Παντελεήμων Ρεντούλης
Η ανακοπή ερημοδικίας στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο
Δημοσιευμένο στη ΔΙΚΗ 2005 σ. 889-897
1. Γενικές παρατηρήσεις – ορισμός
1. Η ανακοπή ερημοδικίας είναι το τακτικό ανασταλτικό ανακλητικό[1] ένδικο μέσο με το οποίο ο διάδικος που ερημοδίκησε ζητά από το δικαστήριο που εξέδωσε την ερήμην απόφαση την εξαφάνισή της και τη νέα συζήτηση της υποθέσεως και ως προς τα πραγματικά περιστατικά και ως προς τα νομικά ζητήματα που κρίθηκαν ερήμην[2] [3]. Ο δικαιοπολιτικός λόγος του ενδίκου μέσου της ανακοπής ερημοδικίας συνδέεται στενότατα με τη θεμελιακή αρχή του δικονομικού δικαίου περί ακροάσεως και της άλλης πλευράς[4]. Στην περίπτωση, λοιπόν, που το πρωτοβάθμιο ή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε απόφαση παρά το γεγονός ότι ο αντίδικος δεν είχε κληθεί καθόλου ή δεν είχε κληθεί προσηκόντως, τότε η διαδικασία που έγινε ερήμην πάσχει από ακυρότητα, ακυρότητα που θα μπορούσε, ασφαλώς, να προταθεί και με την άσκηση εφέσεως (αν η ερήμην απόφαση προερχόταν από πρωτοβάθμιο δικαστήριο) ή αναιρέσεως[5] (αν η ερήμην απόφαση προερχόταν από το Εφετείο), αλλά η εξέλιξη αυτή θα ήταν ανεπιεικής για τον ερημοδικήσαντα διάδικο, αφού, χωρίς να φταίει ο ίδιος, στην πρώτη περίπτωση θα έχανε τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας και στη δεύτερη την δυνατότητα να κριθεί η υπόθεσή του επί της ουσίας στο δεύτερο βαθμό.
2. Προς άρση της ανωτέρω ανεπιείκιας ο Γάλλος νομοθέτης θεσπίζει το ένδικο μέσο της ανακοπής ερημοδικίας. Πάντως, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η σύγχρονη τάση στη Γαλλία είναι ο όσο το δυνατόν μεγαλύτερος περιορισμός των περιπτώσεων ασκήσεως του συγκεκριμένου ενδίκου μέσου, δεδομένου ότι η πρακτική έχει αποδείξει πως ο απών διάδικος είναι κατά κανόνα και στρεψόδικος. Πράγματι, ο περιορισμός αυτός έχει επιτευχθεί αφενός με την διεύρυνση των υποκειμενικών και αντικειμενικών ορίων της εφέσεως[6] και αφετέρου με τη θεσμοθέτηση μιας νέας κατηγορίας δικαστικών αποφάσεων, ήτοι των πλασματικών κατ’ αντιμωλίαν[7], σε τέτοιο βαθμό που να λέγεται στη γαλλική θεωρία ότι ο νομοθέτης, με τις νέες διατάξεις που εισήγαγε, κατέστησε την ανακοπή ερημοδικίας σκιά ενδίκου μέσου (l’ ombre d’ un recours[8]).
2. Αποφάσεις υποκείμενες σε ανακοπή ερημοδικίας
3. Από τον ίδιο το δικαιοπολιτικό λόγο της υπάρξεως της ανακοπής ερημοδικίας συνάγεται ότι μόνο οι ερήμην δικαστικές αποφάσεις υπόκεινται στο εν λόγω ένδικο μέσο[9], ανεξαρτήτως του αν προέρχονται από πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο δικαστήριο[10], πράγμα που σημαίνει ότι για να αποσαφηνιστεί το ποιες δικαστικές αποφάσεις υπόκεινται στη Γαλλία σε ανακοπή ερημοδικίας πρέπει πρώτα να διευκρινιστεί ποιες αποφάσεις θεωρούνται ερήμην και ποιες όχι κατά το γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο. ,Έτσι, με κριτήριο την κανονική παράσταση των διαδίκων κατά τη συζήτηση οι δικαστικές αποφάσεις διακρίνονται στο γαλλικό δίκαιο σε εκδοθείσες κατ’ αντιμωλίαν, σε εκδοθείσες ερήμην και σε πλασματικές κατ’ αντιμωλίαν. Ειδικότερα:
2.1. Αποφάσεις εκδοθείσες κατ’ αντιμωλίαν[11] [12]
4. Σύμφωνα με το γενικό ορισμό του άρθρου 467 NCPC η δικαστική απόφαση εκδίδεται κατ’ αντιμωλίαν όταν οι διάδικοι παρίστανται αυτοπροσώπως ή με πληρεξούσιο, κατά τρόπο σύμφωνο με τις διατάξεις που ισχύουν για κάθε διαδικασία. Με την ανωτέρω διατύπωση υπονοείται η βασική διάκριση που υπάρχει στη γαλλική πολιτική δικονομία μεταξύ της τακτικής και των ειδικών διαδικασιών οι οποίες ανήκουν σε διαφορετικά δικαστήρια (πρόκειται για τις λεγόμενες juridictions spécialisées). Κατά συνέπεια, ως κανονική παράσταση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου (Tribunal de Grande Instance) και του Εμποροδικείου (Tribunal de Commerce) θεωρείται η παράσταση με δικηγόρο ελεύθερο επαγγελματία (avocat), ενώπιον του Εφετείου (Cour d’ Appel) η παράσταση με δημόσιο λειτουργό που καλείται ΄΄avoué΄΄, ενώπιον του γαλλικού Ακυρωτικού (Cour de Cassation) η παράσταση με δημόσιο λειτουργό που καλείται ΄΄Avocat aux Conseils΄΄ και ενώπιον των δικαστηρίων των ειδικών δικαιοδοσιών ο διάδικος θεωρείται ότι παρίσταται κανονικά είτε με την αυτοπρόσωπη είτε με τη δι’ αντιπροσώπου εμφάνιση του, εφόσον η παράσταση με avocat ή avoué δεν είναι υποχρεωτική.
5. Στην περίπτωση που δεν παρίσταται κανονικά ο ενάγων χωρίς να υπάρχει νόμιμη αιτία, ο εναγόμενος μπορεί να ζητήσει από το δικαστή της έκδοση κατ’ αντιμωλίαν οριστικής αποφάσεως επί της ουσίας. Παρόλα αυτά ο δικαστής μπορεί να αναβάλει την υπόθεση για μεταγενέστερη συζήτηση ή να κηρύξει ακόμη και αυτεπαγγέλτως άκυρη την κλήτευσή του εναγομένου[13]. Αν κάποιος από τους διαδίκους, αφού παρεστάθη κανονικά, δεν προβαίνει εμπρόθεσμα στη κανονική εκτέλεση των πράξεων της διαδικασίας, τότε ο δικαστής εκδίδει απόφαση κατ’ αντιμωλίαν με βάση τα στοιχεία που διαθέτει, εκτός αν ο επιμελής εναγόμενος του ζητήσει να κηρύξει την κλήτευσή του άκυρη. Η βασικότερη διαφορά μεταξύ των δύο περιπτώσεων είναι προφανής· στην πρώτη εξ αυτών η ακυρότητα της κλητεύσεως μπορεί να κηρυχθεί και αυτεπαγγέλτως ενώ στη δεύτερη μόνο μετά από σχετικό αίτημα του εναγομένου.
2.2. Αποφάσεις εκδοθείσες ερήμην[14] [15]
6. Όπως μπορεί να συναχθεί από τα ανωτέρω, στο γαλλικό δίκαιο, η απουσία του ενάγοντος δεν οδηγεί σε καμμία περίπτωση στη έκδοση ερήμην αποφάσεως. Συνεπώς, μόνο η μη παράσταση του εναγομένου μπορεί να οδηγήσει στην έκδοση αποφάσεως τέτοιου είδους. Τη διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνει, άλλωστε, και το άρθρο 473 al.1 NCPC, σύμφωνα με τους ορισμούς του οποίου, για να εκδοθεί ερήμην επί της ουσίας δικαστική απόφαση, θα πρέπει να ισχύουν σωρευτικά τρεις προϋποθέσεις: 1) να μην έχει παρασταθεί ο εναγόμενος, 2) να πρόκειται περί αποφάσεως που εκδίδεται στον τελευταίο βαθμό δικαιοδοσίας και 3) η κλήτευση να μην έχει γίνει προσωπικά στον μη παρασταθέντα εναγόμενο.
7. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο Γάλλος δικαστής δεν μπορεί να προχωρήσει στην έκδοση ερήμην αποφάσεως τόσο αν η κλήτευση έχει γίνει προσωπικά στον εναγόμενο, ανεξάρτητα του αν η μέλλουσα να εκδοθεί απόφαση είναι ή δεν είναι στον τελευταίο βαθμό, όσο και αν η απόφαση δεν εκδίδεται στον τελευταίο βαθμό, ανεξάρτητα του αν η κλήτευση έγινε ή δεν έγινε προσωπικά στον εναγόμενο. Στις ανωτέρω περιπτώσεις, όμως, εφόσον ο εναγόμενος δεν παρίσταται, δεν μπορεί να εκδοθεί ούτε απόφαση κατ’ αντιμωλίαν, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αρρύθμιστη ύλη μεταξύ των ερήμην και των κατ’ αντιμωλίαν δικαστικών αποφάσεων.
2.3. Αποφάσεις πλασματικές κατ’ αντιμωλίαν
8. Το κενό αυτό έρχεται να το καλύψει η έννοια της πλασματικής κατ’ αντιμωλίαν αποφάσεως που εισάγεται με το άρθρο 473 al.2 NCPC. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, που έρχεται να συμπληρώσει το αμέσως προηγούμενο εδάφιο του ιδίου άρθρου, η δικαστική απόφαση εκδίδεται ως πλασματική κατ’ αντιμωλίαν είτε όταν υπόκειται σε έφεση και άρα δεν είναι στον τελευταίο βαθμό, είτε όταν η κλήτευση έγινε προσωπικά στον εναγόμενο. Ο πλασματικός χαρακτηρισμός της ως κατ’ αντιμωλίαν έγκειται στο γεγονός ότι κατά τη συζήτηση της υποθέσεως δεν παραστάθηκαν και οι δύο διάδικοι, αλλά παρόλα αυτά δεν εκδίδεται ερήμην δικαστική απόφαση στην πρώτη μεν περίπτωση διότι ο ερημοδικήσας εναγόμενος έχει ακόμη το τακτικό ένδικο μέσο της εφέσεως για να προτείνει τους ισχυρισμούς του στη δε δεύτερη διότι ο συνδυασμός της προσωπικής κλητεύσεως του εναγομένου με το γεγονός της μη παράστασής του οδηγεί το δίχως άλλο στο συμπέρασμα ότι δεν έχει κάτι αξιόλογο να αντιτάξει στους ισχυρισμούς του ενάγοντος και άρα δεν υπάρχει λόγος να επιβραδύνεται η δίκη με το ενδιάμεσο στάδιο της ανακοπής ερημοδικίας.
2.4. Συμπέρασμα
9. Κατά συνέπεια, σε καμμία περίπτωση δεν είναι δυνατή ή άσκηση ανακοπής ερημοδικίας κατά των κατ’ αντιμωλίαν ή πλασματικών κατ’ αντιμωλίαν δικαστικών αποφάσεων. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, σε αντίθεση με τα ισχύοντα στη χώρα μας, στο γαλλικό δίκαιο, τα ένδικα μέσα της εφέσεως και της ανακοπής ερημοδικίας δεν συντρέχουν, αφού στη Γαλλία οι ερήμην αποφάσεις είναι ταυτόχρονα και εκδοθείσες σε τελευταίο βαθμό και άρα ανέκκλητες, δεδομένου ότι αν επιτρέπεται έφεση κατά της αποφάσεως που εκδίδει το δικαστήριο του πρώτου βαθμού απόντος του εναγομένου, τότε η απόφαση αυτή δεν είναι δυνατόν να χαρακτηριστεί ως ερήμην, αλλά ως πλασματική κατ’ αντιμωλίαν[16], γεγονός που αυτόματα αποκλείει τον απόντα διάδικο από τη δυνατότητα να ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατ’ αυτής.[17]
2.5. Εξαιρέσεις
10. Σε ορισμένες, όμως, περιπτώσεις, ο Γάλλος νομοθέτης αποκλείει ρητά την άσκηση του ενδίκου μέσου της ανακοπής ερημοδικίας κατά αποφάσεων που εκδόθηκαν ερήμην. Οι κυριότερες εξ αυτών των περιπτώσεων είναι: 1) οι αποφάσεις που εκδίδονται κατόπιν ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας στην περίπτωση που ο ανακόπτων διάδικος ερημοδικήσει για δεύτερη φορά, κατ’ εφαρμογή της αρχής ότι δεν χωρεί ανακοπή κατά της αποφάσεως που εξεδόθη επί άλλης ανακοπής [18](opposition sur opposition ne vaut)[19], 2) οι διαταγές επ’ αναφορά που υπόκεινται σε έφεση[20], 3) οι διαταγές του εισηγητή δικαστή (juge de la mise en état)[21], 4) οι διαιτητικές αποφάσεις, 5) οι αποφάσεις του δικαστηρίου των υποθέσεων κοινωνικής ασφαλίσεως[22], 6) οι αποφάσεις του δικαστηρίου των αγροτικών μισθώσεων (Tribunal paritaire de baux ruraux)[23] 7) οι αποφάσεις του Εφετείου που αφορούν στην αρμοδιότητα, 8) οι αποφάσεις του γαλλικού Ακυρωτικού.[24] [25]
3. Οι ενεργητικώς και παθητικώς νομιμοποιούμενοι
11. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, στο γαλλικό δίκαιο, η απουσία του ενάγοντος δεν οδηγεί σε καμμία περίπτωση στη έκδοση ερήμην αποφάσεως· μόνο η μη παράσταση του εναγομένου μπορεί να οδηγήσει στην έκδοση αποφάσεως τέτοιου είδους[26]. Κατά συνέπεια, εφόσον στο γαλλικό δίκαιο μόνο ο εναγόμενος ή ο εφεσίβλητος μπορούν να ερημοδικήσουν[27], τότε μόνο τα πρόσωπα αυτά νομιμοποιούνται ενεργητικά προς άσκηση ανακοπής ερημοδικίας. Με βάση τη διαπίστωση αυτή, είναι αυτονόητο ότι παθητικά νομιμοποιούνται ο ενάγων ή ο εκκαλών της πρώτης δίκης επί της οποίας εξεδόθη η ερήμην και ανακοπτομένη απόφαση, χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει ότι αντιστρέφονται οι ρόλοι των διαδίκων[28]. Ο ενάγων ή εκκαλών της πρώτης δίκης παραμένει ενάγων ή εκκαλών και ο εναγόμενος ή εφεσίβλητος παραμένει εναγόμενος ή εφεσίβλητος και στη δίκη της ανακοπής ερημοδικίας, με τη μόνη διαφορά ότι στις ανωτέρω ιδιότητές τους προστίθενται και αυτές του καθ’ ου η ανακοπή και του ανακόπτοντος, αντίστοιχα. Στο ελληνικό δίκαιο η ρύθμιση της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως προς άσκηση ανακοπής ερημοδικίας επιτρέπει την άσκηση του ενδίκου αυτού μέσου σε ευρύτερο κύκλο προσώπων.[29]
4. Η προθεσμία ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας[30]
12. Η γνήσια προθεσμία για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας είναι κατά κανόνα διάρκειας ενός μηνός και αρχίζει από την κοινοποίηση της αποφάσεως στον αντίδικο, ενώ η καταχρηστική είναι διάρκειας δύο ετών και αρχίζει να τρέχει από τη δημοσίευση της ερήμην εκδοθείσης αποφάσεως.[31]
5. Οι λόγοι ανακοπής ερημοδικίας
13. Η έννοια της ερήμην δικαστικής αποφάσεως δεν καθορίζει μόνο τα όρια της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως προς άσκηση ανακοπής ερημοδικίας, αλλά ταυτόχρονα προσδιορίζει και τους λόγους ασκήσεως του εν λόγω ενδίκου μέσου. Σύμφωνα, λοιπόν, με το άρθρο 473 al.1 NCPC, η απόφαση εκδίδεται ερήμην όταν ο εναγόμενος (ή ο εφεσίβλητος) δεν παρεστάθη στη δίκη, η απόφαση εκδίδεται στον τελευταίο βαθμό και η κλήτευση δεν έγινε προσωπικά στον απόντα διάδικο. Συνεπώς, ο ανακόπτων μπορεί να ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας ισχυριζόμενος ότι η κλήτευση δεν του έγινε προσωπικά και ως εκ τούτου δεν έλαβε γνώση της εναντίον του αγωγής ή εφέσεως προκειμένου να παρασταθεί στο δικαστήριο, ισχυρισμός που, όπως γίνεται κατανοητό, είναι πολύ εύκολο να αποδειχθεί ή όχι και γίνει δεκτός ή να απορριφθεί, αντίστοιχα, από το δικάζον την ανακοπή ερημοδικίας δικαστήριο. Κοντολογίς, στο γαλλικό δίκαιο ο λόγος ασκήσεως της ανακοπής ερημοδικίας είναι συστατικό στοιχείο της ίδιας της έννοιας της ερήμην εκδοθείσας αποφάσεως.
14. Ως εκ τούτου τα περιστατικά ανωτέρας βίας (force majeure) δεν έχουν λόγο υπάρξεως στο γαλλικό δίκαιο ως λόγος ανακοπής ερημοδικίας[32], δεδομένου ότι αν ο απών εναγόμενος ή εφεσίβλητος είχε κληθεί προσωπικά στη συζήτηση[33], αλλά από λόγο ανωτέρας βίας δεν μπόρεσε να παρασταθεί στη δίκη, τότε ο Γάλλος δικαστής θα εκδώσει πλασματική κατ’ αντιμωλίαν δικαστική απόφαση, η οποία, με βάση τα προαναφερόμενα, δεν υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας, αλλά σε έφεση ή σε αναίρεση, ανάλογα με το αν προέρχεται από δικαστήριο του πρώτου βαθμού ή από το Εφετείο. Βέβαια, είναι προφανές ότι η ρύθμιση αυτή του γαλλικού δικαίου, που εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της νομοθετικής αποψιλώσεως του ενδίκου μέσου της ανακοπής ερημοδικίας[34], δημιουργεί σε αρκετές περιπτώσεις ανεπιεική αποτελέσματα για το διάδικο που χάνει, χωρίς ο ίδιος να ευθύνεται, τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας ή την επί της ουσίας κρίση της υποθέσεώς του από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
6. Τα αποτελέσματα της ανακοπής ερημοδικίας
6.1. Το ανασταλτικό αποτέλεσμα (L’effet suspensif)
15. Κατά το άρθρο 539 NCPC, τόσο η προθεσμία ασκήσεως όσο και η κανονική άσκηση του τακτικού ενδίκου μέσου της ανακοπής ερημοδικίας έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Πρέπει δε να επισημανθεί για μια ακόμη φορά ότι στη Γαλλία, σε αντίθεση με τα ισχύοντα στο ελληνικό δίκαιο, οι ερήμην δικαστικές αποφάσεις είναι πάντοτε ανέκκλητες και ως εκ τούτου τελεσίδικες και εκτελεστές, αφού θα προέρχονται είτε από το Εφετείο είτε από πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε σε πρώτο και τελευταίο βαθμό[35]. Κατά τα υπόλοιπα, ως προς το περιεχόμενο του ανασταλτικού αποτελέσματος, την προσωρινή εκτελεστότητα και το επιτρεπτό λήψεως μέτρων συντηρητικής κατασχέσεως, ισχύουν mutatis mutandis όσα ισχύουν και για την έφεση.[36]
6.2. Η διατήρηση εν ισχύϊ της ανακοπτομένης αποφάσεως
16. Η κανονική άσκηση της ανακοπής ερημοδικίας, όμως, απλώς αναστέλλει την εκτέλεση της ανακοπτομένης τελεσίδικης και ερήμην εκδοθείσης αποφάσεως, χωρίς να έχει την παραμικρή επιρροή στο κύρος της. Αυτό, άλλωστε, προβλέπει και το άρθρο 572 al.2 NCPC, κατά το οποίο η ανακοπτομένη δεν εξαφανίζεται παρά μόνο από τη δικαστική απόφαση που την ακυρώνει[37]. Ίσως η διατύπωση αυτού του άρθρου να ξενίζει, διότι είναι τουλάχιστον περίεργο να ορίζεται στο νόμο ότι η άσκηση ενός ενδίκου μέσου δεν εξαφανίζει την απόφαση κατά της οποίας στρέφεται.
17. Η εξήγηση βρίσκεται, όμως, στην νομολογιακή και θεωρητική ιστορική διαδρομή που είχε μέχρι σήμερα το ένδικο μέσο της ανακοπής ερημοδικίας, αφού το γαλλικό Ακυρωτικό, αλλά και μέρος της γαλλικής θεωρίας, μέχρι το πρώτο τέταρτο του προηγούμενου αιώνα (20ου), θεωρούσαν ότι οι ερήμην δικαστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων εκδίδονταν, όπως και οι ερήμην αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, υπό τη διαλυτική αίρεση της ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας, με αποτέλεσμα να υποστηρίζεται ότι με την άσκηση του εν λόγω ενδίκου μέσου εξαφανιζόταν η ανακοπτομένη και οι διάδικοι επανέρχονταν στην προ της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως κατάσταση[38]. Προς αποφυγή, λοιπόν, τέτοιων ακραίων, αν ειδωθούν υπό το πρίσμα των σύγχρονων εξελίξεων, απόψεων[39] ο Γάλλος νομοθέτης έλυσε μιας και δια παντός το ζήτημα αυτό, ορίζοντας το αυτονόητο, ήτοι ότι η ανακοπτομένη, ως δικαστική απόφαση, μπορεί να ακυρωθεί μόνο με την έκδοση άλλης δικαστικής αποφάσεως.
6.3. Η μεταφορά των ερήμην κριθέντων ζητημάτων στο δικαστήριο της ανακοπής
18. Το άρθρο 572 al.1 NCPC ορίζει ότι η ανακοπή ερημοδικίας θέτει εκ νέου στην κρίση του δικαστηρίου μόνο όσα σημεία κρίθηκαν ερήμην κατά την πρώτη δίκη. Κατά συνέπεια το δικαστήριο που εξέδωσε την ερήμην απόφαση δεν έχει εξουσία να αποφανθεί εκ νέου επί του συνόλου της διαφοράς, αλλά μόνο για τα ζητήματα εκείνα που κρίθηκαν τη απουσία του εναγομένου ή του εφεσιβλήτου, ο οποίος μπορεί π.χ. να παραστάθηκε κανονικά σε ορισμένες συζητήσεις, αλλά να μην κλήθηκε προσωπικά στις επόμενες και για το λόγο αυτό να διεξήχθησαν ερήμην του.[40]
19. Μέρος της γαλλικής θεωρίας υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένη διάταξη καθιερώνει το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της ανακοπής ερημοδικίας[41], η άποψη, όμως αυτή παραβλέπει αφενός ότι το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα προϋποθέτει μεταβίβαση της υποθέσεως σε άλλο δικαστήριο από το εκδόν την προσβαλλόμενη απόφαση, πράγμα που δεν συμβαίνει με την ανακοπή ερημοδικίας, και αφετέρου ότι η έκταση της αρμοδιότητας του δικαστηρίου να αποφανθεί εκ νέου επί της ίδιας υποθέσεως δεν καθορίζεται από το δικόγραφο της ανακοπής (όπως συμβαίνει με την έφεση ή τα έκτακτα ένδικα μέσα), αλλά από το αντικειμενικό και πραγματικό γεγονός των ερήμην κριθέντων ζητημάτων κατά τη διάρκεια της πρώτης δίκης. Για το λόγο αυτό, είναι ορθότερο να θεωρηθεί ότι η διάταξη αυτή δεν αναφέρεται στο υποτιθέμενο μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της ανακοπής ερημοδικίας, αλλά απλώς προσδιορίζει και περιορίζει το ανακλητικό εύρος του ενδίκου αυτού μέσου.[42]
6.4. Η δέσμευση του δικαστηρίου που εξέδωσε την ανακοπτομένη απόφαση
20. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, κατά την εξέταση των αποτελεσμάτων της δικαστικής αποφάσεως, η οριστική απόφαση, ανεξαρτήτως του αν είναι ερήμην ή όχι, από τη δημοσίευσή της και έπειτα, αποδεσμεύει το δικαστή από την αρμοδιότητά του επί της οριστικώς κριθείσας διαφοράς. Το αποτέλεσμα, όμως, αυτό δεν αναπτύσσει την ενέργεια του στις περιπτώσεις που ορίζει το άρθρο 481 NCPC, ήτοι στις περιπτώσεις ερμηνείας ή διορθώσεως των ασαφών ή λανθασμένων κεφαλαίων, αντίστοιχα, μιας δικαστικής αποφάσεως, στις περιπτώσεις αποκαταστάσεως των infra, ultra ή extra petita δικαστικών κρίσεων και στις περιπτώσεις ακυρώσεως της οριστικής αποφάσεως αν ευδοκιμήσει η τυχόν ασκηθείσα ανακοπή ερημοδικίας, τριτανακοπή ή αναψηλάφηση.
21. Όσον αφορά ειδικά την ανακοπή ερημοδικίας, η αρμοδιότητα του δικαστηρίου που εξέδωσε την ανακοπτομένη για την εκ νέου κρίση της οριστικώς κριθείσης διαφοράς, εδράζεται στο άρθρο 572 al.1 NCPC, το οποίο ορίζει ότι η ανακοπή θέτει εκ νέου προς εκδίκαση τα ερήμην κριθέντα ζητήματα ενώπιον του ίδιου δικαστή (devant le même juge). Για το λόγο αυτόν, άλλωστε, οι διάδικοι της πρώτης δίκης διατηρούν το δικονομικό τους ρόλο και κατά τη δίκη της ανακοπής. Βέβαια, επανεκδίκαση της υποθέσεως ενώπιον του ίδιου δικαστή, δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι στη δίκη της ανακοπής πρέπει να μετέχουν οι δικαστές που εξέδωσαν την ερήμην απόφαση[43]. Αρκεί η υπόθεση να εκδικάζεται από το ίδιο δικαστήριο ως κρατικό δικαιοδοτικό όργανο και όχι από τα ίδια φυσικά πρόσωπα που εξέδωσαν την ανακοπτομένη.[44] [45]
[1] Με κριτήριο το αν απευθύνονται και εκδικάζονται από το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ή όχι προκειμένου να κριθεί εκ νέου στο σύνολό της η υπόθεση, τα ένδικα μέσα διακρίνονται σε ανακλητικά και μεταρρυθμιστικά.
[2] P. Goichot, Procédure civile, Fascicule II, Déroulement de l’ instance et voies de recours, Capacité 2ème année, cd – Les cours de droit, κεφ. II, ενότ. I, σελ.471.
[3] Βλ. art.571 al.1 και 572 al.1 NCPC.
[4] Πρόκειται για την αρχή του audiatur et altera pars, που προέρχεται από την αρχαιοελληνική εκδοχή της αρχής ‘’μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς’’ κατοχυρωμένη συνταγματικά στην Ελλάδα από το άρθρο 20 §1Σ.
[5] Βλ. για το ελληνικό δίκαιο άρθ.559 αριθ.6 ΚΠολΔ.
[6] Του ιδίου, Η έφεση στο γαλλικό αστικό δικονομικό δίκαιο, Δ.2005.626 επ., ιδία σελ.631-637, §§05-21.
[7] Βλ. κατωτ. υπό [§§04-08].
[8] E. Blanc - J. Viatte, Nouveau Code de Procédure Civile commenté dans l’ ordre des articles, Librairie du Journal des Notaires et des Avocats, Paris, σελ. 390-391.
[9] Βλ. art.571 al.1 NCPC.
[10] Βλ. art.476 NCPC.
[11] E. Blanc - J. Viatte, ό.π., σελ.322-325.
[12] Code de procédure civile 2001 réalisé par L. Cadiet, Agrégé des facultés de droit – Professeur à l’ Université Panthéon-Sorbonne (Paris I), 14e Édition, Litec 2001, σελ. 254-256.
[13] Βλ. art.468 NCPC.
[14] E. Blanc - J. Viatte, ό.π., σελ.3252-326.
[15] L. Cadiet, ό.π., σελ.256-257.
[16] Βλ. art.473 NCPC.
[17] Βλ. art.477 NCPC.
[18] Βλ. art.578 NCPC.
[19] J. Larguier - P. Conte, Procédure civile, Droit judiciaire privé, 15e Édition, Dalloz, 1996, κεφ.1, ενοτ. 1, §1, σελ.115.
[20] Βλ. art.490 NCPC.
[21] Βλ. art.776 al.1 NCPC.
[22] Πρόκειται για το ΄΄Tribunal des Affaires de Sécurite Sociale΄΄.
[23] F. Lemeunier, Litiges et procès, Procédures et voies d’ exécution, 1er Édition, J. Delmas et Cie, κεφ. Β2 (Les voies de recours), ενότ. Ι, §Α, αριθ.1.
[24] Βλ. art.622 NCPC.
[25] Εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν επιτρέπεται κανένα ένδικο μέσο, στο ελληνικό δίκαιο με την ανακοπή ερημοδικίας προσβάλλεται κατ' αρχήν κάθε ερήμην απόφαση του ειρηνοδικείου, του μονομελούς και του πολυμελούς πρωτοδικείου, του εφετείου και του τμήματος της παραπομπής του Αρείου Πάγου. Δεν προσβάλλονται καθόλου με ανακοπή ερημοδικίας: 1) οι αποφάσεις επί αιτήσεων διορθώσεως ή ερμηνείας αποφάσεως (άρθ.319 ΚΠολΔ), 2) οι αποφάσεις του αναιρετικού τμήματος του Αρείου Πάγου (άρθ.576 §4 ΚΠολΔ), 3) οι αποφάσεις στην ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους (άρθ.644 §1 ΚΠολΔ), 4) οι αποφάσεις εκούσιας δικαιοδοσίας στον πρώτο βαθμό (άρθ.754 και 764 ΚΠολΔ), εκτός των πτωχευτικών (άρθ.44 ΕισΝΚ ΠολΔ και των υποθέσεων του άρθ.3 Ν.Δ.1159/1972 (ΑΠ 183/1983: ΝοΒ 1983.1159), 5) οι αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων (άρθ.699 ΚΠολΔ), 6) οι αποφάσεις που εκδίδονται στις δίκες της εκτελέσεως (άρθ.937 §1 αριθ.2 ΚΠολΔ) ακόμη και αν εκδόθηκαν από το Εφετείο (ΑΠ 1578/1991: ΕλλΔνη 1992.1590, ΑΠ 434/1995: ΕλλΔνη 1996.331) με εξαίρεση αυτές που αφορούν στην προσωπική κράτηση (άρθ.1054 §2 ΚΠολΔ), 7) οι αποφάσεις του Εφετείου περί καθορισμού οριστικής τιμής μονάδας (ΑΠ 1388/1979: περιλ. Δ. 1980.910). Για το ζήτημα αυτό βλ. αναλυτικότερα: Κ. Δ. Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 1986, κεφ. ΧVIII, αριθ.193, σελ.467, Κεραμεύς Κ. / Κονδύλης Δ. / Νίκας Ν. (-Μαργαρίτης), Ερμηνεία ΚΠολΔ, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα - Κομοτηνή, Εκδόσεις Δίκαιο & Οικονομία/Π.Ν. Σάκκουλας, 2000, άρθ.501, αριθ.3, σελ.891, Κ. Μπέης, Μαθήματα Πολιτικής Δικονομίας – Ένδικα μέσα και ανακοπές, Εκδόσεις Αφοι Π. Σάκκουλα, Αθήνα 1983, §2 αριθ. 2.3.2, σελ.23 και στο δικτυακό τόπο http://www.kostasbeys.gr.
[26] Αυτό, άλλωστε, διαπιστώνεται ευχερώς και από τη διατύπωση του άρθρου 473 al.1 NCPC, το οποίο μεταξύ των προϋποθέσεων εκδόσεως ερήμην δικαστικής αποφάσεως θέτει τη μη παράσταση του εναγομένου και όχι του ενάγοντος.
[27] Βλ. art.571 al.2 NCPC, όπου αναφέρεται επί λέξει ότι η ανακοπή ερημοδικίας «n’ est ouverte qu’ au défaillant».
[28] J. Larguier - P. Conte, ό.π., κεφ. 1, ενοτ. 2, σελ.116.
[29] Αντιθέτως. στο ελληνικό δίκαιο, βάσει του άρθρου 502 ΚΠολΔ νομιμοποιούνται ενεργητικά προς άσκηση ανακοπής ερημοδικίας ο ενάγων, ο εναγόμενος, ο εκκαλών, ο εφεσίβλητος, ο κυρίως παρεμβαίνων και οι καθολικοί και ειδικοί διάδοχοί τους. Κατά λογική αναγκαιότητα η διαφοροποίηση αυτή επιφέρει και τις ανακλαστικές της συνέπειες στην παθητική νομιμοποίηση. Βέβαια, η διαφορά αυτή έχει τη βαθύτερή της αιτία στο γεγονός ότι στο ελληνικό δίκαιο, σε αντίθεση με τα ισχύοντα στο γαλλικό, είναι δυνατή η έκδοση ερήμην δικαστικής αποφάσεως ακόμη και αν απουσιάζει ο ενάγων ή ο εκκαλών.
[30] Για αναλυτικότερα βλ. Του ιδίου, ό.π.. ιδία σελ. 637-640, §§22-24.
[31] Για την αντίστοιχη ρύθμιση του ελληνικού δικαίου, που διαφοροποιείται αφενός ως προς τη διάρκεια της γνήσιας προθεσμίας που είναι κατά κανόνα δεκαπέντε ημερών από την κοινοποίηση της ερήμην αποφάσεως στον ερημοδικήσαντα διάδικο, και όχι ενός μηνός, και αφετέρου ως προς τη μη θέσπιση καταχρηστικής προθεσμίας, βλ. άρθ.503 ΚΠολΔ. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η μη πρόβλεψη καταχρηστικής προθεσμίας καθιστά χρονικά απεριόριστη την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας στην περίπτωση που δεν κοινοποιηθεί ποτέ η ερήμην απόφαση στον ερημοδικήσαντα. Το μόνο χρονικό όριο που τίθεται είναι η εικοσαετής παραγραφή του επίδικου ιδιωτικού δικαιώματος, η οποία, όμως, δεν επηρεάζει αυτό καθαυτό το δικαίωμα προς άσκηση της ανακοπής ερημοδικίας, γιατί το τελευταίο είναι δικαίωμα δημοσίου δικαίου και δεν υπόκειται σε παραγραφή. Κατά συνέπεια, αν ασκηθεί ανακοπή ερημοδικίας μετά την πάροδο της εικοσαετίας, τότε το δικαστήριο δεν πρέπει να την απορρίψει ως απαράδεκτη, αλλά ενδεχομένως ως αβάσιμη, αν ο καθ’ ου η ανακοπή υποβάλει ένσταση παραγραφής του επίδικου ιδιωτικού δικαιώματος. Για το ζήτημα αυτό βλ. Κ. Μπέης, ό.π., §2 αριθ.2.5.7, σελ.29.
[32] Σε αντίθεση, βέβαια, με το ελληνικό δίκαιο που εκτός από την μη κανονική κλήτευση θεσπίζει ως λόγο ανακοπής ερημοδικίας και τα περιστατικά ανωτέρας βίας, διαφορά που οφείλεται και πάλι στη διαφορετική έννοια που αποδίδουν οι δύο έννομες τάξεις στην ερήμην απόφαση, βλ. άρθ.501 ΚΠολΔ.
[33] Αν δεν έχει κληθεί προσωπικά ισχύουν τα αναφερόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, οπότε η επίκληση του τυχόν συντρέχοντος περιστατικού ανωτέρας βίας δεν θα είχε κανένα νόημα.
[34] Βλ. ανωτ. υπό [§02 in fine].
[35] Στο ελληνικό δίκαιο το ανασταλτικό αποτέλεσμα της ανακοπής ερημοδικίας δεν προβλέπεται ρητά, αλλά προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 321 και 904 ΚΠολΔ, αφού οι ερήμην αποφάσεις ακόμη και αν δεν είναι πλέον προσβλητές με έφεση, δεν μπορούν να εκτελεσθούν όσο επιτρέπεται ανακοπή ερημοδικίας κατ’ αυτών, διότι απλούστατα δεν είναι τελεσίδικες. Για το λόγο, άλλωστε, αυτών το άρθρο 321 ΚΠολΔ αναφέρει ότι τελεσίδικες (και συνεπώς εκτελεστές) είναι οι αποφάσεις που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση.
[36] Βλ. Του ιδίου, ό.π. σελ.642-644, §§31-35.
[37] J. Larguier - P. Conte, ό.π., κεφ.1, ενοτ. 2, σελ.115.
[38] E. Glasson – A. Tissier – R. Morel, Σύστημα Πολιτικής Δικονομίας, Μετάφρασις εκ της γ΄ Γαλλικής εκδόσεως (1926-1932), μετά προσθηκών και προσαρμογής εις τα εν Ελλάδι κρατούντα, καθώς και σημειώσεων περί των εν τη ημεδαπή και αλλοδαπή επιστήμη και νομολογία διδασκομένων υπό Γ. Θ. Ράμμου, Αθήναι 1934, Τόμος IV, αριθ.855, σελ.375-377.
[39] Αποφασιστικό ρόλο για την εγκατάλειψη της απόψεως αυτής από το γαλλικό Ακυρωτικό έπαιξε η τύχη των μέτρων συντηρητικής κατασχέσεως (ιδιαίτερα της υποθήκης) που είχαν ληφθεί με βάση την ερήμην εκδοθείσα τελεσίδικη απόφαση μετά τη νόμιμη άσκηση ανακοπής ερημοδικίας, αφού με την εξαφάνιση της ανακοπτομένης, συμπαρασύρονταν σε ανατροπή και όσα μέτρα συντηρητικής κατασχέσεως είχαν εν τω μεταξύ ληφθεί εγκύρως βάσει της τελευταίας.
[40] Στο ελληνικό δίκαιο δεν ανακύπτει ανάλογο ζήτημα, δεδομένου ότι πλέον όλες οι υποθέσεις εκδικάζονται σε μία συζήτηση ακόμη και ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Ως εκ τούτου ο ερημοδικήσας διάδικος θα απουσιάζει αναγκαστικά από την πρώτη και μοναδική συζήτηση και συνεπώς, αν ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας, το δικαστήριο που εξέδωσε την ανακοπτομένη απόφαση θα έχει την εξουσία να αποφανθεί εκ νέου επί του συνόλου της ερήμην κριθείσας διαφοράς.
[41] L. Cadiet, ό.π., σελ.362.
[42] E. Blanc - J. Viatte, ό.π., σελ.391.
[43] P. Goichot, ό.π., κεφ. I, ενότ. II, §2, σελ.473.
[44] E. Glasson – A. Tissier – R. Morel – Γ. Ράμμος, ό.π., Τόμος IV, αριθ.854, σελ.369-371.
[45] Civ. 31 Janvier 1912: DP 1912, 1.323.