η αναβίωση αυτή εκφράζεται κατά το 14ο-16ο αιώνα πρώτα και κύρια στην τέχνη και στις θετικές επιστήμες μέσω του φιλοσοφικού, επιστημονικού, φιλολογικού και καλλιτεχνικού κινήματος της Αναγεννήσεως (Renaissance) με φορέα την ανερχόμενη τότε στην Ευρώπη αστική τάξη και ολοκληρώνεται με την έκφρασή της και στις θεωρητικές επιστήμες, μεταξύ των οποίων και οι πολιτικές και οι νομικές τοιαύτες, κατά το 17ο-18ο αιώνα μέσω της οικονομικής, κοινωνικής, επιστημονικής, πολιτικής και γενικότερης ιδεολογικής κινήσεως του Διαφωτισμού (ή του Αιώνα των Φώτων, du Siècle des Lumières), είναι δε χαρακτηριστικό ότι ο Μοντεσκιέ (Montesquieu), ένας από τους Γάλλους διαφωτιστές που επηρέασαν έντονα με τις ιδέες τους τη διατύπωση των διατάξεων των γαλλικών επαναστατικών συνταγμάτων, στο γνωστότερο ίσως έργο του που δημοσίευσε το έτος 1748, το πνεύμα των Νόμων (L’esprit des lois), περιέλαβε και συγκριτική μελέτη πολλών θεσμών της αρχαιότητας ως την εποχή του.[109]
29. Η βαθύτατη αρχαιοελληνική επιρροή των μύχιων γνωρισμάτων του γαλλικού συστήματος απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης είναι, σε συνδυασμό και με όσα έχουν ήδη αναφερθεί ανωτέρω, γεγονός πασιφανές και ευχερώς διαπιστώσιμο. Οι δομικές και λειτουργικές δικονομικές αρχές του γαλλικού αστικού δικονομικού δικαίου που σμιλεύτηκαν κατά τη διάρκεια της γαλλικής επαναστάσεως, όπως η υποχρεωτική προσφυγή στη δικαιοσύνη για την επίλυση των διαφορών των πολιτών και η συνεπεία αυτής απαγόρευση της αρνησιδικίας, η παροχή από την πολιτεία έννομης προστασίας σε όλους, η αρχή της δημοσιότητας των δικών, η αρχή της μυστικότητας της διασκέψεως (ψηφοφορίας) των δικαστών, η αρχή του δεδικασμένου, η αρχή της ισότητας των διαδίκων, η μη αναγνώριση της ισότητας στην παρανομία, η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως των διαδίκων, η αρχή του να μη δικάζεται κανείς χωρίς να ακουστεί, η αρχή της τηρήσεως της προδικασίας, ο συνδυασμός κατηγορικού (ανακριτικού) και συζητητικού συστήματος, ο συνδυασμός του εγγράφου της διαδικασίας κυρίως στην προδικασία και της προφορικότητας κυρίως στο ακροατήριο, η αρχή της αμεσότητας της διεξαγωγής της δίκης, η αρχή της καλής πίστεως των διαδίκων, είναι όλες ανεξαιρέτως αρχές που διέπουν από την αρχή μέχρι το τέλος της την αρχαία αττική δίκη, είναι αρχές της ανθρωποκεντρικής αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας στη δικονομική τους έκφανση που για πρώτη φορά εφαρμόστηκαν στην πράξη μέσω του αθηναϊκού δημοκρατικού πολιτεύματος[110] και στη συνέχεια μέσω των κινημάτων της Αναγεννήσεως και του Διαφωτισμού γονιμοποίησαν και σημάδεψαν ανεξίτηλα και τη δυτική πολιτειακή δομή και δικονομική σκέψη.
30. Με αυτές, λοιπόν, τις αρχαιοελληνικές του βάσεις είναι που το επαναστατικό γαλλικό πρότυπο επηρέασε έντονα στη συνέχεια το ελληνικό αστικό δικονομικό δίκαιο και ως εκ τούτου δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ως συμπέρασμα ότι όσες βασικές δικονομικές αρχές σφυρηλατήθηκαν κατά τη διάρκεια της γαλλικής επαναστάσεως και στη συνέχεια κληροδοτήθηκαν από το γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο στο ελληνικό συνιστούν ένα πολύτιμο αντιδάνειο των αρχαιοελληνικών δημοκρατικών δικονομικών αρχών, όπως αυτές διαπλάστηκαν και προσαρμόστηκαν από τους εκπροσώπους του γαλλικού διαφωτισμού στο τύπο, τις ανάγκες και την πραγματικότητα της επαναστατικής γαλλικής κοινωνίας. Συνεπώς, η ιστορική κρισιμότητα και η νομική χρησιμότητα της εκ μέρους των απελευθερωμένων Ελλήνων υιοθετήσεως κατά μεγάλο ποσοστό του γαλλικού αστικού δικονομικού προτύπου δεν συνίσταται τόσο στην εισαγωγή εντελώς πρωτότυπων και πρωτόγνωρων δικονομικών κανονιστικών στοιχείων στην ελληνική έννομη τάξη, αλλά στο γεγονός ότι η ιστορική αυτή συγκυρία βοήθησε το ελληνικό σύστημα απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης να επανασυνδεθεί και να επιστρέψει στις ρίζες του ταχύτερα και περισσότερο προσαρμοσμένο στη νέα παγκόσμια πραγματικότητα.
2.2. Οι κυριότεροι λόγοι της επιδράσεως του επαναστατικού γαλλικού αστικού δικονομικού δικαίου στο νεοελληνικό αστικό δικονομικό δίκαιο
31. Με βάση όσα αναφέρθηκαν αμέσως παραπάνω, συνάγεται ότι ένας από τους βασικούς λόγους που ώθησαν το επαναστατημένο και στη συνέχεια απελευθερωθέν ελληνικό έθνος να ακολουθήσει κυρίως το γαλλικό αστικό δικονομικό πρότυπο είναι i) η σε μεγάλο βαθμό συμβατότητα των αρχών του με την ελληνική φιλοσοφική σκέψη και ιδιοσυγκρασία. Ωστόσο μόνο η συνδρομή του λόγου αυτού δεν θα ήταν αρκετή για να υποστηρίξει και να εξηγήσει επαρκώς την έντονη στροφή των νεοελλήνων προς τη γαλλική νομική σκέψη· είναι αναμφισβήτητα και λόγοι ιστορικοί και κοινωνικοί που βοήθησαν καταλυτικά προς την εξέλιξη αυτή, όπως κυρίως ii) το γεγονός της ακτινοβολίας της Γαλλίας του Ναπολέοντα τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή ως υπόδειγμα ενός κράτους δημοκρατικού και φιλελεύθερου που είχε κατορθώσει να οικοδομήσει σταθερές κρατικές δομές και συνακόλουθα ισχυρά δικαιικά θεμέλια και iii) η μεγαλύτερη εξοικείωση της ελληνικής άρχουσας τάξεως που κυβερνούσε τότε το νεοσύστατο ελληνικό κράτος με τη γαλλική γλώσσα και το γαλλικό πολιτισμό.[111]
32. Ο δυναμικός συνδυασμός των ανωτέρω συνιστωσών οδηγεί, στην προσαρμοσμένη στις ιδιαιτερότητες και στα τοπικά έθιμα της τότε ελληνικής κοινωνίας, καθώς και στην εδαφική διαμόρφωση του νέου κράτους σταθερή και αποκλειστική επιλογή του γαλλικού αστικού δικονομικού προτύπου τόσο με το ψήφισμα της 30ης Απριλίου 1822 ΄΄περί δικαστηρίων΄΄ όσο και με τα Ψηφίσματα ΙΘ΄ της 15ης Δεκεμβρίου 1828 ΄΄Περί τοῦ Διοργανι-σμοῦ τῶν Δικαστηρίων΄΄ και 152 της 15/27ης Αυγούστου 1830 του Κυβερνήτη, Ιωάννη Καποδίστρια, γαλλική αποκλειστικότητα που μετριάζεται, όμως, από την εισδοχή γερμανικών αστικών δικονομικών κανονιστικών στοιχείων στην ελληνική έννομη τάξη αφενός με τα Διατάγματα της 2/14 Φεβρουαρίου 1834 περί Οργανισμού των Δικαστηρίων και Συμβολαιογραφείων και της 2/14 Απριλίου 1834 περί Πολιτικής Δικονομίας του Μάουρερ και αφετέρου με νέο ισχύοντα ελληνικό Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ο οποίος απετέλεσε το έργο μιας ομάδας εξεχόντων Ελλήνων νομικών γερμανικής κυρίως παιδείας.
2.3. Τα προπύργια της γαλλικής επιρροής στο ισχύον ελληνικό αστικό δικονομικό δίκαιο
33. Οι ως άνω γερμανικές παρεμβάσεις αν και είχαν ασφαλώς ως αποτέλεσμα να μετριαστεί αρκετά η παρουσία του γαλλικού προτύπου στο ελληνικό αστικό δικονομικό δίκαιο, μολοταύτα η επίδραση της γαλλικής δικονομικής σκέψεως στο σημερινό ελληνικό σύστημα απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης εξακολουθεί να παραμένει ισχυρότατη με κυριότερα παραδείγματα[112]: α) τη διάκριση των δικαιοδοσιών σε πολιτική και διοικητική, β) τη διάκριση της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαιοδοτικών οργάνων σε αμφισβητούμενη και εκούσια, γ) την πρόβλεψη δύο βαθμών δικαιοδοσίας, δ) τον καθορισμό των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, ε) την άσκηση παρεμβάσεως, στ) τον τύπο και τη δομή των αποφάσεων[113], ζ) τη λειτουργία του ανωτάτου ακυρωτικού ως δικαιοδοτικού οργάνου επιφορτισμένου με την εξασφάλιση της ορθής εφαρμογής του νόμου και την ενότητα της παραγόμενης νομολογίας, η) τη ρύθμιση των ενδίκων μέσων της τριτανακοπής και της αναιρέσεως[114], θ) τη διαδικασία των ασφαλιστικών (προσωρινών) μέτρων[115] και ι) τη ρύθμιση της αναγκαστικής εκτελέσεως ως μιας εξωδικαστικής διαδικασίας, της οποίας οι πράξεις εκτελούνται από τον δικαστικό επιμελητή και όχι από το δικαιοδοτικό όργανο.
[1] Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορική εξέλιξη της απονομής δικαιοσύνης στη Γαλλία βλ. και στους δικτυακούς τόπους http://www.justice.gouv.fr, http://www. herodote.net και http://www.defense.gouv.fr.
[2] Οι σημερινοί Γάλλοι αποτελούν το γενετικό προϊόν της συνυπάρξεως στον ίδιο χώρο Ρωμαίων αποίκων, Φράγκων, οι οποίοι, άλλωστε, έχουν ονοματοθετήσει τόσο το σημερινό γαλλικό κράτος όσο και τους πολίτες του (France, français), και Γαλατών (Gaulois), οι οποίοι (Γαλάτες) εμφανίζονται και εγκαθίστανται στα εδάφη της σημερινής Γαλλίας ήδη από το 3000 π.Χ. Το γαλλικό κράτος, όμως, αρχίζει να υπάρχει ως ξεχωριστή κρατική οντότητα πολύ αργότερα και συγκεκριμένα μετά τη διάλυση της αυτοκρατορίας του Καρλομάγνου (Charlemagne) κατά τον 9ο αιώνα μ.Χ., η οποία περιελάμβανε τη σημερινή Γαλλία και Γερμανία, για το λόγο δε αυτόν η ιστορική αναδρομή στους αστικούς δικονομικούς θεσμούς του γαλλικού δικαίου ξεκινά από τον αιώνα αυτό με αφετηρία την περίοδο της μοναρχίας. Ειδικότερα, η γαλλική ιστορία ξεκινά κυρίως μετά την κατάρρευση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους, οπότε βάρβαροι επιδρομείς και ιδίως οι Φράγκοι εγκαθίστανται οριστικά στη χώρα, συγχωνεύονται με τους απογόνους των Γαλατών και των Ρωμαίων αποίκων και ιδρύουν την πρώτη δυναστεία των Μεροβιγγείων (448-551 μ.Χ.), κατά την βασιλεία της οποίας τα γαλλικά εδάφη χωρίζονται σε τέσσερα ανεξάρτητα βασίλεια που τα κυβερνούν ανεξάρτητοι Φράγκοι ηγεμόνες. Τα ανεξάρτητα αυτά κράτη ενώνονται κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Καρρολιγγείων (751-987 μ.Χ.) και ιδίως επί Καρλομάγνου, ο οποίος επεκτείνει το κράτος του και το 800 μ.Χ. ανακηρύσσεται ΄΄Αυτοκράτωρ της Δύσεως΄΄. Μετά το θάνατο του Καρλομάγνου η χώρα εξασθενεί από την ανάπτυξη και την επικράτηση του φεουδαρχικού συστήματος, το οποίο κατορθώνει να περιορίσει η δυναστεία των Καπετιδών (986-1137 μ.Χ.) με αποτέλεσμα την ενδυνάμωση της βασιλικής εξουσίας ιδίως κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Βαλουά (1328-1589 μ.Χ.). Ακολουθεί η τελευταία δυναστεία των Βουρβόνων (1589-1792 μ.Χ.), της οποίας σπουδαιότεροι ηγεμόνες είναι ο Ερρίκος IV (1589-1610 μ.Χ.) και ο Λουδοβίκος XIV (1643-1715 μ.Χ.). Για τη συνοπτική συνέχεια της γαλλικής ιστορίας μέχρι σήμερα βλ. κατωτ. υπό [§19] τη σχετική υποσημείωση.
[3] Αυτό φαίνεται ακόμη και από τη σύγχρονη ορολογία του γαλλικού αστικού δικονομικού δικαίου, αφού πολλοί σημερινοί όροι προέρχονται ευθέως από το παρελθόν, όπως, le palais (όρος που χρησιμοποιείται σήμερα με την έννοια του δικαστικού μεγάρου, αλλά παραπέμπει ευθέως στα χρόνια που η δικαιοσύνη απονεμόταν από το βασιλέα στο παλάτι), la chambre (όρος που χρησιμοποιείται σήμερα με την έννοια της δικαστικής αίθουσας ή του τμήματος, αλλά παραπέμπει ευθέως στην αίθουσα που εμφανιζόταν ο βασιλέας, το chambre d’apparat), le parquet (όρος που σήμερα σημαίνει τον εισαγγελέα, αλλά και το διακριτό χώρο του δικαστηρίου στον οποίο επιτρέπεται να βρίσκονται οι δικηγόροι και οι δικαστές· στο παρελθόν ήταν ο περιφραγμένος χώρος μέσα στη μεγάλη αίθουσα που προσδιοριζόταν στις τρεις του πλευρές από τις έδρες ων δικαστών και στην τέταρτη από έναν ξύλινο φράκτη (barre), αποτελούσε, δηλαδή, έναν ιερό κλειστό χώρο, έναν μικρό περίβολο, un petit parc ή un parquet), le barreau (όρος που σήμερα σημαίνει δικηγορικός σύλλογος· στο παρελθόν σήμαινε το σύνολο των δικηγόρων που κάθονταν derrière la barre, δηλαδή, πίσω από τον ξύλινο φράκτη του δικαστηρίου, la cour (βλ. κατωτ. υπό [§03] τη σχετική υποσημείωση κ.ά.
[4] Με το δεδομένο ότι πρόκειται περί ιστορικής αναδρομής του γαλλικού αστικού δικονομικού δικαίου, κρίνεται σκόπιμο να προταχθεί ως μοναδικό κριτήριο υποδιαιρέσεως των ενοτήτων που την πραγματεύονται, οι σε χρονολογική σειρά ιστορικές περίοδοι και όχι η διάκριση μεταξύ της εξελίξεως του οργανισμού των δικαστηρίων και του αστικού δικονομικού δικαίου εν στενή εννοία.
[5] Βλ. κατωτ. υπό [§§02-08].
[6] Βλ. κατωτ. υπό [§§09-14].
[7] Βλ. κατωτ. υπό [§§15-18].
[8] Βλ. κατωτ. υπό [§§19-24].
[9] Βλ. κατωτ. υπό [§§25-26].
[10] H. Vray, ειδ. βιβλ.1991, Avant-propos: Un peu d’histoire…, σελ.9-11.
[11] H. Vray, ειδ. βιβλ.1991, Avant-propos: Un peu d’histoire…, σελ.9.
[12] Με την εξέλιξη αυτή τίθενται στη Γαλλία οι βάσεις για τη δημιουργία της τάξεως των δικαστών, οι οποίοι αποτελούν αρχικά εξειδικευμένους συμβούλους του βασιλέα που ενδύονται τα βασιλικά χρώματα και σύμβολα κατά την άσκηση της κατά βασιλική εξουσιοδότηση δικαιοδοτικής λειτουργίας τους. Ειδικότερα, τα ενδύματά τους έχουν πορφυρό χρώμα και φορούν στρογγυλά βελούδινα καπέλα ως συμβολική υπενθύμιση του βασιλικού στέμματος.
[13] Εν είδει ενός πρωτόγονου - υποτυπώδους ενδίκου μέσου. Πρόκειται για τη λεγόμενη ΄΄παρακρατημένη δικαιοσύνη΄΄ (΄΄justice retenue΄΄) του Γάλλου βασιλέα, η οποία σήμερα επιζεί στην απονομή χάριτος (droit de grâce) από τον Γάλλο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, H. Vray, Droit privé, ειδ. βιβλ.1991, Avant-propos: Un peu d’histoire…, σελ.10.
[14] Έτσι εξηγείται γλωσσολογικά και το γεγονός ότι στη γαλλική γλώσσα οι λέξεις ‘αυλή’ και ‘δικαστήριο’ ταυτίζονται, αποδιδόμενες με την κοινή λέξη ‘cour’, προκειμένου για τους ανώτερους του πρωτοβάθμιου δικαιοδοτικούς σχηματισμούς (εφετεία και ακυρωτικό – Cours d’appel και Cour de cassation, αντίστοιχα).
[15] Οι αποφάσεις των παρλαμέντων ήταν τελεσίδικες και αποκαλούνταν arrêts. Υπέκειντο μόνο σε αναθεώρηση με ρητή βασιλική άδεια που δινόταν κατόπιν υποβολής σχετικής αιτήσεως στο Συμβούλιο του βασιλέα (conseil du roi), το οποίο αποτελεί τον προεπαναστατικό πρόγονο του σημερινού γαλλικού ακυρωτικού (Cour de cassation), βλ και Γ. Φέδερ, ειδ. βιβλ., Μέρος Πρώτον, Κεφάλαιο Δεύτερον: Περί της διαιρέσεως των ελληνικών δικαστηρίων και της πειθαρχικής εξουσίας, ενότ.Α΄, §11, σελ.116-117 και Β. Οικονομίδης, ειδ. βιβλ., Βιβλίον Πρώτον: Γενικόν Μέρος, Τμήμα πρώτον, Κεφάλαιο Δεύτερον, ενότ.α΄, §23, σελ.78-79.
[16] Το γεγονός ότι οι τρεις λειτουργίες της ενιαίας κρατικής εξουσίας, ήτοι η δικαιοδοτική, η νομοθετική και η εκτελεστική, δεν διακρίνονται ακόμη μεταξύ τους, έχει ως άμεσο αποτέλεσμα τα παρλαμέντα (parlements) να διαθέτουν απεριόριστη εξουσία. Δεν περιορίζονται μόνο στην απονομή της δικαιοσύνης και στην εφαρμογή των κανόνων δικαίου, αλλά εκτός αυτού ελέγχουν και τις δραστηριότητες της αστυνομίας και παρεμβαίνουν στο νομοθετικό έργο, αφού είχαν την εξουσία να εκδίδουν και γενικές κανονιστικές διατάξεις (arrêts de règlements) για τις κατώτερες αρχές, αποτελώντας έτσι συχνά το σοβαρότερο εμπόδιο στις εκάστοτε βασιλικές μεταρρυθμίσεις, βλ και Γ. Φέδερ, ειδ. βιβλ., Μέρος Πρώτον, Κεφάλαιο Δεύτερον: Περί της διαιρέσεως των ελληνικών δικαστηρίων και της πειθαρχικής εξουσίας, ενότ.Α΄, §11, σελ.116-117.
[17] Όπως π.χ. τα βασιλικά (juridictions royales), τα εξαιρετικά (juridictions d'exception) τα εκκλησιαστικά (juridictions ecclésiastiques), τα φεουδαλικά (juridictions seigneuriales), τα στρατιωτικά (sénéchaussées) και τα ναυτικά (maréchaussées) δικαστήρια, τα πρεβοτεία (tribunaux des prévôtés), τα παρλαμέντα, (parlements), τα αρχιδικαστήρια ή βαϊλικά δικαστήρια (bailliages) κ.ά. βλ. και . Em. Glasson – Al. Tissier – R. Morel (Γ. Θ. Ράμμος), ειδ. βιβλ., Τόμος Ι, §13, σελ.45 και βλ και Γ. Φέδερ, ειδ. βιβλ., Μέρος Πρώτον, Κεφάλαιο Δεύτερον: Περί της διαιρέσεως των ελληνικών δικαστηρίων και της πειθαρχικής εξουσίας, ενότ.Α΄, §11, σελ.116.
[18] Λόγω της συγχύσεως αυτής, οι διαδικασίες ενώπιον των δικαστηρίων είναι συχνά ατελείωτες, με ορισμένες υποθέσεις να κρίνονται ακόμη και πέντε [5] ή έξι [6] φορές και άλλες να διαρκούν μια ολόκληρη ζωή μεταβιβαζόμενες από γενεά σε γενεά.
[19] Όσο και αν ακούγεται παράδοξο, το σύστημα του ωνητού και μεταβιβαστού του δικαστικού αξιώματος είχε και υποστηρικτές (μεταξύ των οποίων και ο Montesquieu), οι οποίοι κατέτασσαν στα θετικά του εν λόγω συστήματος το γεγονός ότι εξασφάλιζε την ανεξαρτησία των δικαστών, πράγμα που, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί αληθές σε κάποιο βαθμό, δεν επαρκούσε για να αντισταθμίσει τα σοβαρότατα μειονεκτήματά του, όπως μεταξύ άλλων την αθλιότητα της οικονομικής συναλλαγής για την έκδοση δικαστικών αποφάσεων που οδηγούσε ακόμη και στην αρνησιδικία σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμής και την κατάληψη (αγορά) των δικαστικών αξιωμάτων από άτομα που δεν είχαν την ικανότητα και τις γνώσεις να ασχολούνται με σοβαρότατα ζητήματα που μπορούσαν να επηρεάσουν δραστικά τη ζωή και την περιουσία των πολιτών. Χαρακτηριστικά, ως προς αυτό το τελευταίο σημείο, είναι τα λόγια του Bourdaloue, ο οποίος γράφει: «Ένα παιδί στο οποίο κάποιος δεν θα εμπιστευόταν ούτε την πιο ασήμαντη οικογενειακή υπόθεση, έχει στα χέρια του τις υποθέσεις μιας ολόκληρης επαρχίας και τα δημόσια συμφέροντα».
[20] Για όλα τα ανωτέρω μελανά σημεία του βασιλικού καθεστώτος βλ. και Em. Glasson – Al. Tissier – R. Morel (Γ. Θ. Ράμμος), ειδ. βιβλ., Τόμος Ι, §13, σελ.46-47, J. Vincent - G. Montagnier - And. Varinard, ειδ. βιβλ., Introduction, Section I, §6, σελ..6-7 και H. Vray, Droit privé, ειδ. βιβλ,1991, Avant-propos: Un peu d’histoire…, σελ.10-11.
[21] Η ενοποίηση των εφαρμοστέων σε όλη τη γαλλική επικράτεια κανόνων δικαίου είναι σχετικά πρόσφατη.
[22] Το εισαγωγικό του αιτήματος έγγραφο αποδίδεται την εποχή αυτή με το λατινικό όρο ‘placet’ που προέρχεται από το λατινικό ρήμα placeo (– placui – placitum – placēre), το οποίο ως προσωπικό σημαίνει ΄΄αρέσω΄΄ και ως απρόσωπο ΄΄κρίνω, αποφασίζω΄΄. Το έγγραφο αυτό κατατίθεται στη γραμματεία και εγγράφεται σε έναν κύλινδρο περγαμηνής (rouleau de parchemin), δηλαδή, σε ένα ρολό (rôle – όρος που σήμερα χρησιμοποιείται στη Γαλλία για να αποδώσει ό,τι στην ελληνική δικονομική ορολογία εννοείται με τον όρο πινάκιο). Στην πράξη, οι αιτούντες με το ‘placet’ τους παρακαλούσαν τον βασιλέα να ευαρεστηθεί (placeo) να τους ακούσει και εμφανίζονταν ενώπιον του κατά τη σειρά που είχαν εγγραφεί στον κύλινδρο και κατά το μέτρο που ξετυλιγόταν η περγαμηνή (‘à tour de rôle’). Περαιτέρω, μέχρι τη γαλλική επανάσταση (1789) τα αποδεικτικά στοιχεία (pièces de procédure) φυλάσσονταν μέσα σε σάκους φτιαγμένους από κάνναβη, τους οποίους κρεμούσαν σε καρφιά. Όταν η υπόθεση ήταν έτοιμη ο δικηγόρος έλεγε «η υπόθεση είναι στο σάκο (l’affaire est dans le sac)» και κατά τη συζήτηση εξέθετε τα αιτήματά του και άδειαζε το σάκο.
[23] Βλ. κατωτ. υπό [§16].
[24] La famille de LAMOIGNON (de Basville) fait remonter ses prétentions nobiliaires au XIIIème siècle, mais dont l’importance ne datait que du règne de Louis XIII. Ils sont au départ des avocats puis leurs descendants deviennent des magistrats puissants qui gagnèrent la particule. Les Lamoignon commencèrent à s’élever sous Richelieu et en 1633 Chrestien de Lamoignon est président à mortier. Son fils Guillaume se consacre aux études et fréquente les savants de l’époque. Pendant la Fronde, il reste attaché au Roi et à Mazarin et fut nommé premier président en 1658. Il prit part au procès de Fouquet et fut un des plus actifs collaborateurs de Colbert. Il meurt en 1677. Guillaume de Lamoignon avait épousé Magdeleine Potier décédée en 1705, et eut deux fils et deux filles, βλ αναλυτικότερα στο δικτυακό τόπο http://www. milhars.com/lamoignon
[25] Το 1670 με άλλο Βασιλικό Διάταγμα (Ordonnance Royale de Colbert) καθορίζεται και η διαδικασία εκδικάσεως των εγκλημάτων. Πρόκειται για την πρώτη νομοθετική ένδειξη δημιουργίας έστω και σιωπηρά δύο διαφορετικών δικαιοδοσιών, της πολιτικής και της ποινικής. Για διοικητική δικαιοδοσία δεν μπορεί να γίνει ακόμη λόγος ακριβώς εξαιτίας του θεόσταλτου βασιλικού καθεστώτος, στα πλαίσια του οποίου θεωρείται αδιανόητο να παραπονιέται κάποιος για κακή άσκηση της εκ του Θεού εκπορευόμενης βασιλικής εξουσίας.
[26] J. Vincent – S. Guinchard, ειδ. βιβλ., Introduction générale pour la procédure, Section II, Sous-section A2a, §7, σελ.11.
[27] Em. Glasson – Al. Tissier – R. Morel (Γ. Θ. Ράμμος), ειδ. βιβλ., Τόμος Ι, §13, σελ.45 και §21, σελ.63. Βλ. και κατωτ. υπό [§16].
[28] Για τις ειδικότερες ρυθμίσεις που περιελάμβανε η Ordonnance Royale του έτους 1667 και την αξιολόγηση του κανονιστικού της περιεχομένου βλ. και Em. Glasson – Al. Tissier – R. Morel (Γ. Θ. Ράμμος), ειδ. βιβλ., Τόμος Ι, §13, σελ.45 και §23, σελ.74-76.
[29] H. Vray, ειδ. βιβλ.1992, Avant-propos, Section b, §3, σελ.6, όπου αναφέρεται επί λέξει «[...] la procédure civile, en France, n’a commencé à vivre une existence autonome qu’à partir du XVème siècle, pour se séparer totalement du «fond du droit» avec l’ordonnance royale de 1667, dont les principales dispositions ont été reprises par le Code de Procédure de 1807 […]».
[30] Από τον σφραγιδοφύλακα (chancelier) Maupeou.
[31] Em. Glasson – Al. Tissier – R. Morel (Γ. Θ. Ράμμος), ειδ. βιβλ., Τόμος Ι, §14, σελ.47-57 και §24, σελ.76-78.
[32] Έτσι μετονομάστηκε ιδία πρωτοβουλία η Γενική Συνέλευση των Τάξεων (États Généraux) που είχε συγκαλέσει ο Λουδοβίκος o 16os στις 5 Μαΐου του έτους 1789 στις Βερσαλλίες με θέμα την επιβολή νέων φόρων, σηματοδοτώντας τη χειραφέτηση των μελών της από το βασιλικό καθεστώς.
[33] Οι επαναστάτες επιθυμούν, σύμφωνα με τα περιεκτικά λόγια του μεγάλου Γάλλου ιστορικού Jules Michelet, «une justice de ce nom, non payée, non achetée [...], sortie du peuple et pour le peuple», δηλαδή, μια δικαιοσύνη αντάξια του ονόματός της, όχι πληρωμένη, όχι αγορασμένη, προερχόμενη από το λαό για το λαό.
[34] Κατά τη διάρκειας της περίφημης συνεδριάσεως της 4ης Αυγούστου 1789 η Συντακτική Συνέλευση καταργεί τα προνόμια, το αγοραστό του δικαστικού αξιώματος, τα φεουδαλικά δικαστήρια και τα παρλαμέντα, J. Vincent - G. Montagnier - And. Varinard, ειδ. βιβλ.., Introduction, Section I, §6, σελ.7.
[35] Βλ. και H. Vray, Droit privé, ειδ. βιβλ.1991, Avant-propos: Des principes encore actuels…, σελ.11-12.
[36] Οι επαναστάτες, λαμβάνοντας σοβαρά υπ’ όψιν τους τις απογοητεύσεις που γνώρισαν οι βασιλείς από τη συγκεντρωμένη εξουσία των Παρλαμέντων και φοβούμενοι ότι το ίδιο φαινόμενο θα αποτελέσει τροχοπέδη και των δικών τους μεταρρυθμίσεων, οικοδομούν ένα σύστημα που εμποδίζει τους δικαστές να παρεμβαίνουν τόσο στο εκτελεστικό όσο και στο νομοθετικό έργο. Από το δικαστή περιμένουν μόνο την αυστηρή εφαρμογή του νόμου, το γράμμα του οποίου, ως απορρέον από τη λαϊκή κυριαρχία, δεν επιδέχεται ούτε ερμηνεία ούτε διαστρέβλωση, για το λόγο δε αυτόν οι δικαστές υποχρεούνται πλέον να αναφέρονται στο νομοθέτη όταν κάποιος νόμος χρήζει ερμηνείας και τους απαγορεύεται ρητά και αυστηρά να θεσπίζουν οι ίδιοι αυθαίρετα κανόνες δικαίου.
[37] Στα πλαίσια της εγκαθιδρύσεως της διακρίσεως των λειτουργιών, οι επαναστάτες απαγορεύουν στους δικαστές να ασχολούνται με διαφορές που δημιουργούνται μεταξύ διοικήσεως και διοικουμένων. Δημιουργούνται, έτσι δύο διακριτές τάξεις (ordres), η διοικητική (ordre administratif), η οποία αντιστοιχεί στη σημερινή διοικητική δικαιοδοσία της δικαιοδοτικής λειτουργίας, αφού σε αυτήν υπάγονται όλες οι υποθέσεις αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας που δημιουργούνται μεταξύ πολιτών και διοικήσεως (contentieux administratif), και η δικαστική (ordre judiciaire), η οποία αντιστοιχεί στη σημερινή πολιτική και ποινική δικαιοδοσία της δικαστικής λειτουργίας, αφού σε αυτήν υπάγονται τόσο η επίλυση των διαφορών μεταξύ των ιδιωτών (la résolution des conflits entre personnes privées) όσο και η τιμώρηση των εγκλημάτων με την επιβολή ποινών (la sanction des infraction à la loi). Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι η διοικητική δικαιοδοσία, όπως νοείται σήμερα, δημιουργείται στη Γαλλία πολύ αργότερα, το έτος 1872, όταν η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ανατίθεται σε ανεξάρτητο δικαστή· μέχρι τότε οι διοικητικές διαφορές διευθετούνται από την ίδια τη διοίκηση, η οποία είναι ταυτόχρονα και δικάζουσα (δικαστής) και δικαζόμενη (διάδικος).
[38] Βλ. και J. Vincent - G. Montagnier - And. Varinard, ειδ. βιβλ., Introduction, Section I, §7, σελ.7.
[39] Τίτλος ΙΙ, άρθ.14 L.16-24.8.1790.
[40] Τίτλος ΙΙ, άρθ.14 L.16-24.8.1790.
[41] Τίτλος ΙΙ, άρθ.15 L.16-24.8.1790.
[42] J. Vincent – S. Guinchard, ειδ. βιβλ., Introduction générale pour la procédure, Section II, Sous-section A2a, §7-1, σελ.11.
[43] Τίτλος ΙΙ, άρθ.20 L.16-24.8.1790.
[44] Πρόκειται για τον πρόγονο των σημερινών γαλλικών μονομελών πρωτοδικείων. Βλ. και J. Vincent – S. Guinchard – G. Montagnier – An. Varinard, ειδ. βιβλ. Les juridictions, Chapitre 2, Section 1, Sous-section 1, §1-3, n.211, σελ.376.
[45] Βλ. και Λ. Σπεράντζας, ειδ. βιβλ., Μέρος Ι: Κατηγορίαι δικαστηρίων και οργάνωσις αυτών, §1, σελ.6-7.
[46] Βλ. J. Vincent – S. Guinchard – G. Montagnier – An. Varinard, ειδ. βιβλ. Les juridictions, Chapitre 2, Section 2, Sous-section 1, §1-7, n.219, σελ.384.
[47] Βλ. και Λ. Σπεράντζας, ειδ. βιβλ., Μέρος Ι: Κατηγορίαι δικαστηρίων και οργάνωσις αυτών, §2, σελ.7-8.
[48] Πρόκειται για τον αρχικό πρόγονο των σημερινών γαλλικών πολυμελών πρωτοδικείων. Βλ. και J. Vincent – S. Guinchard – G. Montagnier – An. Varinard, ειδ. βιβλ. Les juridictions, Chapitre 1, Section 1, §1, n.185, σελ.357.
[49] Σε περίπτωση διαφωνίας των διαδίκων, το επαρχιακό δικαιοδοτικό όργανο που θα δίκαζε τη λεγόμενη κυκλική έφεση (appel circulaire), καθοριζόταν μέσω μιας πολύπλοκης διαδικασίας, κατά την οποία για κάθε επαρχιακό δικαιοδοτικό όργανο συντασσόταν κατάλογος επτά γειτονικών επαρχιακών δικαιοδοτικών οργάνων, εκ των οποίων οι διάδικοι μπορούσαν να εξαιρέσουν τα έξι· το τελευταίο μη εξαιρεθέν θα ήταν το ΄΄εφετείο΄΄.
[50] Βλ. Λ. Σπεράντζας, ειδ. βιβλ., Μέρος Ι: Κατηγορίαι δικαστηρίων και οργάνωσις αυτών, §3, σελ.14 και J. Vincent – S. Guinchard – G. Montagnier – An. Varinard, ειδ. βιβλ. Les juridictions, Chapitre 1, Section 2, §§1-2, n.199, σελ.367.
[51] Βλ. και J. Vincent – S. Guinchard – G. Montagnier – An. Varinard, ειδ. βιβλ. Les juridictions, Chapitre 1, Section 1, §1, n.185, σελ.357.
[52] Πρόκειται για τον πρόγονο του σημερινού γαλλικού ακυρωτικού, Βλ. Λ. Σπεράντζας, ειδ. βιβλ., Μέρος Ι: Κατηγορίαι δικαστηρίων και οργάνωσις αυτών, §4, σελ.20, H. Régoli, ειδ. βιβλ., Chapitre 11, n.263, σελ.126.
[53] Η ευχέρεια των δικαστών του γαλλικού ακυρωτικού να ερμηνεύουν το νόμο θυσιάζεται στο βωμό της αυστηρής διακρίσεως των λειτουργιών, αφού στην περίπτωση που ανέκυπτε ζήτημα ερμηνείας του νόμου, οι δικαστές αναφέρονταν απευθείας στο νομοθέτη προς άρση της ασάφειας με τη λεγόμενη νομοθετική αναφορά (référé - législatif).
[54] Σύμφωνα με το Διάταγμα της 10ης Οκτωβρίου 1973, με το οποίο αρχίζει και επίσημα η περίοδος της Τρομοκρατίας, «η Κυβέρνηση της Γαλλίας θα είναι επαναστατική μέχρι την ειρήνη» («Le gouvernement de la France sera révolutionnaire jusqu'à la paix»), διατύπωση που υιοθετήθηκε από τη Συμβατική Συνέλευση (Convention) και προστέθηκε στο κείμενο του εν λόγω Διατάγματος με παρακίνηση του Louis Antoine Saint-Just, πρωταγωνιστή μαζί με τον Ροβεσπιέρο (Robespierre) της περιόδου αυτής.
[55] Οι διατάξεις του νόμου αυτού αποσκοπούσαν κυρίως στην ταχεία και άνευ περιπλοκών απονομή της δικαιοσύνης. Η εφαρμογή του, όμως, δίνει αφορμή σε πολλές καταχρήσεις, ώστε η επάνοδος μετά από μερικά χρόνια στο καθεστώς της Ordonnance Royale του έτους 1667 να θεωρείται ευτύχημα.
[56] Ο λεγόμενος ΄΄νόμος των υπόπτων΄΄ της 17ης Σεπτεμβρίου του έτους 1793 καθιστά ανενεργό το τεκμήριο αθωότητας.
[57] Em. Glasson – Al. Tissier – R. Morel (Γ. Θ. Ράμμος), ειδ. βιβλ., Τόμος Ι, §19, σελ.59-60 και §25, σελ.78-83.
[58] Ή την 18η Brumaire του Έτους VΙΙ, σύμφωνα με το λεγόμενο ΄΄Ημερολόγιο των Γάλλων΄΄ (Calendrier de Français), γνωστό και ως ΄΄Δημοκρατικό Ημερολόγιο΄΄, το οποίο θεσπίστηκε στις 24 Νοεμβρίου 1793, άρχισε να ισχύει αναδρομικά από τη γέννηση της Πρώτης Γαλλικής Δημοκρατίας στις 22 Σεπτεμβρίου 1792 και διατηρήθηκε σε ισχύ μέχρι το έτος 1806. Το νέο έτος άρχιζε από τη φθινοπωρινή ισημερία και κατά συνέπεια η περίοδος 22.9.1792/21.9.1793 αποτέλεσε το Έτος Ι, η περίοδος 22.9.1793/21.9.1794 το Έτος ΙΙ κ.ο.κ. Το ημερολόγιο αυτό χωριζόταν σε δώδεκα μήνες των τριάντα ημερών, οι οποίες χωρίζονταν σε τρεις δεκάδες και όχι σε εβδομάδες και είχε τρεις φθινοπωρινούς μήνες (Vendémiaire, Brumaire, Frimaire), τρεις χειμερινούς (Nivôse, Pluvôse, Ventôse), τρεις εαρινούς (Germinal, Floréal, Ptairial) και τρεις θερινούς (Medissor, Thermidor, Fructidor). Κάθε ΄΄δημοκρατικό΄΄ έτος είχε και πέντε πρόσθετες ημέρες πατριωτικών εορτών, ενώ στο τέλος κάθε δίσεκτου έτους προσετίθετο μία ακόμη ημέρα.
[59] Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Ναπολέων δεν καινοτομεί με την εισαγωγή στο νομικό προσκήνιο της Γαλλίας της συστηματικής κωδικοποιήσεως του δικαίου, αφού η μέθοδος αυτή είναι ήδη γνωστή από τα βυζαντινά χρόνια με λαμπρότερο παράδειγμα τον Ιουστινιάνειο Κώδικα στη δεύτερη έκδοση του οποίου (534 μ.Χ.) περιλήφθηκαν θεματικά σε δώδεκα [12] βιβλία όλες οι αυτοκρατορικές διατάξεις, ενώ μετέπειτα ακολούθησαν και άλλες τέτοιες βυζαντινές συστηματικές κωδικοποιήσεις με κυριότερη και γνωστότερη την περίφημη Ἑξάβιβλον τοῦ Ἀρμενοπούλου. Στον Ναπολέοντα, όμως, θα πρέπει να αναγνωριστεί η τελειοποίηση της μεθόδου αυτής i) με την αυστηρότερη και επιτυχέστερη διάκριση των ορίων μεταξύ των διαφόρων δικαιικών κλάδων, ii) με την οργάνωση της κωδικοποιημένης ύλης σε άρθρα και iii) κυρίως με την αυτόματη ενσωμάτωση των νέων τροποποιητικών ή καταργητικών διατάξεων στο σώμα των κωδίκων αυτών, ώστε μετά την πάροδο ορισμένων ετών να μην είναι απαραίτητες εκ νέου κωδικοποιήσεις και να υπάρχει έτσι άμεση εποπτεία του ισχύοντος δικαίου ανά πάσα στιγμή.
[60] Το σχετικό νομοσχέδιο ψηφίστηκε από το νομοθετικό σώμα από την 14η μέχρι την 29η Απριλίου του έτους 1806. Η Πολιτική Δικονομία που προήλθε από το νομοσχέδιο αυτό δημοσιεύθηκε με αλλεπάλληλους νόμους κατά τους μήνες Μάιο και Απρίλιο ιδίου έτους και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου του έτους 1807.
[61] Υπό τον Ναπολέοντα τίθενται σε ισχύ και άλλοι Κώδικες, όπως ο Εμπορικός (Code de Commerce), ο Ποινικός (Code Pénal) και ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (Code d’Instruction Criminelle).
[62] Πράγμα που εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από το γεγονός ότι η σύνταξη του νέου Κώδικα ανατέθηκε από τις 3 Germinal Χ έτους κυρίως σε δικαστές, δηλαδή, σε πρόσωπα που είχαν αναμιχθεί στην πρακτική εφαρμογή της πολιτικής δικονομίας και ως εκ τούτου είχαν κάθε λόγο να διατηρήσουν μεγάλο μέρος αυτής σε ισχύ. Ο Garsonnet, μάλιστα, χαρακτήρισε το νέο Κώδικα ως «δουλοπρεπές αντίγραφο της Ordonnance του 1667 και της πρακτικής του Châtelet των Παρισίων», βλ. και J. Vincent – S. Guinchard, ειδ. βιβλ., Introduction générale pour la procédure, Section II, Sous-section A2a, §7, σελ.11. Την ίδια αρνητική στάση απέναντι στον Κώδικα του 1806 κράτησε και ο Morel, χαρακτηρίζοντάς τον ως «une œuvre vieillie dès son entrée en vigueur», βλ. H. Croze - C. Morel, ειδ. βιβλ., Section II, Sous-section IB, §13, σελ.23 και Em. Blanc - J. Viatte ειδ. βιβλ., σελ.1. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί ότι ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας του έτους 1806 βελτίωσε σε πολλά σημεία τη διαδικασία ενώπιον των πολιτικών γαλλικών δικαιοδοτικών οργάνων, εισήχθη αυτούσιος στο Βέλγιο και στο Λουξεμβούργο και χρησίμευσε ως υπόδειγμα για τη σύνταξη πολλών αλλοδαπών κωδίκων, μεταξύ των οποίων ο ολλανδικός, ο ιταλικός και ο ελληνικός.
[63] Βλ. και J. Vincent - G. Montagnier - And. Varinard, ειδ. βιβλ., Introduction, Section I, §8, σελ.8.
[64] L.27 Ventôse VIII έτους.
[65] Βλ. και Λ. Σπεράντζας, ειδ. βιβλ., Μέρος Ι: Κατηγορίαι δικαστηρίων και οργάνωσις αυτών, §3, σελ.8-9.
[66] Πρόκειται για το ναπολεόντειο πρόγονο των σημερινών πολυμελών πρωτοδικείων, βλ. και J. Vincent – S. Guinchard – G. Montagnier – An. Varinard, ειδ. βιβλ. Les juridictions, Chapitre 1, Section 1, §1, n.185, σελ.357.
[67] Βλ. J. Vincent – S. Guinchard – G. Montagnier – An. Varinard, ειδ. βιβλ. Les juridictions, Chapitre 2, Section 2, Sous-section 2, §1, n.234, σελ.392.
[68] L.18.3.1806, Déc.11.6.1809 και Déc.25.2.1810.
[69] Κατά την επαναστατική και μετεπαναστατική περίοδο αποφεύγεται συστηματικά η χρήση όρων που παραπέμπουν στη περίοδο της Μοναρχίας, Βλ. Λ. Σπεράντζας, ειδ. βιβλ., Μέρος Ι: Κατηγορίαι δικαστηρίων και οργάνωσις αυτών, §3, σελ.14-15 και J. Vincent – S. Guinchard – G. Montagnier – An. Varinard, ειδ. βιβλ. Les juridictions, Chapitre 1, Section 2, §§1-2, n.199, σελ.367.
[70] L.18.4.1810.
[71] Δεν δικάζουν, δηλαδή, και τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των εξειδικευμένων πρωτοβάθμιων δικαιοδοτικών οργάνων που ιδρύονται σταδιακά (το 1806 ιδρύονται τα Εργατοδικεία, τα λεγόμενα Tribunaux de prud’hommes, που δικάζουν τις διαφορές μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών και το 1807 επανιδρύονται τα εμποροδικεία (tribunaux de commerce) που δικάζουν τις διαφορές μεταξύ εμπόρων).
[72] Βλ. και Λ. Σπεράντζας, ειδ. βιβλ., Μέρος Ι: Κατηγορίαι δικαστηρίων και οργάνωσις αυτών, §4, σελ.20-21.
[73] Βλ. και Λ. Σπεράντζας, ειδ. βιβλ., Μέρος Ι: Κατηγορίαι δικαστηρίων και οργάνωσις αυτών, §2 σελ.8.
[74] Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, το πολίτευμα της Γαλλίας παραμένει αμιγώς μοναρχικό μέχρι το έτος 1789. Μετά τη γαλλική Επανάσταση επικρατεί μια ενδιάμεση ρευστή πολιτειακή κατάσταση στην οποία προεξάρχει ο παραγκωνισμός του Λουδοβίκου του 16ου, ρευστότητα που τερματίζεται επίσημα στις 22 Σεπτεμβρίου 1792 με την ίδρυση της Πρώτης Γαλλικής Δημοκρατίας (I République Française), η οποία διαρκεί μέχρι το 1804, ότε και ιδρύεται η Πρώτη Γαλλική Αυτοκρατορία (I Empire Française) από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη Ι. Μετά την ήττα του Ναπολέοντα Ι στο Βατερλό (Waterloo) από τον Ουέλλιγκτον (Wellington) το 1815, αποκαθίσταται στη Γαλλία το μοναρχικό καθεστώς με μια σύντομη παλινόρθωση των Βουρβόνων (Λουδοβίκος XVIII, Κάρολος X, Λουδοβίκος-Φίλιππος) μέχρι το 1848, έτος κατά το οποίο ιδρύεται κατόπιν λαϊκής επαναστάσεως η βραχύβια (μόλις τριετής) Δεύτερη Γαλλική Δημοκρατία (IΙ République Française). Το έτος 1851, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Λουδοβίκος Ναπολέων Βοναπάρτης καταλύει το δημοκρατικό καθεστώς και ανακηρύσσεται αυτοκράτορας με το όνομα Ναπολέων ΙΙΙ, επαναφέροντας το αυτοκρατορικό καθεστώς με την ίδρυση της Δεύτερης Γαλλικής Αυτοκρατορίας (IΙ Empire Française), η οποία διαρκεί μέχρι το έτος 1871, όταν ο άνω Αυτοκράτορας απομακρύνεται εξαιτίας της βαριάς ήττας των Γάλλων από τους Γερμανούς στο γαλλογερμανικό πόλεμο το έτος 1870. Από το έτος αυτό (1871) και εντεύθεν το πολίτευμα της Γαλλίας παραμένει σταθερά δημοκρατικό με την ίδρυση της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας (IΙΙ République Française) το έτος 1872, της Τέταρτης (μεταπολεμικής) Γαλλικής Δημοκρατίας (IV République Française) το έτος 1945 και της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας (V République Française) μετά την κομβική συνταγματική μεταρρύθμιση του έτους 1958, πολιτειακή περίοδος που διαρκεί μέχρι σήμερα και αποκαλείται και ντεγκωλική επειδή έχει εμποτιστεί ιστορικά, νομικά και πολιτικά από την ισχυρή προσωπικότητα του Charles de Gaule. Για τη προηγούμενη του έτους 1792 ιστορική πορεία του γαλλικού έθνους βλ. ανωτ. υπό [§01] τη σχετική υποσημείωση.
[75] Em. Glasson – Al. Tissier – R. Morel (Γ. Θ. Ράμμος), ειδ. βιβλ., Τόμος Ι, §25, σελ.82 και §26, σελ.89-91.
[76] Em. Blanc - J. Viatte, ειδ. βιβλ., Introduction, σελ.1-2.
[77] Βλ. και J. Vincent - G. Montagnier - And. Varinard, ειδ. βιβλ., Introduction, Section I, §9, σελ.9-10.
[78] Em. Glasson – Al. Tissier – R. Morel (Γ. Θ. Ράμμος), ειδ. βιβλ., Τόμος Ι, §20, σελ.60-61.
[79] Βλ. και J. Vincent – S. Guinchard – G. Montagnier – An. Varinard, ειδ. βιβλ. Les juridictions, Chapitre 2, Section 2, Sous-section 4, n.268, σελ.406.
[80] Βλ. και J. Vincent – S. Guinchard – G. Montagnier – An. Varinard, ειδ. βιβλ. Les juridictions, Chapitre 2, Section 2, Sous-section 3, n.263, σελ.403.
[81] Βλ. και J. Vincent - G. Montagnier - And. Varinard, ειδ. βιβλ., Introduction, Section I, §10-14, σελ.10-13.
[82] Βλ. και J. Vincent – S. Guinchard – G. Montagnier – An. Varinard, ειδ. βιβλ. Les juridictions, Chapitre 2, Section 1, Sous-section 1, §1-3, n.211, σελ.376.
[83] Τροποποιούνται ριζικά η σύνθεση και οι αρμοδιότητες του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου (Conseil Supérieur de la Magistrature) και δημιουργείται το Εθνικό Κέντρο Δικαστικών Σπουδών (Centre National d’Études Judiciaires – CNEJ), που μετονομάζεται αργότερα σε Εθνική Σχολή Δικαστών (École Nationale de la Magistrature - ENM).
[84] Όλοι οι γραμματείς, πλην αυτών των Εμποροδικείων, γίνονται δημόσιοι υπάλληλοι.
[85] Ο οποίος τίθεται σε ισχύ από τις 16 Σεπτεμβρίου 1972.
[86] Πριν το νόμο αυτόν υπήρχαν τρία είδη δικηγόρων, l’avocat, l’avoué de grande instance et l’agréé, τα οποία έκτοτε ενοποιούνται και μόνο ένα πρόσωπο, l’avocat, διενεργεί όλες τις πράξεις που μέχρι πρότινος ήταν μοιρασμένες μεταξύ του avocat και του avoué.
[87] J. Vincent – S. Guinchard, ειδ. βιβλ., Introduction générale pour la procédure, Section II, Sous-section A2a, §7-2, σελ.12.
[88] Ο θεσμός αυτός εφαρμόζεται αρχικά πειραματικά σε δέκα τέσσερα [14] εφετεία (Aix, Besançon, Caen, Chambéry, Dijon, Grenoble, Lyon, Montpellier, Nancy, Nîmes, Poitiers, Reims, Riom, Rouen) και στο μοναδικό πολυμελές πρωτοδικείου της δικαστικής περιφέρειας των Παρισίων, αυτό της Pontoise. Είναι ευνόητο ότι προδικαστικό στάδιο υπήρχε στη γαλλική πολιτική δίκη και πριν από την εισαγωγή του θεσμού του εισηγητή δικαστή,, αλλά είχε διαφορετικά όρια· μέχρι το έτος 1944 η προδικασία τελείωνε όταν οι προτάσεις των διαδίκων είχαν κατατεθεί κατ’ αντιμωλίαν στο ακροατήριο και μετά το νόμο της 15ης Ιουλίου 1944 όταν ο δικαστής που διεύθυνε τη συζήτηση είχε αρχίσει την αναφορά του. Με την εισαγωγή του θεσμού του εισηγητή δικαστή, όμως, η προδικασία γίνεται πλέον το συνώνυμο της αποδεικτικής διαδικασίας, Em. Blanc - J. Viatte, ειδ.βιβλ., Introduction, σελ.2-3. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στη χώρα μας, ο θεσμός του εισηγητή δικαστή στη Γαλλία ενσωματώθηκε στο νέο γαλλικό Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και μέχρι σήμερα κρίνεται θετική η συμβολή του στη διαλεκτική συναρμογή των δύο αντιστρόφως ανάλογων σκοπών της δίκης, ήτοι της ταχύτητας και της ποιότητας απονομής της δικαιοσύνης.
[89] Η εξέλιξη αυτή είναι ιδιαιτέρως εμφανής στην πλειοψηφία των διατάξεων που ρυθμίζουν τη γαλλική αποδεικτική διαδικασία. Η δίκη παύει πλέον να είναι ένα είδος αγώνα μεταξύ των διαδίκων, τον οποίο ο δικαστής μπορεί μόνο να διαιτητεύει. Ο ρόλος του ενισχύεται αποφασιστικά, δεδομένου ότι η διάταξη των περισσότερων αποδεικτικών μέσων είναι θέμα της προσωπικής του εκτιμήσεως. Αν ο Γάλλος δικαστής κρίνει ότι το αιτούμενο υπό των διαδίκων αποδεικτικό μέσο είναι ανώφελο ή αν θεωρήσει ότι τα ήδη προσκομισθέντα στοιχεία του είναι αρκετά για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως, τότε μπορεί να μην προβεί στη διάταξη του μέτρου αυτού. Αντιθέτως, αν κρίνει ότι τα εισφερθέντα στη δίκη στοιχεία δεν επαρκούν για την απόδειξη των ισχυρισμών των διαδίκων, τότε μπορεί ακόμη και αυτεπαγγέλτως να διατάξει αποδείξεις.
[90] Σ. Βλαστός, ειδ. βιβλ., Δ. 9.604.
[91] Βλ. και J. Vincent - G. Montagnier - And. Varinard, ειδ. βιβλ., Introduction, Section I, §15d, σελ.14.
[92] Το έτος 1969 παραιτείται από την Προεδρία της γαλλικής Δημοκρατίας ο Charles de Gaule, μετά την ήττα που υπέστη σε δημοψήφισμα σχετικό με τις μεταρρυθμίσεις στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Καθήκοντα νέου Προέδρου αναλαμβάνει ο Georges Pompidou μέχρι το θάνατό του το έτος 1974.
[93] H. Croze - C. Morel, ειδ. βιβλ., Section II, Sous-section IB, §13, σελ.23-24.
[94] J. Vincent – S. Guinchard, ειδ. βιβλ., Introduction générale pour la procédure, Section II, Sous-section A2a, §7-2, σελ.12.
[95] G. Couchez, ειδ. βιβλ., Introduction, §4, Section A1, Sous-section 6, σελ.6.
[96] Η σημερινή εκσυγχρονισμένη μορφή της γαλλικής αναιρετικής διαδικασίας, όπως βρίσκεται στον ισχύοντα γαλλικό Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, διαπλάστηκε στα βασικά της σημεία από τους νόμους της 12ης Ιουλίου 1978 και της 3ης Ιανουαρίου 1979 και το υπ’ αριθμόν 79-941/7.11.1979 Διάταγμα, Σ. Βλαστός, ειδ. βιβλ., Δ 10.813.
[97] Em. Blanc - J. Viatte, ειδ. βιβλ., Introduction, σελ.3-4.
[98] Βλ. και J. Vincent - G. Montagnier - And. Varinard, ειδ. βιβλ., Introduction, Section I, §14, σελ.12.
[99] Η σύνταξη του κώδικα αυτού προαναγγέλλεται ήδη από το έτος 1972 με το άρθρο 15 του Νόμου 72-625 της 5ης Ιουλίου 1972. Όταν τίθεται σε ισχύ, περιλαμβάνει δύο μέρη, ένα νομοθετικό (législative - Déc.78-329 du 16 mars 1978) και ένα κανονιστικό (réglementaire - Déc.78-330 du 16 mars 1978), G. Couchez, ειδ. βιβλ., Introduction, §4, Section A1, Sous-section 7, σελ.6 και Βλ. και J. Vincent - G. Montagnier - And. Varinard, ειδ. βιβλ., Introduction, Section I, §15e, σελ.14.
[100] Στη Γαλλία έχει θεσμοθετηθεί ήδη από το έτος 1851 η νομική επικουρία (assistance judiciaire) πολιτών μειωμένων εισοδημάτων ή στερούμενων παντελώς πόρων, θεσμός που μεταπλάσθηκε στη νομική βοήθεια (d’aide judiciaire) με το νόμο 72-11/ 3.1.1972.
[101] G. Couchez, ειδ. βιβλ., Introduction, §4, Section A1, Sous-section 6, σελ.6 και J. Vincent – J. Prévault, ειδ. βιβλ., Introduction, Section IV, §B, σελ.12-13.
[102] Οι νέες αυτές διατάξεις προστέθηκαν με τα art.1–III, 3 και 4 του L.2000-230, 13 mars 2000.
[103] Για τα ζητήματα αυτά, που δεν έχουν ακόμη διευθετηθεί από το ελληνικό δίκαιο, βλ. αναλυτικότερα του ιδίου, ειδ. βιβλ. Μάρτιος 2003, Κεφάλαιο Β΄: Τα αποδεικτικά μέσα του γαλλικού Αστικού Κώδικα, ενότ.1, υποενότ.1.2., §043-047, σελ.25-28.
[104] Για την ιστορική εξέλιξη του θεσμού των ασφαλιστικών μέτρων, βλ. του ιδίου, ειδ. βιβλ. Αύγουστος - Σεπτέμβριος 2003, Εισαγωγή, ενότ.2, §§007-009, σελ.5-7.
[105] Για την ιστορική εξέλιξη του εκτάκτου ενδίκου μέσου της τριτανακοπής, βλ. Στ. Πανταζόπουλος, ειδ. βιβλ., σελ. 120-122, και Em. Glasson – Al. Tissier – R. Morel (Γ. Θ. Ράμμος), ειδ. βιβλ., Τόμος IV, αριθ.981, σελ.783-785.
[106] Για την ιστορική εξέλιξη του εκτάκτου ενδίκου μέσου της αναψηλαφήσεως, Em. Glasson – Al. Tissier – R. Morel (Γ. Θ. Ράμμος), ειδ. βιβλ., Τόμος IV, αριθ.917, σελ.567-569, αριθ.921, σελ.586-591 και αριθ.929-931, σελ.616-620).
[107] Για την ιστορική εξέλιξη του εκτάκτου ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, Em. Glasson – Al. Tissier – R. Morel (Γ. Θ. Ράμμος), ειδ. βιβλ., Τόμος IV, αριθ.933, σελ.627.
[108] Για μια περιεκτική συνοπτική παρουσίαση της ιστορικής εξελίξεως του ελληνικού συστήματος απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης βλ. και Pelayia Yessiou – Faltsi, ειδ. βιβλ., General Introduction, Chapter 1: General Background, §2, unit Ι, σελ.6-11, με τις εκεί ενδιαφέρουσες υποσημειώσεις, και για μια αναλυτικότερη βλ. του ιδίου, ειδ. βιβλ., Δ.2005(36).490-520.
[109] Είναι εκπληκτικό το πόσο ομοιάζουν οι ιδέες μεγάλων Διαφωτιστών (Λοκ, Μοντεσκιέ, Ρουσσό, Βολταίρου κ.ά.) με τις ιδέες πολλών αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, όπως π.χ. με αυτές του Αντιφώντος, ενός σοφιστή σύγχρονου του Σωκράτη, ο οποίος ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ. διακρίνει το δίκαιο σε φυσικό και θετικό, τονίζοντας την υπεροχή του πρώτου, υποστηρίζει ότι οι ανθρώπινες κοινωνίες σχηματίστηκαν ύστερα από συμφωνία (συμβόλαιο) των μελών τους (Χρῷτ’ ἄν οὖν ἄνθρωπος μάλιστα ἑαυτῷ ξυμφερόντως δικαιοσύνῃ, εἰ μετά μέν μαρτύρων τούς νόμους μεγάλους ἄγοι, μονούμενος δέ μαρτύρων τά τῆς φύσεως· τά μέν γάρ τῶν νόμων ἐπίθετα, τά δέ τῆς φύσεως ἀναγκαία· καί τά μέν τῶν νόμων ὁμολογηθέντα οὐ φύντ’ ἐστἰν, τά δέ τῆς φύσεως φύντα οὐχ ὁμολογηθέντα) και διακηρύσσει την ισότητα όλων των ανθρώπων (Τούς ἐκ καλῶν πατέρων, ἐπαιδούμεθα καί σεβόμεθα, τούς δέ ἐκ μή καλοῦ οἴκου ὄντας οὔτε ἐπαιδούμεθα οὔτε σεβόμεθα. Ἐν τούτῳ δέ πρός ἀλλήλους βεβαρβαρώμεθα, ἐπεί φύσει πάντα πάντες ὁμοίως πεφύκαμεν καί βάρβαροι καί Ἕλληνες εἶναι. Σκοπείν δέ παρέχειν τά τῶν φυσει ὄντων ἀναγκαίων πᾶσιν ἀνθρώποις· πορίσαι τε κατά ταὐτά δυνατά πᾶσι, καί ἐν πᾶσι τούτοις οὔτε βάρβαρος ἀφώρισται ἡμῶν οὐδείς οὔτε Ἕλλην· ἀναπνέομέν τε γάρ εἰς τόν ἀέρα ἅπαντες κατά τό στόμα καί κατά τάς ῥίνας και ἐσθίομεν χερσίν ἅπαντες).
[110] Βλ. αναλυτικότερα και Π. Κυριακόπουλος, ειδ. βιβλ., Μέρος Δεύτερο:Αττικό Δίκαιο, Κεφάλαιο Πρώτο, §1-23 σελ.538-556.
[111] Γ. Νικολόπουλος, ειδ. βιβλ., Δ. 32.181, και στη γαλλική γλώσσα G. Nikolopoulos, ειδ. βιβλ., Δ. 32.191, καθώς και St. Matthias, ειδ. βιβλ., Grèce, Deuxième Partie, Procédure Civile, σελ.385-386.
[112] Γ. Νικολόπουλος, ειδ. βιβλ., Δ. 32.181-191, και στη γαλλική γλώσσα G. Nikolopoulos, ειδ. βιβλ., Δ. 32.191-201, καθώς και St. Matthias, ειδ. βιβλ., Grèce, Deuxième Partie, Procédure Civile, σελ.386-387.
[113] Για το ζήτημα αυτό βλ. και του ιδίου, ειδ. βιβλ. Μάιος - Ιούλιος 2003, Κεφάλαιο Α΄: Οι δικαστικές αποφάσεις, ενότ.3, υποενότ.3.2.-3.5., §089-095, σελ.63-67.
[114] Για το ζητήματα αυτά βλ. και του ιδίου, ειδ. βιβλ. Μάιος - Ιούλιος 2003, Κεφάλαιο Δ΄: Τα έκτακτα ένδικα μέσα, ενότ.2, υποενότ.2.1.-2.7., §194-216, σελ.146-165 και ενότ.4, υποενότ.4.1.-4.7., §231-260, σελ.177-200, αντίστοιχα.
[115] Για το ζήτημα αυτό βλ. και του ιδίου, ειδ. βιβλ. Αύγουστος - Σεπτέμβριος 2003.