Παντελεήμων Ρεντούλης
Η τριτανακοπή στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο
Δημοσιευμένο στη ΔΙΚΗ 2005 σ. 1082-1094
1 Γενικές παρατηρήσεις
1. Η ρύθμιση της τριτανακοπής ως ενδίκου μέσου το οποίο διασφαλίζει τα συμφέροντα τρίτων προσώπων που θίγονται από την εκδοθείσα μεταξύ άλλων δικαστική απόφαση είναι ιστορικά και νομικά θεσμός γαλλικής εμπνεύσεως και προελεύσεως, ο οποίος, λόγω της επιτυχίας που γνώρισε στη γαλλική δικονομική πρακτική, μετακενώθηκε και σε άλλες ευρωπαϊκές έννομες τάξεις. Πιο συγκεκριμένα η τριτανακοπή ως αυτόνομο και με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ένδικο μέσο γεννήθηκε περίπου στα τέλη του 16ου αιώνα από την ίδια τη γαλλική δικαστική καθημερινότητα, ενώ γνώρισε την πρώτη γραπτή νομοθετική της αποτύπωση στη θεμελιώδη για τη γαλλική πολιτική δικονομία Ordonnance Royale του έτους 1667 και την πρώτη κωδικοποίηση των διατάξεων της στα άρθρα 474-479 του Ναπολεόντειου Κώδικα του 1806. Το συγκεκριμένο ένδικο μέσο, λοιπόν, αποτέλεσε αρχικά θεσμό εθιμικής προελεύσεως που έτυχε αργότερα γραπτής νομοθετικής αναγνωρίσεως .[3]
2. Η νέα γαλλική ρύθμιση του ενδίκου μέσου της τριτανακοπής υιοθέτησε πολλές από τις παλαιές ρυθμίσεις του κώδικα του 1806 και κυρίως τις αφορώσες στις προϋποθέσεις ασκήσεώς της, στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στη διάκρισή της σε κύρια και παρεμπίπτουσα και στη δυνατότητα του δικάζοντος δικαστή να αναστείλει την εκτελεστότητα της τριτανακοπτομένης δικαστικής αποφάσεως, αλλά παράλληλα προχώρησε στην νομοθετική κάλυψη της προγενέστερης θεωρητικής και νομολογιακής επεξεργασίας των ζητημάτων που σχετίζονταν με το συγκεκριμένο ένδικο μέσο, περιλαμβάνοντας διατάξεις για τις υποκείμενες σε τριτανακοπή αποφάσεις, για την ενεργητική και την παθητική νομιμοποίηση (ομοδικία), για τη προθεσμία ασκήσεώς της, για τα αποτελέσματά της και για τα ένδικα μέσα που επιτρέπονται κατά της δικαστικής αποφάσεως που εκδίδεται επί της τριτανακοπής.
1.2. Δικαιοπολιτικός λόγος – ορισμός
3. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι ο σύγχρονος Γάλλος νομοθέτης, στα πλαίσια του νομοθετικού εκσυγχρονισμού και της συστηματοποιήσεως της ρυθμίσεως της τριτανακοπής, επέλεξε να τοποθετήσει τις σχετικές με αυτή διατάξεις αμέσως μετά τη ρύθμιση του τακτικού ενδίκου μέσου της ανακοπής ερημοδικίας, λαμβάνοντας προφανώς υπόψη του ότι και τα δύο αυτά ένδικα μέσα οφείλουν την ύπαρξή τους στην ίδια βασική αρχή που επιτάσσει ότι κανείς δεν μπορεί να καταδικαστεί χωρίς προηγουμένως να ακουστεί. Η τονισμένη αυτή φράση αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του οικοδομήματος του εξεταζόμενου ενδίκου μέσου, δεδομένου ότι η τριτανακοπή δεν είναι απλώς ο τρόπος για να αποτάξει κάποιος τρίτος από τη σφαίρα των συμφερόντων του τις συνέπειες μιας δικαστικής αποφάσεως που εκδόθηκε μεταξύ άλλων, αλλά κατά πρώτο και κύριο λόγο αποτελεί τη νομοθετική θεραπεία έναντι της παθολογικής καταστάσεως που δημιουργείται από τη δικαστική διάγνωση και κρίση περί των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων ενός προσώπου, δίχως το τελευταίο αυτό να είχε την ευκαιρία να συμμετάσχει στη σχετική δίκη και να ακουστεί από τον κρίνοντα δικαστή.[4]
4. Αναμφισβήτητα, από τα πιο σημαντικά σημεία της νέας νομοθετικής ρυθμίσεως του εν λόγω ενδίκου μέσου, είναι η σαφής πλέον συστηματική κατάταξή του μεταξύ των εκτάκτων ενδίκων μέσων με την παράθεση ενός ορισμού που θυμίζει έντονα τον αντίστοιχο νομοθετικό ορισμό της ανακοπής ερημοδικίας. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 582 al.1 NCPC, ορίζεται ότι η τριτανακοπή[5] είναι το ένδικό μέσο με το οποίο σκοπείται είτε η απόσυρση είτε η μεταρρύθμιση[6] μιας δικαστικής αποφάσεως εις όφελος του τρίτου που την προσβάλλει.
1.3. Η χρησιμότητα της τριτανακοπής
5. Ο ανωτέρω νομοθετικός ορισμός, παρά την περιεκτική του διατύπωση, δεν είναι σε θέση να αποδώσει με σαφήνεια το διπλό ρόλο που επιτελεί το εξεταζόμενο ένδικο μέσο στο γαλλικό δικονομικό σύστημα[7]. Πιο συγκεκριμένα η τριτανακοπή είναι το έκτακτο ένδικο μέσο που 1) αφενός παρέχεται σε πρόσωπα που δεν ήταν διάδικοι ούτε εκπροσωπήθηκαν στη δίκη ούτε είναι διάδοχοι των προσώπων αυτών, προκειμένου να επιτύχουν την εξαφάνιση ή τη μεταρρύθμιση της αποφάσεως που τους επιφέρει βλάβη και 2) αφετέρου παρέχεται και σε πρόσωπα που εκπροσωπήθηκαν στη δίκη ή είναι διάδοχοι των διαδίκων και ως εκ τούτου δεσμεύονται από τη βλαβερή για τα συμφέροντά τους απόφαση, προκειμένου να την ανατρέψουν στην περίπτωση που αποδείξουν ότι εξεδόθη κατόπιν συμπαιγνίας ή δόλου των διαδίκων[8]. Βέβαια, και για τις δύο ως άνω περιπτώσεις είναι δυνατόν να υπάρξουν δικονομικά υποκατάστατα της τριτανακοπής, αφού στην μεν πρώτη ο τρίτος θα μπορεί να αντιτάξει την ένσταση της σχετικής ισχύος του δεδικασμένου βάσει του άρθρου 1351 CC[9] ή να ασκήσει τα προβλεπόμενα ένδικα βοηθήματα κατά της εκτελέσεως που τυχόν επισπεύδεται σε βάρος του, ενώ και στις δύο περιπτώσεις τα εν λόγω πρόσωπα θα μπορούν, αν λάβουν έγκαιρα γνώση της εν εξελίξει δίκης να ασκήσουν παρέμβαση.[10]
6. Καθίσταται, λοιπόν, προφανές ότι, στο γαλλικό δίκαιο, το ένδικο μέσο της τριτανακοπής υπάρχει για να καλύπτει τις περιπτώσεις εκείνες που οι τρίτοι έχασαν την ευκαιρία να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους κατά τη διάρκεια μιας δίκης, είτε διότι δεν γνώριζαν την ύπαρξή της προκειμένου να παρέμβουν είτε διότι, αν και γνώριζαν τον εν εξελίξει δικαστικό αγώνα, εκ των υστέρων αντιλήφθηκαν ότι η εκδοθείσα απόφαση ήταν προϊόν κακόβουλης συμπεριφοράς των διαδίκων. Και στις δύο ως άνω περιπτώσεις, όμως, το ένδικο μέσο της τριτανακοπής στρέφεται κατά του δεδικασμένου που απορρέει από την τριτανακοπτομένη, με τη μόνη διαφορά ότι στην μεν πρώτη περίπτωση αφορά δεδικασμένο που δεσμεύει μόνο τους καθ’ ων η τριτανακοπή και απλώς ζητείται η απαλοιφή των συνεπειών του από τα συμφέροντα του τριτανακόπτοντος, στη δε δεύτερη στρέφεται κατά ενός κατασκευασμένου δεδικασμένου που παρήχθη κατά τρόπο συνωμοτικό και δόλιο. Για το λόγο, αυτόν ο δικονομικός ρόλος της τριτανακοπής ανέκαθεν ήταν και είναι άρρηκτα συνδεδεμένος στο γαλλικό δίκαιο με την έκταση που καταλαμβάνουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση τα αντικειμενικά και κυρίως τα υποκειμενικά όρια είτε της εξουσίας είτε της ισχύος του δεδικασμένου.[11] [12]
7. Ο καλύτερος, όμως, τρόπος για να γίνουν καλύτερα κατανοητά ο δικαιοπολιτικός λόγος, η χρησιμότητα και ο σκοπός του ενδίκου αυτού μέσου της τριτανακοπής είναι η σύντομη αλλά διεξοδικότερη ενασχόληση με τη σύγχρονη ρύθμιση αυτού του γνήσιου τέκνου της γαλλικής δικονομικής πρακτικής, που έχει στις βασικές της γραμμές ως εξής:
2. Αποφάσεις υποκείμενες σε τριτανακοπή[13] [14]
8.[15] Το ζήτημα των υποκείμενων σε τριτανακοπή αποφάσεων αντιμετωπίζεται με σαφήνεια στο άρθρο 585 NCPC, το οποίο, σε πλήρη εναρμόνιση με την προγενέστερη νομολογία, αναφέρει ότι σε τριτανακοπή υπόκειται κάθε δικαστική απόφαση, εκτός αν ο νόμος ορίζει άλλως. Από τη γενική αυτή διατύπωση, αλλά και από συγκεκριμένες διατάξεις της ρυθμίσεως της τριτανακοπής προκύπτει ότι στο ένδικο αυτό μέσο υπόκεινται και οι αποφάσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας. Το εν λόγω ένδικο μέσο πλήττει και στρέφεται μόνο κατά του διατακτικού της προσβαλλομένης δικαστικής αποφάσεως και όχι κατά των αιτιολογιών της[16] [17], γεγονός που προφανώς οφείλεται στη στενή σχέση τριτανακοπής και δεδικασμένου. Περαιτέρω, η αμφισβήτηση που υπήρχε για μεγάλο χρονικό διάστημα στη γαλλική θεωρία και νομολογία σχετικά με το αν υπόκεινται σε τριτανακοπή οι αποφάσεις που αφορούν στην προσωπική κατάσταση των διαδίκων[18], λύθηκε τελικά από το γαλλικό Ακυρωτικό υπέρ της καταφατικής απόψεως[19], με τον αποκλεισμό, όμως, των περιπτώσεων διαζυγίου και σωματικού χωρισμού[20]. Αυτονόητο είναι ότι με τριτανακοπή προσβάλλονται και οι αποφάσεις που εκδόθηκαν επί εφέσεως.[21] [22]
9. Όσον αφορά τις δικαστικές αποφάσεις που διατάσσουν προσωρινά μέτρα, τα γαλλικά δικαστήρια με σειρά αποφάσεων τους έχουν κρίνει ότι τριτανακοπή επιτρέπεται και κατά των διαταγών επ’ αναφορά[23], μεταστρέφοντας την προηγούμενη νομολογιακή τους στάση[24], παρά το γεγονός ότι οι σχετικές διατάξεις του γαλλικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας σιωπούν ως προς το σημείο αυτό[25]. Ομοίως, παραδεκτά προσβάλλονται με τριτανακοπή αποφάσεις του Προέδρου του Πολυμελούς Πρωτοδικείου που εκδίδονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και απονέμουν τον εκτελεστήριο τύπο (exequatur) σε αλλοδαπές δικαστικές αποφάσεις[26], καθώς και οι διαταγές του εισηγητή δικαστή.[27]
10. Αντιθέτως, κατά την κρατούσα στη Γαλλία γνώμη, δεν προσβάλλονται παραδεκτά με τριτανακοπή και οι αποφάσεις που, ομοίως, εκδίδονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και απονέμουν τον εκτελεστήριο τύπο σε διαιτητικές αποφάσεις. Επίσης, δεν προσβάλλονται με τριτανακοπή οι αποφάσεις του γαλλικού Ακυρωτικού[28]. Τέλος, ο πιο σημαντικός ρητός αποκλεισμός του ενδίκου μέσου της τριτανακοπής περιέχεται στο άρθρο 3531 CC, στο οποίο ορίζεται ότι δεν χωρεί τριτανακοπή κατά των δικαστικών αποφάσεων υιοθεσίας, παρά μόνο στην περίπτωση που αποδίδεται δόλος ή απάτη στους υιοθετούντες[29]. Όπως γίνεται αντιληπτό, ο Γάλλος νομοθέτης πάντα διάκειται ευμενώς προς τους θιγόμενους τρίτους, δίνοντάς τους την ευκαιρία να προασπίσουν τα μη υπερασπισθέντα στην δίκη επί της τριτανακοπτομένης συμφέροντά τους, δεδομένου ότι ακόμη και ο ρητός αποκλεισμός της τριτανακοπής στις υποθέσεις υιοθεσίας δεν είναι απόλυτος.
3. Το αρμόδιο για την εκδίκαση της τριτανακοπής δικαστήριο
11. Η αρμοδιότητα του δικαστηρίου προς εκδίκαση της τριτανακοπής, τόσο στο γαλλικό όσο και στο ελληνικό δίκαιο[30], καθορίζεται από το χαρακτήρα της ως αυτοτελούς ή παρεμπίπτουσας. Το άρθρο 587 al.1 NCPC ορίζει ότι η τριτανακοπή που ασκείται αυτοτελώς εισάγεται ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την τριτανακοπτομένη, χωρίς να είναι απαραίτητο το δικαστήριο αυτό να δικάσει με την ίδια σύνθεση που είχε κατά την έκδοση της προσβαλλομένης, αφού το δεύτερο εδάφιο του ιδίου άρθρου το προβλέπει απλώς ως δυνατότητα.
12. Περαιτέρω, κατά το επόμενο άρθρο 588 al.1 NCPC η παρεμπίπτουσα τριτανακοπή ασκείται σε κάθε περίπτωση ενώπιον του δικάζοντος την κύρια υπόθεση δικαστηρίου όταν αυτό είναι ανώτερο του εκδόντος την προσβαλλομένη, ενώ αν είναι ισόβαθμο, τότε η τριτανακοπή μπορεί να εισαχθεί μόνο ενώπιον του στην περίπτωση που δεν δημιουργείται αντίθεση με τους κανόνες δημόσιας τάξεως περί αρμοδιότητας των δικαστηρίων[31]. Σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις, ήτοι όταν το ισόβαθμο δικαστήριο της κύριας υποθέσεως είναι καθ’ ύλην αναρμόδιο για το αντικείμενο που αφορά η τριτανακοπή ή είναι κατώτερο του εκδόντος την προσβαλλομένη, η τριτανακοπή μπορεί να ασκηθεί μόνον αυτοτελώς ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την τριτανακοπτομένη[32]. Ο καθορισμός της αρμοδιότητας του δικάζοντος την τριτανακοπή δικαστηρίου από το χαρακτηρισμό της ως αυτοτελούς ή παρεμπίπτουσας εξηγεί και το γεγονός ότι το ένδικο αυτό μέσο στη μεν πρώτη περίπτωση λειτουργεί πάντοτε ως voie de rétractation, στη δε δεύτερη ενδέχεται να λειτουργήσει άλλοτε ως voie de rétractation και άλλοτε voie de réformation.
4. Οι ενεργητικώς και παθητικώς νομιμοποιούμενοι[33]
4.1. Η ενεργητική νομιμοποίηση των προσώπων που δεν υπήρξαν διάδικοι ούτε εκπροσωπήθηκαν στη δίκη[34]
13. Η ενεργητική νομιμοποίηση προς άσκηση τριτανακοπής είναι από τα σημαντικότερα και δυσχερέστερα στην αντιμετώπισή τους ζητήματα[35]. Για τις υποθέσεις της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας[36], το άρθρο 583 al.1 NCPC αναφέρει ότι τριτανακοπή μπορεί να ασκήσει παραδεκτά κάθε πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπήρξε διάδικος ούτε εκπροσωπήθηκε στη δίκη επί της τριτανακοπτομένης. Πρόκειται για το πρώτο είδος τριτανακοπής που αναφέρθηκε ανωτέρω για την παραδεκτή άσκηση της οποίας από απόψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως κρίσιμες είναι οι έννοιες του ΄΄εννόμου συμφέροντος, του ΄΄διαδίκου΄΄ και της ΄΄εκπροσωπήσεως στη δίκη΄΄. Όσον αφορά το έννομο συμφέρον πρέπει να επισημανθεί ότι μπορεί να συνίσταται α) στην επελθούσα στα συμφέροντα ενός τρίτου προσώπου βλάβη και β) στο ενδεχόμενο να επέλθει η βλάβη αυτή[37], αρκούσης κατά την πιο ορθή άποψη και της ηθικής βλάβης[38], υπό την απαραίτητη προϋπόθεση, όμως, ότι η εν λόγω βλάβη όσο και το ενδεχόμενο αυτής απορρέουν από την τριτανακοπτομένη απόφαση και όχι π.χ. από την αμέλεια του τρίτου να προβάλει εγκαίρως τα δικαιώματά του.[39]
14. Περαιτέρω, δεν μπορούν να ασκήσουν τριτανακοπή τα πρόσωπα που υπήρξαν διάδικοι στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η προς τριτανακοπή δικαστική απόφαση, δεδομένου ότι τα εν λόγω πρόσωπα θα έχουν σε κάθε περίπτωση τη δυνατότητα να ασκήσουν τα υπόλοιπα τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα που προβλέπει ο νόμος. Το πρόσωπο που τέθηκε εκτός δίκης στον πρώτο βαθμό και δεν κλήθηκε στο δεύτερο δεν θεωρείται διάδικος και μπορεί παραδεκτά να ασκήσει τριτανακοπή[40]. Ομοίως, το υπό εξέταση ένδικο μέσο μπορεί να το ασκήσει και το πρόσωπο που ναι μεν υπήρξε διάδικος στη δίκη της τριτανακοπτομένης, αλλά υπό άλλη ιδιότητα[41]. Τέλος, δεν έχουν έννομο συμφέρον ούτε και θεωρούνται τρίτοι οι δικάσαντες δικαστές και ως εκ τούτου ο δικαστής του πρώτου βαθμού δεν μπορεί να τριτανακόψει την απόφαση του Εφετείου που εξαφάνισε την πρωτοβάθμια[42], με την ίδια λύση να ισχύει και για τους διαιτητές.[43]
15. Επιπροσθέτως, δεν νομιμοποιούνται προς άσκηση τριτανακοπής τα πρόσωπα που ναι μεν δεν παρέστησαν αυτοπροσώπως στη δική επί της οποίας εκδόθηκε η προς τριτανακοπή απόφαση, αλλά εκπροσωπήθηκαν σ’ αυτήν πάντοτε, όμως, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 583 al.2 NCPC[44]. Συμβατικά εκπροσωπηθέντες θεωρούνται π.χ. οι εταίροι από το νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας σε δίκες που στρέφονται κατά του νομικού προσώπου της εταιρείας[45]. Εκ του νόμου εκπροσωπηθέντες θεωρούνται α) ο σύζυγος από τον άλλο σύζυγο όσον αφορά τα πράγματα που κατέχουν υπό το σύστημα της κοινοκτημοσύνης[46], β) τα ανήλικα τέκνα από τους γονείς που ασκούν τη γονική μέριμνα[47], γ) οι συνιδιοκτήτες από το διαχειριστή και εκπρόσωπο της συνιδιοκτησίας.[48]
16. Περαιτέρω, θεωρείται ότι εκπροσωπούνται και δεν μπορούν να ασκήσουν τριτανακοπή βάσει του άρθρου 583 al.1 NCPC: α) οι καθολικοί διάδοχοι από το δικαιοπάροχό τους[49], εκτός από την ειδική περίπτωση που ο κληρονομούμενος πέθανε κατά τη διάρκεια της δίκης και ο αντίδικος δεν τους κλήτευσε προς επανάληψή της, παρόλο που είχε λάβει γνώση του επελθόντος θανάτου, οπότε οι κληρονόμοι θεωρούνται τρίτοι και μπορούν να ασκήσουν τριτανακοπή κατά της εκδοθείσης αποφάσεως[50], β) οι ειδικοί διάδοχοι από το δικαιοπάροχό τους, μόνον όσον αφορά τις πράξεις που διενήργησε ο τελευταίος επί του μεταβιβασθέντος πράγματος πριν από τη γέννηση του δικαιώματός των πρώτων επ’ αυτού[51], εκτός αν οι μεταβιβαστικές πράξεις υποβάλλονται σε διατυπώσεις δημοσιότητας, οπότε ο δικαιοδόχος μπορούσε ανά πάσα στιγμή να λάβει γνώση των προγενέστερων ενεργειών του δικαιοπαρόχου του[52], γ) ο υπομισθωτής από τον κύριο μισθωτή ως προς τις σχέσεις του τελευταίου με τον κύριο του μίσθιου[53], δ) οι εγχειρόγραφοι δανειστές από τον οφειλέτη τους[54], ε) οι ενυπόθηκοι δανειστές, ομοίως από τον οφειλέτη τους,[55], στ) οι αλληλέγγυοι οφειλέτες μεταξύ τους[56], εκτός από τις περιπτώσεις αντιτιθέμενων συμφερόντων[57] ή εγγυήσεως επιβαλλόμενης εκ του νόμου[58] και ζ) τα πρόσωπα με κοινότητα συμφερόντων μεταξύ τους[59], αν και υπάρχουν έντονες νομολογιακές και θεωρητικές αντιρρήσεις[60] ως προς την τελευταία αυτή περίπτωση, δεδομένου ότι, ομολογουμένως, πρόκειται για μια υπέρμετρα διασταλτική ερμηνεία της έννοιας της εν τη δίκη εκπροσωπήσεως.
4.2. Η ενεργητική νομιμοποίηση των προσώπων που επικαλούνται δόλο – συμπαιγνία ή ασκούν ίδιο δικαίωμα
17. Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 583 NCPC αναφέρεται στη δεύτερη περίπτωση τριτανακοπής κατά την οποία πρόσωπα που εκπροσωπήθηκαν στη δίκη ή υπήρξαν διάδοχοι των διαδίκων ασκούν τριτανακοπή είτε επικαλούμενοι ότι το δεδικασμένο ή η διαπλαστική ενέργεια της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι προϊόν απάτης των διαδίκων (jugement rendu en fraude)[61] είτε προβάλλοντας ίδια δικαιώματα (invocation des moyens propres), τα οποία θα έχουν κατά πάσα πιθανότητα γεννηθεί μετά την έκδοση της τριτανακοπτομένης. Αξίζει να σημειωθεί ότι παρά το γεγονός ότι η συγκεκριμένη διάταξη κάνει λόγο μόνο για δανειστές ή διαδόχους των διαδίκων που μπορούν να ασκήσουν τριτανακοπή για τους ανωτέρω λόγους, η γαλλική νομολογία θεωρεί ορθή τη εφαρμογή της και στις περιπτώσεις της συμβατικής ή της εκ του νόμου εκπροσωπήσεως.
4.3. Η παθητική νομιμοποίηση
18. Ο γαλλικός Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, σε αντίθεση με τον ελληνικό[62], δεν αναφέρει ρητά κατά ποίων προσώπων πρέπει να στρέφεται η τριτανακοπή, όπως, όμως, συμβαίνει συνήθως, εφόσον ο νομοθέτης δεν επιθυμεί να εισαγάγει κάποια απόκλιση, η παθητική νομιμοποίηση προς άσκηση ενδίκων βοηθημάτων και μέσων προσδιορίζεται από την έκταση της ενεργητικής. Έτσι, τόσο στην περίπτωση του άρθρου 583 al.1 NCPC (τριτανακοπή τρίτων μη διαδίκων ή μη εκπροσωπηθέντων στη δίκη) όσο και του δεύτερου εδαφίου ιδίου άρθρου (τριτανακοπή λόγω συμπαιγνίας ή προβολής ίδιου δικαιώματος) ευνόητο είναι ότι κατά κανόνα θα νομιμοποιούνται παθητικά τα πρόσωπα – διάδικοι που καταλαμβάνονται από το δεδικασμένο ή τη διαπλαστική ενέργεια της τριτανακοπτομένης αποφάσεως, εκτός αν υπήρχαν περισσότεροι ομόδικοι στη δίκη επί της προσβαλλομένης, οπότε ο τριτανακόπτων οφείλει να τη στρέψει μόνο κατά των διαδίκων έναντι των οποίων έχει έννομο συμφέρον να επιτύχει την ακύρωση της αποφάσεως που τον βλάπτει.
4.4. Τα αδιαίρετα δίκαια και η νομιμοποίηση
19. Βέβαια, όσα ελέχθησαν στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο περί παθητικής νομιμοποιήσεως και ομοδικίας δεν ισχύουν όταν η κρίσιμη υπόθεση αφορά σε αδιαίρετα δίκαια, αφού σύμφωνα με το άρθρο 584 NCPC, στην περίπτωση αυτή (en cas d’ indivisibilité) η τριτανακοπή απορρίπτεται ως απαράδεκτη αν δεν κληθούν όλοι οι ενδιαφερόμενοι στη δίκη επί της τριτανακοπής. Από τη διατύπωση του άρθρου είναι προφανές ότι η ρύθμιση αυτή αναφέρεται αμφίδρομα τόσο στην ενεργητική όσο και στην παθητική νομιμοποίηση. Ειδικότερα, στο πεδίο της τριτανακοπής, σχέση αδιαιρετότητας υφίσταται όταν μπορεί να προκύψει ως ενδεχόμενο αποτέλεσμα η αδυναμία παράλληλης εκτελέσεως της τριτανακοπτομένης και της αποφάσεως που θα εκδοθεί επί της τριτανακοπής[63], γεγονός που εξηγεί και τη συμπληρωματική του άρθρου 584 NCPC διάταξη του άρθρου 591 al.2 NCPC.
5. Η προθεσμία ασκήσεως τριτανακοπής
20. Κατά το άρθρο 586 al.1-2 NCPC η αυτοτελής τριτανακοπή μπορεί να ασκηθεί μέσα σε προθεσμία τριάντα ετών[64] από την έκδοση της βλαπτικής αποφάσεως, εκτός αν ο νόμος ορίζει άλλως[65], ενώ, αντιθέτως, η παρεμπίπτουσα τριτανακοπή δεν υπόκειται σε κανενός είδους προθεσμία[66]. Βέβαια, τα ανωτέρω ισχύουν, εφόσον η βλαπτική απόφαση αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας δεν κοινοποιηθεί ποτέ στον τρίτο, διότι στην αντίθετη περίπτωση που του κοινοποιηθεί, τότε η τριτανακοπή θα πρέπει να ασκηθεί εντός προθεσμίας δύο μηνών από της κοινοποιήσεως[67]. Το ίδιο ισχύει και για τις αποφάσεις εκούσιας δικαιοδοσίας που εκδόθηκαν στον τελευταίο βαθμό και κοινοποιήθηκαν στον ενδιαφερόμενο τρίτο.[68] [69]
6. Οι λόγοι τριτανακοπής
21. Όπως έχει ήδη γίνει αντιληπτό η τριτανακοπή δε στηρίζεται οπωσδήποτε σε σφάλμα του νομικού συλλογισμού της προσβαλλόμενης αποφάσεως[70] και κατά συνέπεια δεν προβλέπονται στο νόμο συγκεκριμένοι λόγοι ασκήσεώς της, όπως συμβαίνει ευθέως για την αναψηλάφηση και εμμέσως για την αναίρεση. Αυτό γίνεται καλύτερα αντιληπτό από το είδος της τριτανακοπής που ασκείται λόγω επικλήσεως δόλου – συμπαιγνίας των διαδίκων ή ασκήσεως ίδιου δικαιώματος, αφού και στις δύο αυτές περιπτώσεις ο τριτανακόπτων δεν μέμφεται τη βλαπτική για τα συμφέροντά του απόφαση, αλλά είτε προσβάλλει το δεδικασμένο ή τη διαπλαστική ενέργεια που απορρέει από αυτήν ως κατασκευασμένα είτε προβάλλει ισχυρισμούς που δεν μπορούσε να τους προτείνει κάποιος εκ των διαδίκων της αρχικής δίκης. Ευνόητο είναι ότι τα πρόσωπα που δεν υπήρξαν διάδικοι ή δεν εκπροσωπήθηκαν στη δίκη μπορούν να προσβάλλουν τη βλαπτική για τα συμφέροντά τους απόφαση για οποιονδήποτε νόμιμο λόγο, ζητώντας την ακύρωσή της ως προς το μέρος που τα αφορά. Κατά συνέπεια ο έκτακτος χαρακτήρας της τριτανακοπής οφείλεται αφενός στο γεγονός ότι, όταν ασκείται από πρόσωπα που εκπροσωπήθηκαν στην αρχική δίκη, η άσκησή της γίνεται για συγκεκριμένους λόγους (δόλος, ίδιο δικαίωμα) και αφετέρου στο γεγονός ότι, όταν ασκείται για οποιονδήποτε νόμιμο λόγο, η άσκησή της γίνεται από πρόσωπα τρίτα προς το αντικείμενο της αρχικής δίκης.
7. Τα αποτελέσματα της τριτανακοπής και της επ’ αυτής εκδοθείσης δικαστικής αποφάσεως
22. Με το δεδομένο ότι η τριτανακοπή εντάσσεται στην κατηγορία των εκτάκτων ενδίκων μέσων, τόσο η προθεσμία προς άσκησή της, όπου και όπως αυτή προβλέπεται κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, όσο και αυτή καθεαυτή η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως[71]. Ο Γάλλος νομοθέτης, όμως, αντιλαμβανόμενος την ιδιαιτερότητα του ενδίκου αυτού μέσου σε σύγκριση με την αναψηλάφηση και την αναίρεση, όρισε στο άρθρο 590 NCPC, διατηρώντας την προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 479 παλαιού γαλλικού ΚΠολΔ, ότι ο δικαστής που έχει επιληφθεί της αυτοτελούς ή της παρεμπίπτουσας τριτανακοπής μπορεί να αναστείλει την εκτέλεση της τριτανακοπτομένης. Κατά συνέπεια, στο γαλλικό δίκαιο, όπως και στο ελληνικό[72], η τριτανακοπή δεν διαθέτει αυτοδικαίως ανασταλτική ισχύ, ενδέχεται, όμως, να την αποκτήσει, εάν ο δικάζων δικαστής κρίνει σκόπιμο να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης.
23. Αν η ασκηθείσα τριτανακοπή απορριφθεί, τότε η προσβληθείσα απόφαση μπορεί πλέον να αντιταχθεί και κατά του τριτανακόπτοντα, ενώ, υπό τους όρους του άρθρου 581 NCPC, είναι πάντοτε δυνατή η επιβολή προστίμου σε βάρος του. Στην περίπτωση, όμως, που γίνει δεκτή, τότε η απόφαση επί της τριτανακοπής ακυρώνει ή τροποποιεί την προσβληθείσα απόφαση μόνο ως προς τα βλαπτικά για τον τριτανακόπτοντα κεφάλαιά της και μόνο ως προς το πρόσωπό του[73], με αποτέλεσμα η προσβληθείσα απόφαση να μένει άθικτη σε ό,τι αφορά τους αρχικούς διαδίκους και καθ’ ων η τριτανακοπή, καθώς και τους υπόλοιπους τρίτους[74]. Όμως το κατά τα άνω σχετικό ακυρωτικό ή τροποποιητικό αποτέλεσμα (effet relatif) της αποφάσεως επί της τριτανακοπής δεν ισχύει, βάσει του άρθρου 591 al.2 NCPC, στις περιπτώσεις αδιαίρετων δικαιωμάτων, δεδομένου ότι τότε το δεδικασμένο που απορρέει από την απόφαση επί της τριτανακοπής δεσμεύει όλα τα διάδικα μέρη[75]. Τέλος, η απόφαση που εκδόθηκε επί της τριτανακοπής υπόκειται και στη Γαλλία στα ένδικα μέσα που υπόκειται και κάθε άλλη απόφαση του δικαστηρίου που την εξέδωσε[76], ήτοι αν προέρχεται από πρωτοβάθμιο δικαστήριο και δεν έχει εκδοθεί σε πρώτο και τελευταίο βαθμό θα είναι κατά κανόνα δυνατή η άσκηση κατ’ αυτής ανακοπής ερημοδικίας ή εφέσεως ενώ αν προέρχεται από δευτεροβάθμιο, η άσκηση αναιρέσεως ή αναψηλαφήσεως.[77]
[1] Σ. Πανταζόπουλος, Η τριτανακοπή κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (δ.δ.), Αθήνα 1988, σελ. 120-122.
[2] E. Glasson – A. Tissier – R. Morel, Σύστημα Πολιτικής Δικονομίας, Μετάφρασις εκ της γ΄ Γαλλικής εκδόσεως (1926-1932), μετά προσθηκών και προσαρμογής εις τα εν Ελλάδι κρατούντα, καθώς και σημειώσεων περί των εν τη ημεδαπή και αλλοδαπή επιστήμη και νομολογία διδασκομένων υπό Γ. Θ. Ράμμου, Αθήναι 1934, Τόμος IV, αριθ.981, σελ.783-785.
[3] Πριν από την Ordonnance Viller – Cotterets του έτους 1539 και την Ordonnance de Moulins του έτους 1566 η τριτανακοπή δεν προβλεπόταν ούτε στο γραπτό, αλλά ούτε και στο εθιμικό γαλλικό δίκαιο. Μέχρι την εθιμική δικαστηριακή καθιέρωση της τριτανακοπής οι τρίτοι έβρισκαν επαρκή προστασία, με την άσκηση των κλασσικών ενδίκων μέσων, τα οποία δεν ήταν απολύτως διακριτά μεταξύ τους και οι προϋποθέσεις ασκήσεώς τους δεν ορίζονταν με σαφήνεια στο νόμο, με αποτέλεσμα να γίνεται δεκτή η άσκησή τους και από τρίτους μη διαδίκους.
[4] Για το λόγο αυτόν, άλλωστε, όταν αυτή η «ευκαιρία» παρουσιάστηκε με τον έναν ή άλλον δικονομικό τρόπο στο τρίτο κατά τη διάρκεια της δίκης, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η κρίσιμη δικαστική απόφαση, τότε η άσκηση του ενδίκου μέσου της τριτανακοπής αποκλείεται.
[5] Αναλυτικότερα:Tierce opposition: Si des personnes n'ont pas été parties à la procédure alors qu'elles avaient intérêt à y défendre, elles peuvent alors faire à nouveau juger les dispositions du jugement qui leur font grief en introduisant une procédure dite "tierce opposition". Cette voie de recours s'apparente à l'opposition en ce que le tribunal qui remet l'affaire au rôle entend à nouveau les parties et rend un second jugement. Mais son pouvoir est alors limité en ce que s'il déclare la demande recevable et fondée, il ne peut modifier sa décision que sur les chefs de demande qui sont préjudiciables au requérant. En revanche, si le jugement est devenu définitif, l'autorité de la chose jugée conserve ses effets à l'égard des autres parties. Si la cause jugée est en instance d'appel, ou pendante devant la Cour de Cassation, le tiers peut intervenir pour la première fois devant ces juridictions, βλ. και στο δικτυακό τόπο http://www.citserv3.univ-st-etienne.fr.
[6] Το κείμενο του νέου γαλλικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας χρησιμοποιεί τα απαρέμφατα ενεστώτα ΄΄rétracter ou réformer» δεδομένου ότι η τριτανακοπή μπορεί να είναι και voie de rétractation και voie de réformation, αναλόγως του αν εισάγεται στο δικαστήριο που εξέδωσε την τριτανακοπτομένη ή σε άλλο, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση θα είναι πάντοτε παρεμπίπτουσα. Διευκρινίζεται ότι με κριτήριο το αν απευθύνονται και εκδικάζονται από το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ή όχι προκειμένου να κριθεί εκ νέου στο σύνολό της η υπόθεση, τα ένδικα μέσα διακρίνονται σε ανακλητικά και μεταρρυθμιστικά, αντίστοιχα.
[7] E. Glasson – A. Tissier – R. Morel – Γ. Ράμμος, ό.π., Τόμος IV, αριθ.984, σελ.791.
[8] Για τη διπλή αυτή λειτουργία της τριτανακοπής και στο ελληνικό δίκαιο βλ. άρθ.586 ΚΠολΔ.
[9] Η διατύπωση αυτού του άρθρου έχει ως εξής: «L’ autorité de la chose jugée n’ a lieu qu’ à l’ égard de ce qui a fait l’ objet du jugement. Il faut que la chose demandée soit la même; que la demande soit fondée sur la même cause; que la demande soit entre les mêmes parties, et formée par elles et contre elles en la même qualité».
[10] Τα ίδια κατά βάση ισχύουν και στο ελληνικό δίκαιο, βλ αναλυτικότερα Κεραμεύς Κ. / Κονδύλης Δ. / Νίκας Ν. (-Μαργαρίτης), Ερμηνεία ΚΠολΔ, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα - Κομοτηνή, Εκδόσεις Δίκαιο & Οικονομία/Π.Ν. Σάκκουλας, 2000, άρθ.586, αριθ.3, σελ.1088.
[11] Στο γαλλικό δίκαιο υπάρχουν δύο βαθμίδες δεδικασμένου: η εξουσία του δεδικασμένου που απονέμεται σε κάθε οριστική απόφαση από της δημοσιεύσεώς της και εντεύθεν, και η ισχύς του δεδικασμένου με την οποία εξοπλίζονται μόνον όσες αποφάσεις θεωρούνται στη Γαλλία τελεσίδικες, δηλαδή μόνον όσες δεν μπορούν πλέον να προσβληθούν με ανασταλτικό ένδικο μέσο.
[12] Αν και μετά τη μεταστροφή της γαλλική νομολογίας σχετικά με την παραδεκτή άσκηση τριτανακοπής κατά των αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι το κέντρο βάρους έχει αρχίσει ορθά να μετατοπίζεται και στη Γαλλία από το δεδικασμένο προς τη διαπλαστική ενέργεια που μπορεί να επιφέρει μια απόφαση στα συμφέροντα ενός τρίτου προσώπου. Έχει αρχίσει, δηλαδή, να γίνεται αντιληπτό ότι σημασία για την παραδεκτή άσκηση τριτανακοπής δεν έχει το αν αυτή έχει εξοπλιστεί ή όχι με δεδικασμένο, αλλά το αν διαπλάσσει νέες πραγματικές και νομικές καταστάσεις που έχουν, άμεσες ή αλυσιδωτές αντιδράσεις στο πεδίο των συμφερόντων τρίτων προς τη δίκη προσώπων.
[13] Στο ελληνικό δίκαιο με τριτανακοπή προσβάλλεται 1) κάθε εν όλω ή εν μέρει οριστική απόφαση που δίκασε την ουσία (ΕφΑθ 8565/1986: ΕλλΔνη 1987.867), ανεξάρτητα από το αν είναι κατ’ αντιμωλίαν ή ερήμην, τελεσίδικη ή αμετάκλητη (ΑΠ 1250/1990: ΕΕΝ 1991.530), 2) οι αποφάσεις εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθ.773 ΚΠολΔ), 3) οι διαταγές πληρωμής αν αποκτήσουν ισχύ δεδικασμένου κατ’ άρθρον 633 §2 ΚΠολΔ που δεσμεύει τον τρίτο (άρθ.325-327 ΚΠολΔ) ή αν εκτελούνται κατ’ αυτού (άρθ.919-920 ΚΠολΔ), 4) κατά την ορθότερη και κρατούσα άποψη, οι διαιτητικές αποφάσεις, δεδομένου, μάλιστα, ότι το άρθρο 586 §1 ΚΠολΔ κάνει λόγο για οριστική απόφαση παραλείποντας τη χρήση του επιθέτου «δικαστική», 5) η απόφαση που εκδόθηκε επί τριτανακοπής, εφόσον η νέα τριτανακοπή ασκείται από τρίτο πρόσωπο που δεν μετέσχε στην πρώτη δίκη. Δεν προσβάλλονται με το ένδικο αυτό μέσο 1) οι αποφάσεις που απέρριψαν την αγωγή ή κάποιο ένδικο μέσο ως απαράδεκτα, γιατί οι αποφάσεις αυτές δεν έχουν ούτε έννομες ούτε αντανακλαστικές βλαβερές συνέπειες για τους τρίτους (ΑΠ 1263/ 1984: ΝοΒ 1985.805 – ΕφΠειρ 972/1995: Δ. 1996.529), 2) οι αποφάσεις που δέχονται ένα ένδικο μέσο, δίχως να εξετάζουν και την ουσία, όπως κυρίως οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου·(ιδίως μάλιστα μετά το νέο καθεστώς που εισήγαγε ο Ν.2172/1993), 3) οι αποφάσεις της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου που εκδόθηκαν επί ζητήματος αντισυνταγματικότητας τυπικού νόμου (άρθ.1 §1 Ν.2479/1997), 4) οι μη οριστικές αποφάσεις, τόσο γιατί δεν μπορούν να έχουν βλαβερές έννομες συνέπειες, όσο και γιατί ο τρίτος έχει απλούστερο ένδικο βοήθημα προστασίας του, την κύρια ή απλή παρέμβαση, 5) οι αποφάσεις που διατάσσουν την παροχή πιστοποιητικού (άρθ.824 §1 ΚΠολΔ). Για το ζήτημα αυτό βλ. αναλυτικότερα Κ.Δ. Κεραμεύς / Δ.Γ. Κονδύλης / Ν.Θ. Νίκας, (-Μαργαρίτης), ό.π. (υποσημείωση [125]), άρθ.586, αριθ.4-5 και 7-9, σελ.1088-1089 και στο δικτυακό τόπο http://www.kostasbeys.gr.
[14] Για το ζήτημα της δυνατότητας και των προϋποθέσεων ασκήσεως τριτανακοπής κατ’ αποφάσεων του Δ.Ε.Κ. βλ. Δ. Τσικρικάς, Ανακοπή τρίτων κατά αποφάσεων του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ΕλλΔνη 1990.16.
[15] Βλ. και ανωτ. υπό [140].
[16] Civ. 2e 3 Juin 1970: Bull. II, no 196, η οποία έκρινε ότι ήταν απαράδεκτη η τριτανακοπή που ασκήθηκε από τρίτο πρόσωπο κατά της αιτιολογίας δικαστικής αποφάσεως διαζυγίου, επειδή αναφερόταν σ’ αυτήν ότι είχε ερωτικές σχέσεις με τη σύζυγο - διάδικο της δίκης.
[17] Για την αντίστοιχη ρύθμιση του ελληνικού δικαίου, βλ. ΑΠ 386/1989: Δ. 1990.579.
[18] Για την αμφισβήτηση αυτή βλ. αναλυτικότερα E. Glasson – A. Tissier – R. Morel – Γ. Ράμμος, ό.π., Τόμος IV, αριθ.988, σελ.808-810.
[19] Civ. 1re 28 Mars 1962: D. 1962.489; Civ. 1re 7 Janvier 1975: D. 1975, somm. 28.
[20] Civ. 2e 3 Juin 1970: Bull. II, no 196; Paris 21 Mars 1969: JCP 1969 éd. A. IV.5511.
[21] Civ. 2e 4 Juillet 1974: JCP 1976.II.18364.
[22] Την ελληνική θεωρία και νομολογία έχει απασχολήσει το ζήτημα του ποια δικαστική απόφαση θα πρέπει να προσβληθεί με τριτανακοπή στην περίπτωση που η ασκηθείσα έφεση κατά της πρωτοβάθμιας αποφάσεως απορριφθεί ως αβάσιμη για ουσιαστικούς λόγους (αν απορριφθεί ως απαράδεκτη γίνεται ομόφωνα δεκτό ότι η τριτανακοπή πρέπει να απευθύνεται κατά της πρωτοβάθμιας αποφάσεως). Μια άποψη υποστηρίζει ότι η τριτανακοπή πρέπει να απευθυνθεί κατά της αποφάσεως του δεύτερου βαθμού, με το επιχείρημα ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την απόρριψη της εφέσεως «επικύρωσε» την πρωτοβάθμια απόφαση, η οποία ως εκ τούτου ενσωματώθηκε στη δευτεροβάθμια (ΕιρΑθ 7122/1977: Δ. 7.902) Η άποψη αυτή, εκτός του ότι οδηγεί σε άδικα αποτελέσματα για τον τριτανακόπτοντα, αφού του στερεί εντελώς αδικαιολόγητα ένα βαθμό δικαιοδοσίας, είναι και λανθασμένη στη βάση της, δεδομένου ότι το εκάστοτε δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν έχει ως αρμοδιότητά του την επικύρωση των αποφάσεων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, αλλά αποκλειστικά και μόνο το να αποφαίνεται επί των εφέσεων που ασκούνται ενώπιόν του. Εξάλλου, το γεγονός ότι η παραδοχή της εφέσεως οδηγεί στην εξαφάνιση ή την μεταρρύθμιση της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν μπορεί άκριτα και εξ αντιδιαστολής να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η απόρριψη της εφέσεως συνιστά παράλληλα και επικύρωση της πρωτοβάθμιας αποφάσεως. Τα δευτεροβάθμια δικαστήρια δεν επικυρώνουν δικαστικές αποφάσεις, αλλά απορρίπτουν ή δέχονται τις ασκηθείσες ενώπιόν τους εφέσεις, η δε εξαφάνιση ή μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης είναι φυσική απόρροια της λογικά προηγούμενης παραδοχής της εφέσεως ως ουσία βάσιμης. Κατά συνέπεια, η σκέψη ότι η απόρριψη της εφέσεως ως αβάσιμης περιέχει επικύρωση της πρωτοβάθμιας αποφάσεως είναι εσφαλμένη και ως εκ τούτου με την τριτανακοπή ορθό είναι να προσβάλλεται η πρωτοβάθμια απόφαση και όχι η δευτεροβάθμια που απέρριψε την έφεση ως αβάσιμη, βλ. αναλυτικότερα για το ζήτημα αυτό Σ. Πανταζόπουλος, Ειδικά διαδικαστικά ζητήματα τριτανακοπής, Δ. 19.94, ιδία σελ.97-98 και στο δικτυακό τόπο http:// www.kostasbeys.gr, αντίθ. Κ.Δ. Κεραμεύς / Δ.Γ. Κονδύλης / Ν.Θ. Νίκας, (-Μαργαρίτης), ό.π. (υποσημείωση [125]), άρθ.587, αριθ.3, σελ.1091.
[23] Civ. 2e 28 Avril 1980: Bull. II, no 87, p.63; TGI Paris 25 Février 1987: Gaz. Pal. 1987.654.
[24] Για την παλαιότερη στάση της γαλλικής νομολογίας, η οποία ήδη έχει αλλάξει κυρίως λόγω της ποσοτικής και ποιοτικής δυναμικής που έχουν αποκτήσει στη σύγχρονη εποχή τα προσωρινά (ασφαλιστικά) μέτρα, βλ. Σ. Πανταζόπουλος, Το ένδικο βοήθημα της τριτανακοπής στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (Ερμηνευτικά επιχειρήματα και νομοθετική θεμελίωση), Δ. 15.630, ιδία σελ.637-638.
[25] Σ. Πανταζόπουλος, ό.π.1988, σελ.428.
[26] Στα ασφαλιστικά μέτρα του ελληνικού δικαίου, ρόλο τριτανακοπής επιτελεί η αίτηση ανακλήσεως ή μεταρρυθμίσεως της αποφάσεως από τρίτο πρόσωπο, κατ’ άρθρον 696 §1 ΚΠολΔ. (Κ.Δ. Κεραμεύς / Δ.Γ. Κονδύλης / Ν.Θ. Νίκας, (-Μαργαρίτης), ό.π. (υποσημείωση [125]), άρθ.586, αριθ.6, σελ.1089), η οποία δικαιολογημένα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως «τριτανακοπή προσαρμοσμένη στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων» (βλ. Σ. Πανταζόπουλος, ό.π. Δ. 15.630).
[27] Paris 22 Janvier 1987: D. 1987, somm. 234.
[28] P. Goichot, Procédure civile, Fascicule II, Déroulement de l’ instance et voies de recours, Capacité 2ème année, cd – Les cours de droit, κεφ. III, ενότ. II, §1, στοιχ. B, αριθ.2, σελ.502.
[29] «dol ou fraude imputable aux adoptants».
[30] Σύμφωνα με το άρθρο 587 εδ.α΄ ΚΠολΔ, όταν η τριτανακοπή ασκείται αυτοτελώς τότε αποκλειστικά καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο είναι το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Στην περίπτωση, όμως, που ασκείται παρεμπιπτόντως κατ’ άρθρο 283 §2 ΚΠολΔ,, η τριτανακοπή εισάγεται στο δικαστήριο που έχει επιληφθεί της κυρίας υποθέσεως, εφόσον είναι ανώτερο ή ισόβαθμο του εκδόντος την προσβαλλομένη (άρθ.587 εδ.β΄ ΚΠολΔ). Εννοείται ότι στην περίπτωση που το δικάζον την κύρια υπόθεση δικαστήριο είναι κατώτερο του εκδόντος την προσβαλλομένη, τότε η τριτανακοπή μόνο αυτοτελώς θα μπορεί να ασκηθεί.
[31] Πρόκειται για ζήτημα που δημιουργείται στη Γαλλία από την ύπαρξη των λεγόμενων ΄΄juridictions specialisées΄΄. Για την αντιμετώπιση του ζητήματος κρίσιμη είναι η έννοια των κανόνων αρμοδιότητος δημόσιας τάξεως. Η γαλλική θεωρία έχει αποφανθεί ότι τα Πολυμελή Πρωτοδικεία (Tribunaux de Grande Instance) μπορούν πάντοτε να κρίνουν επί της παρεμπιπτόντως ασκουμένης τριτανακοπής, εφόσον η προσβαλλομένη δεν εκδόθηκε σε διαδικασία ή από δικαστήριο που είχε αποκλειστική αρμοδιότητα επί του ζητήματος της τριτανακοπής. Αντιθέτως, τα δικαστήρια των ειδικών δικαιοδοσιών (εμποροδικεία, εργατοδικεία, δικαστήρια κοινωνικής ασφαλίσεως η αγροτικών μισθώσεων κλπ), που θεωρούνται και αυτά δικαστήρια του πρώτου βαθμού, μπορούν να επιλαμβάνονται της παρεμπιπτούσης τριτανακοπής μόνο εφόσον το αντικείμενο της τελευταίας εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους.
[32] Βλ. art.588 al.2 NCPC.
[33] Σ. Πανταζόπουλος, ό.π. 1988, σελ.196-200.
[34] E. Glasson – A. Tissier – R. Morel – Γ. Ράμμος, ό.π., Τόμος IV, αριθ.985, σελ.792-798.
[35] Στο ελληνικό δίκαιο τρίτος νομιμοποιούμενος να ασκήσει τριτανακοπή θεωρείται αυτός που δεν μετείχε (δεν παρενέβη) ή δεν προσκλήθηκε (είτε με ανακοίνωση δίκης – άρθ.91 ΚΠολΔ, είτε με προσεπίκληση σε παρέμβαση – άρθ.86-90 ΚΠολΔ) στη δίκη επί της βλαπτικής αποφάσεως και ο καθολικός του διάδοχος (ΑΠ 128/1991: ΕλλΔνη 1992.819). Κατά συνέπεια, στην ελληνική θεωρία και νομολογία γίνεται δεκτό ότι προς άσκηση τριτανακοπής νομιμοποιείται ο τρίτος που θα είχε δικαίωμα να ασκήσει κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση (άρθ.79-80 ΚΠολΔ), αλλά ούτε κλήθηκε ούτε παρενέβη στη δίκη (ΑΠ 188/1985: ΝοΒ 1985.1711). Τρίτος θεωρείται επίσης και ο δικονομικός εγγυητής που παρενέβη πρωτοδίκως, αλλά δεν κλήθηκε στο εφετείο (ΕφΑθ 1712/1988: Δ. 1988. 663). Δεν είναι, σύμφωνα με τα ανωτέρω, τρίτος ο διάδικος της δίκης ή ο προσθέτως παρεμβάς σε οποιοδήποτε στάδιο, εκτός αν η παρέμβαση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη (ΑΠ 1408/1993: ΝοΒ 1984.1343) ή μεσολάβησε παραίτηση, βλ αναλυτικότερα για το ζήτημα αυτό Κ.Δ. Κεραμεύς / Δ.Γ. Κονδύλης / Ν.Θ. Νίκας, (-Μαργαρίτης), ό.π. (υποσημείωση [125]), άρθ.586, αριθ.10-13, σελ.1089-1090.
[36] Στις υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 583 al.3 NCPC, τριτανακοπή μπορεί να ασκήσει κάθε πρόσωπο στο οποίο δεν κοινοποιήθηκε η απόφαση (δεδομένου ότι αν του κοινοποιήθηκε, τότε θα μπορεί να ασκήσει έφεση κατ’ αυτής σύμφωνα με το άρθρο 546 al.2 NCPC, αποκλειομένης κατά ταύτα της ασκήσεως τριτανακοπής, Civ. 2e 5 Janvier 1983: JCP 83.II.20043; Soc. 9 Mars 1983: Bull. V, no 139), ενώ αν η κρίσιμη δικαστική απόφαση έχει εκδοθεί στον τελευταίο βαθμό, τότε ο τρίτος νομιμοποιείται σε κάθε περίπτωση να την τριτανακόψει (είτε του κοινοποιήθηκε είτε όχι, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή δεν θα μπορεί να την εφεσιβάλει).Όλα τα ανωτέρω, βέβαια, ισχύουν εφόσον ο τρίτος διαθέτει έννομο συμφέρον προς άσκηση τριτανακοπής.
[37] Η άποψη αυτή περί του ενδεχομένου βλάβης πολύ νωρίς έγινε δεκτή από τη γαλλική νομολογία και αργότερα και από το νομοθέτη, δεδομένου η διατύπωση του νέου άρθρου 583 al.1 NCPC κάνει λόγο γενικά για συμφέρον του τρίτου (intérêt), ενώ η αντίστοιχη του άρθρου 474 του προϊσχύσαντος γαλλικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας έκανε λόγο για βλάβη (préjudice).
[38] Τα ίδια κατά βάση ισχύουν και στο ελληνικό δίκαιο, βλ. Κ.Δ. Κεραμεύς / Δ.Γ. Κονδύλης / Ν.Θ. Νίκας, (-Μαργαρίτης), ό.π. (υποσημείωση [125]), άρθ.586, αριθ.16, σελ.1090-1091.
[39] E. Glasson – A. Tissier – R. Morel – Γ. Ράμμος, ό.π., Τόμος IV, αριθ.985, σελ.797.
[40] Civ. 2e 21 Mars 1979: Gaz. Pal. 1979.338.
[41] Soc. 29 Juin 1951: Gaz. Pal. 1951.2.272.
[42] Metz 27 Octobre 1987: JCP 1988.II.21093.
[43] Civ. 1re 16 Décembre 1997: Gaz. Pal. 1998.29.
[44] Βλ. κατωτ. υπό [210].
[45] Civ. 2e 16 Juin 1977: Bull. II, no 137. Βέβαια, στην περίπτωση που ο εταίρος είχε εγγυηθεί υπέρ της εταιρείας μπορεί να ασκήσει τριτανακοπή υπό την ιδιότητα του εγγυητή κατά της αποφάσεως που εξεδόθη μεταξύ της εταιρείας και του δανειστή της. (Com. 4 Octobre 1983: JCP 1985.II.20374).
[46] Civ. 1re 24 Juin 1986: Gaz. Pal. 1987, somm. 60.
[47] Civ. 1re 6 Novembre 1985: JCP 1986.IV.33.
[48] Civ. 3e 17 Juillet 1985: JCP 1985.IV.334.
[49] Civ. 1re 29 Janvier 1975: JCP 1975.IV.87.
[50] Civ. 2e 7 Novembre 1977: Gaz. Pal. 1978.141.
[51] Civ. 2e 20 Juin 1979: D. 1980, IR 51.
[52] Civ. 1re 13 Octobre 1980: D. 1987, somm. 126.
[53] Civ. 3e 25 Mai 1983: Gaz. Pal. 1983, Pan. 272.
[54] Req. 8 Juillet 1850: DP 1850.1.224.
[55] Κατά την παγιωμένη νομολογιακή άποψη ο ενυπόθηκος δανειστής εκπροσωπείται από τον οφειλέτη του ακόμη και για τις δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν προ της εγγραφής της υποθήκης, δεδομένου ότι τα γαλλικά δικαστήρια αρνούνται ότι το εμπράγματο δικαίωμα της υποθήκης είναι αυτοτελές (E. Glasson – A. Tissier – R. Morel – Γ. Ράμμος, ό.π., Τόμος IV, αριθ.985, σελ.793 in fine και Req. 21 Mars 1904: DP 1907. 1.5), βλ. αντίθ. E. Blanc - J. Viatte, Nouveau Code de Procédure Civile commenté dans l’ ordre des articles, Librairie du Journal des Notaires et des Avocats, Paris, σελ.396 in fine και Civ. 3e 20 Novembre 1969: Bull. II, no 741, p.561 κατά την οποία ο ενυπόθηκος δανειστής εκπροσωπείται από τον οφειλέτη του μόνο ως προς τις δικαστικές αποφάσεις που είναι μεταγενέστερες της εγγραφή υποθήκης.
[56] Com. 24 Avril 1981: Bull. IV, no 181.
[57] Com. 16 Octobre 1956: Bull. III, no 240.
[58] Civ. 9 Juin 1928: S. 1928.1.269.
[59] Paris 24 Octobre 1991: Bull. avoués 1991.3.108, με την οποία κρίθηκε ότι τα πρόσωπα που έχουν απλώς κοινό συμφέρον θεωρούνται ότι εκπροσωπούνται αμοιβαία και ότι τέτοια είναι η περίπτωση του προσωπικού μιας επιχειρήσεως το οποίο θεωρείται εκπροσωπούμενο από την εργοδότρια εταιρεία.
[60] Πρόκειται για σειρά αντίθετων αποφάσεων του γαλλικού Ακυρωτικού, μεταξύ των οποίων και η Civ. 2e 5 Mai 1993: JCP 1993.II.22171, με την οποία κρίθηκε ότι η κοινότητα συμφερόντων (μεταξύ μιας εταιρείας και του διαχειριστή της) δεν επαρκεί για να χαρακτηριστεί η σχέση αυτή ως εν τη δίκη εκπροσώπηση.
[61] Για την αντίστοιχη ρύθμιση του ελληνικού δικαίου βλ. 586 §2 ΚΠολΔ.
[62] Βλ. άρθ.588 §1 ΚΠολΔ κατά το οποίο η τριτανακοπή πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των διαδίκων μεταξύ των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Στην περίπτωση, όμως, που ασκείται μετά την εκτέλεσή της, μπορεί να απευθυνθεί μόνο κατά του νικήσαντος διαδίκου, εκτός αν ασκείται κατ’ επίκληση δόλου ή συμπαιγνίας, οπότε και πάλι θα πρέπει να απευθύνεται κατά πάντων (E. Glasson – A. Tissier – R. Morel – Γ. Ράμμος, ό.π., Τόμος IV, αριθ.988α, σελ.811).
[63] Civ. 2e 16 Décembre 1985: JCP 1986.IV.82.
[64] Να σημειωθεί ότι στη Γαλλία η τριακονταετία είναι η γενική προθεσμία παραγραφής των αξιώσεων και της εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων, είναι δηλαδή, το γαλλικό αντίστοιχο της εικοσαετίας του άρθρου 249 ΑΚ.
[65] Όντως σε ορισμένες περιπτώσεις ορίζονται συντομότερες προθεσμίες με σημαντικότερες τις προθεσμίες ενός χρόνου ή έξι μηνών για τις υποθέσεις που αφορούν εταιρείες, και δεκαπέντε ημερών για τις υποθέσεις πτωχεύσεως και δικαστικής διαχειρίσεως ή εκκαθαρίσεως.
[66] Και στο ελληνικό δίκαιο η τριτανακοπή δεν υποβάλλεται κατά κανόνα σε προθεσμία (ΑΠ 681/1990: ΕλλΔνη 1990.319) ούτε υπόκειται σε παραγραφή (ΑΠ 1245/1981: ΝοΒ 1982.807), αλλά μπορεί να ασκηθεί μόνο για όσο χρονικό διάστημα είναι ενεργό το προσβαλλόμενο δικαίωμα. Κατ’ εξαίρεση ο νόμος τάσσει προθεσμία για την άσκηση τριτανακοπής κατά ορισμένων αποφάσεων εκούσιας δικαιοδοσίας και ειδικότερα προβλέπει α) προθεσμία ενός μηνός για τις αποφάσεις που διατάσσουν την αφαίρεση, την τροποποίηση, την ανάκληση ή κηρύσσουν ανίσχυρο το κληρονομητήριο (άρθ.824 §2 ΚΠολΔ και 1965 §2 εδ.δ΄ ΑΚ), β) προθεσμία δύο ετών για τις αποφάσεις αναγγελίας και αποκλεισμού δικαιώματος (άρθ.849 ΚΠολΔ) και γ) γνήσια προθεσμία έξι μηνών από τη γνώση της υιοθεσίας και καταχρηστική τριών ετών για τις αποφάσεις υιοθεσίας (άρθ.800 §4 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 43 Ν.2447/1996), βλ. και Κ.Δ. Κεραμεύς / Δ.Γ. Κονδύλης / Ν.Θ. Νίκας, (-Μαργαρίτης), ό.π. (υποσημείωση [125]), άρθ.586, αριθ.18 σελ.1091.
[67] Βλ. art.586 al.3 NCPC.
[68] Ρύθμιση που συνδέεται άμεσα με την ενεργητική νομιμοποίηση προς άσκηση τριτανακοπής κατ’ αποφάσεων εκουσίας δικαιοδοσίας.
[70] Αυτός, άλλωστε, είναι και ο σημαντικότερος λόγος που η τριτανακοπή θεωρείται στο ελληνικό δίκαιο ένδικο βοήθημα και όχι ένδικο μέσο.
[71] Βλ. art.579 NCPC.
[72] Για την αντίστοιχη ελληνική ρύθμιση βλ. άρθ.589 ΚΠολΔ. Αξίζει να σημειωθεί ότι παρόμοιες διατάξεις προβλέπει ο ελληνικός Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας και για την περίπτωση της αναψηλαφήσεως (άρθ.546 ΚΠολΔ) και της αναιρέσεως (άρθ.565 ΚΠολΔ).
[73] Για την όμοια ελληνική ρύθμιση βλ. άρθ.590 ΚΠολΔ).
[74] Βλ. art.591 al.1 NCPC.
[75] Civ. 3e 9 Juin 1982: Bull. III, no 153, p.111, με την οποία κρίθηκε ότι μια σύμβαση μισθώσεως οικογενειακής στέγης, που θεωρείται ότι ανήκει και στους δύο συζύγους, δημιουργεί μεταξύ τους σχέση αδιαιρετότητας, με αποτέλεσμα το δεδικασμένο της αποφάσεως επί της τριτανακοπής κατά της αποφάσεως που καταδίκαζε το σύζυγο στην καταβολή των ενοικίων να δεσμεύει και τον τελευταίο.
[76] Βλ. art.592 NCPC.
[77] Το ίδιο γίνεται δεκτό και στο ελληνικό δίκαιο (ΑΠ 1506/1987: ΕΕΝ 1988.818), βλ. Κ.Δ. Κεραμεύς / Δ.Γ. Κονδύλης / Ν.Θ. Νίκας, (-Μαργαρίτης), ό.π. (υποσημείωση [125]), άρθ.590, αριθ.6-7, σελ.1095 και Σ. Πανταζόπουλος, ό.π. (υποσημείωση [486]), ιδία σελ. 96-97, κατά την ορθή άποψη του οποίου στην περίπτωση που η τριτανακοπή στρέφεται κατά της αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου που δίκασε σαν Εφετείο, τότε είναι δυνατή η άσκηση εφέσεως ενώπιον του Εφετείου κατά της επί τριτανακοπής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, δεδομένου ότι αφενός στην περίπτωση αυτή το Πολυμελές Πρωτοδικείο δικάζον την τριτανακοπή εξετάζει την υπόθεση στα πλαίσια μιας νέας δίκης και άρα δικάζει ουσιαστικά σε πρώτο βαθμό με αποτέλεσμα το Εφετείο να μπορεί να κρίνει σε δεύτερο βαθμό την απόφαση επί της τριτανακοπής (και όχι την τριτανακοπτόμενη απόφαση), και αφετέρου κρίσιμο στοιχείο για τη δυνατότητα ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά αποφάσεων που εκδίδονται επί τριτανακοπής είναι το αν υπάρχει δικαστηριο για να τα δικάσει, οπότε εν προκειμένω το Εφετείο μπορεί να εκδικάσει την έφεση που ασκείται κατά των επί τριτανακοπής αποφάσεων του Πολυμελούς Πρωτοδικείου.