Παντελεήμων Ρεντούλης
Σύντομη ιστορική επισκόπηση του ελληνικού αστικού δικονομικού δικαίου
(Μια προσπάθεια καταδείξεως της ιστορικής του συνέχειας)
Δημοσιευμένο στη ΔΙΚΗ 2005, σ. 490-520
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις.
1. Το μακραίωνο, πλούσιο και πολυδιάστατο ιστορικό παρελθόν του ελληνικού έθνους έχει αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια του και στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης εν γένει. Είναι γενικά παραδεκτό ότι η ΄΄εν στενή εννοία΄΄ ιστορία του σύγχρονου ελληνικού οργανισμού των δικαστηρίων και του ελληνικού αστικού δικονομικού δικαίου ξεκινά μόλις με την απελευθέρωση των Ελλήνων από τον τουρκικό ζυγό και την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους το έτος 1830. Ωστόσο, η ιστορική επισκόπηση από το άνω χρονικό σημείο και μετά θα άφηνε εκτός ιστορικού πλαισίου τα χρόνια της τουρκοκρατίας, τη σημαντικότατη βυζαντινή νομική παράδοση, αλλά και τους δικονομικούς θεσμούς που κληροδότησε το αρχαίο ελληνικό δίκαιο[1] στο ρωμαϊκό, παρά τα όσα αντίθετα κατά καιρούς υποστηρίζονται. Σε μια προσπάθεια, λοιπόν, να καταδειχθεί αφενός η ιστορική συνέχεια του ελληνικού συστήματος απονομής της δικαιοσύνης[2] και αφετέρου να απομυθοποιηθεί η κατά καιρούς υποστηριζόμενη αποκλειστική επιρροή του από τη ρωμαϊκή νομική παράδοση, επιχειρείται στις επόμενες παραγράφους μια ιστορική αναδρομή που ξεκινά από τους αρχαίους χρόνους για να καταλήξει στο σήμερα, διαιρούμενη στις ακόλουθες έξι περιόδους: α) Η απονομή της (πολιτικής) δικαιοσύνης κατά τους αρχαϊκούς, τους κλασσικούς και τους ελληνιστικούς χρόνους[3], β) Η βυζαντινή περίοδος – Η Ιουστινιάνεια Νομοθεσία[4], γ), Από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως μέχρι την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους - Η περίοδος τους τουρκοκρατίας (1453 – 1830)[5], δ) Το έργο της αντιβασιλείας του Όθωνα[6], ε) Από τον Μάουρερ μέχρι τη θέση σε ισχύ του νέου ελληνικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας το έτος 1968[7] και στ) Οι σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις του ελληνικού συστήματος απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης μετά το έτος 1968.[8]
2. Η απονομή της (πολιτικής)[9] δικαιοσύνης κατά τους αρχαϊκούς, τους κλασσικούς[10] και τους ελληνιστικούς χρόνους.
2. Μετά την εγκατάλειψη της αυτοδικίας[11] ως μέσο επιλύσεως των ιδιωτικών διαφορών, την απονομή της δικαιοσύνης αναλαμβάνει ως ανώτατη δικαστική αρχή ο βασιλέας κατά τους μινωικούς χρόνους και ο ἄναξ κατά τους μυκηναϊκούς (wαναξ)[12], ενώ κατά τους ομηρικούς χρόνους η επίλυση των διαφορών αυτών ανατίθεται σε αξιοσέβαστα πρόσωπα κοινής εμπιστοσύνης (γέροντες, διοτρεφεῖς βασιλῆες ή δικαπόλους), τα οποία δεν δικάζουν ως συλλογικό όργανο ούτε βάσει συγκεκριμένων εθιμικών κανόνων, αλλά προτείνουν ξεχωριστά ο καθένας την κατά την προσωπική τους κρίση δίκαιη λύση, η οποία τελικά γίνεται δεκτή επ’ αμοιβή ή απορρίπτεται δια βοής από το εκάστοτε συγκεντρωμένο πλήθος[13]. Με τον καιρό, όμως, η ανωτέρω εξουσία συγκεντρώνεται στα χέρια του γενάρχη βασιλέα και μέσω αυτού στους ευγενείς, οι οποίοι αρχίζουν να ασκούν τη δικαστική εξουσία κατά την απόλυτη και ανέλεγκτη κρίση τους, εκδίδοντας συχνά τις όποιες αποφάσεις τους κατόπιν δωροδοκίας, γεγονός που προκαλεί κοινωνικές αναταραχές με αίτημα τη θέσπιση γραπτών κανόνων, προκειμένου έτσι να εξασφαλιστεί η απροσωπόληπτη εφαρμογή τους και να ενισχυθεί το αίσθημα της ασφάλειας του δικαίου στις συναλλαγές, αίτημα που τελικά ικανοποιείται κατά τους ύστερους αρχαϊκούς χρόνους, οδηγώντας στη γένεση του δημοκρατικού πολιτεύματος σε πολλές ελληνικές πόλεις -κράτη[14] και σηματοδοτώντας την ταυτόχρονη σφυρηλάτηση στον ελληνικό χώρο του συστήματος της λαϊκής απονομής της δικαιοσύνης.[15]
3. Η συντριπτική πλειοψηφία των ιστορικών πληροφοριών για την απονομή της (πολιτικής) δικαιοσύνης στην αρχαία Ελλάδα κατά τους ύστερους αρχαϊκούς και κλασσικούς χρόνους προέρχεται κυρίως από το πηγαίο υλικό που σχετίζεται αποκλειστικά με τους αττικούς δικονομικούς θεσμούς, όπως, άλλωστε, συμβαίνει και με τις πληροφορίες που υπάρχουν για το ουσιαστικό αρχαιοελληνικό δίκαιο της ίδιας ιστορικής περιόδου, γεγονός που καθιστά εκ των ιστορικών πραγμάτων υποχρεωτική την εξέταση μόνο των αττικών δικονομικών θεσμών, με την σημαντική επισήμανση, όμως, ότι σ’ αυτούς περιλαμβάνεται μετά βεβαιότητας ένα κοινό υπόστρωμα του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης και των υπόλοιπων ελληνίδων πόλεων – κρατών, σε τέτοιο σημείο ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι στον πυρήνα του αττικού και συγκεκριμένα του αθηναϊκού συστήματος απονομής της δικαιοσύνης συμπυκνώνονται και αντικατοπτρίζονται τα κοινά θεμέλια όλου του αρχαιοελληνικού δικαιοδοτικού οικοδομήματος[16]. Ειδικότερα, πριν τον εκδημοκρατισμό του αθηναϊκού πολιτεύματος κάθε εξουσία ανήκει αποκλειστικά στους αριστοκράτες· η Βουλή των Αρεοπαγιτών[17] και οι λοιποί άρχοντες ως φορείς της αυθεντίας της εξουσίας είναι οι μόνοι που έχουν και ασκούν όλες τις (αστικές και ποινικές) δικονομικές αρμοδιότητες: κινούν αυτεπαγγέλτως τις διώξεις, συγκεντρώνουν τις αποδείξεις που οι ίδιοι θεωρούν αναγκαίες για το σχηματισμό της δικανικής τους πεποιθήσεως, ενεργούν προσωπικά τις ανακρίσεις και τελικά αποφαίνονται οι ίδιοι τελεσίδικα για κάθε υπόθεση. Το ανωτέρω συγκεντρωτικό –μοναρχικό δικονομικό σκηνικό, που μόνο προβλήματα και υπόνοιες για την αμεροληψία της απονομής της δικαιοσύνης δημιουργεί, αλλάζει δραστικά με τον εκδημοκρατισμό της αθηναϊκής κοινωνίας που επιφέρει η κομβική ιστορικά και νομικά πολιτειακή μεταρρύθμιση του Σόλωνα και τις ουσιαστικές προς το δημοκρατικότερο τροποποιήσεις που επέφεραν σε αυτήν οι δημοκρατικοί ηγέτες Εφιάλτης και Περικλής[18]. Προ κάθε άλλης ειδικής αναφοράς στη δημοκρατική αττική δικονομική νομοθεσία, πρέπει να επισημανθούν εξαρχής τρία βασικά στοιχεία της α) η ύπαρξη δύο σταδίων[19] σε κάθε αττική δίκη, ένα στάδιο προδικασίας στο οποίο εξακολουθούν να πρωταγωνιστούν οι άρχοντες και ένα στάδιο εκδικάσεως της υποθέσεως ενώπιον του λαϊκού δικαστηρίου της Ηλιαίας[20], στάδια τα οποία ναι μεν διακρίνονται χρονικά, αλλά είναι αδιαίρετα δικονομικά, συνιστώντας κάθε φορά μία ενιαία και αδιαίρετη δίκη[21] β) ο αμιγώς κατηγορικός χαρακτήρας τόσο του (αστικού) όσο και του (ποινικού) αθηναϊκού δικαιοδοτικού συστήματος, αφού καμμία απολύτως δίκη δεν μπορεί να μπει σε κίνηση αυτεπαγγέλτως, παρά μόνο μετά από προηγούμενη αναφορά του ενδιαφερόμενου πολίτη[22] και γ) η έντονη επιρροή της καθ’ ύλην αρμοδιότητας και συνακόλουθα και της δικαστηριακής οργανώσεως στο στάδιο της προδικασίας τόσο από τον πλουραλιστικό[23] χαρακτήρα του ουσιαστικού αττικού δικαίου όσο από την ταξική διαστρωμάτωση της αθηναϊκής κοινωνίας, αφού διαφορές που θεωρούνται ίδιας φύσεως με βάση τα σημερινά νομικά δεδομένα (π.χ. ενοχικού, εμπράγματου, οικογενειακού κ.ά. χαρακτήρα) τυγχάνουν διαφορετικής προδικαστικής δικονομικής μεταχειρίσεως με κριτήριο τη νομική προσωπικότητα του ενεργητικού υποκειμένου της δίκης[24], π.χ. οι πολίτες εισάγουν προδικαστικά την αγωγή[25] τους ενώπιον των Τεσσαράκοντα, οι μέτοικοι ενώπιον του Πολέμαρχου και οι έμποροι ενώπιον των Θεσμοθετών (ανεξαρτήτως του αν ήταν ελεύθεροι ή δούλοι)· χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της ταξικής θεωρήσεως των δικονομικών πραγμάτων στην αρχαία Αθήνα είναι και το γεγονός ότι μόνο οι πολίτες μπορούν να προβούν σε αναγκαστική εκτέλεση επί ακινήτων, αφού μόνον αυτοί μπορούν να αποκτήσουν δικαιώματα επ’ αυτών.[26]
4. Με βάση, λοιπόν, την ύπαρξη περισσότερων διακριτών δικαιικών συστημάτων εντός της αθηναϊκής έννομης τάξεως και την ταξική περιστροφή της αθηναϊκής δικαστηριακής οργανώσεως, η υλική αρμοδιότητα στο στάδιο της προδικασίας έχει ως ακολούθως[27]: α) στον Ἐπώνυμον Ἄρχοντα υπάγονται όλες οι αγωγές, δημόσιες ή ιδιωτικές[28], που προβλέπονται από το οικογενειακό δίκαιο[29], β) στον Ἄρχοντα Βασιλέα υπάγονται όλες οι αγωγές που αποβλέπουν στην προστασία της θρησκευτικής τάξεως και της πόλεως[30], γ) στον Ἄρχοντα Πολέμαρχον υπάγονται όλες οι αγωγές[31] που αφορούν τους μετοίκους, τους ισοτελείς[32], τους προξένους[33] και τους απελευθερωθέντες δούλους, οι οποίοι εφόσον έκριναν την δίκην εἰσαγώγιμον εἶναι, την παρέπεμπαν σε αναγκαίους Διαιτητάς[34] και όχι στην Ηλιαία, δ) στους Στρατηγούς και στους Ἐπιμελητάς τῶν νεωριῶν υπάγονται οι αγωγές που σχετίζονται με στρατιωτικά αδικήματα, ε) στην αρχή των Ἔνδεκα έχουν ανατεθεί αρχικά διοικητικά καθήκοντα σωφρονιστικού χαρακτήρα, αλλά μετέπειτα τους παραχωρούνται και ορισμένες ποινικές δικαστικές αρμοδιότητες, στ) στους έξι Θεσμοθέτας υπάγονται οι περιπτώσεις εγκλημάτων που απειλούν ή ζημιώνουν την όλη δομή ή τους θεσμούς της πόλεως, καθώς και οι ναυτικές και οι λεγόμενες μεταλλικαί και ἐμπορικαί δίκαι, στη συνέχεια δε από το σύνολο της καθ’ ύλην αρμοδιότητάς τους αποσπώνται αρκετά μέρη και παραχωρούνται, ζ) στους Τεσσαράκοντα[35], οι οποίοι καθίστανται αρμόδιοι για την εκδίκαση διαφορών που αφορούν ζητήματα κυριότητας και νομής, εφόσον η αξία τους δεν υπερβαίνει το ποσό των δέκα [10] δραχμών, η) στους ἀναγκαίους Διαιτητάς ή Διαλλακτηρίους ή Προδίκους, οι οποίοι καθίστανται αρμόδιοι και εκδίδουν απόφαση για τις διαφορές που υπάγονταν στους Τεσσαράκοντα, εφόσον η αξία τους υπερβαίνει το ποσό των δέκα [10] δραχμών[36] και θ) στους Εἰσαγωγεῖς, οι οποίοι καθίστανται αρμόδιοι για την εκδίκαση των λεγόμενων ἐμμήνων δικῶν, δηλαδή για εκείνες τις αγωγές που πρέπει να εκδικαστούν μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από της καταθέσεώς τους[37]. Όμως, η κατά τα άνω έντονη διαφοροποίηση της υλικής αρμοδιότητας που παρουσιάζει το αθηναϊκό σύστημα απονομής της δικαιοσύνης στο στάδιο της προδικασίας, εξαφανίζεται στο στάδιο της εκδικάσεως της υποθέσεως, αφού εν τέλει όλες οι υποθέσεις, εφόσον, βέβαια, κρίνεται απαραίτητη η παραπομπή τους ακροατήριο, καταλήγουν να εκδικάζονται με την ίδια ακριβώς διαδικασία[38] από το λαϊκό δικαστήριο της Ἡλιαίας, με περιορισμένη εξαίρεση τις ανωτέρω υπό [γ], [ζ], [η] και [θ] περιπτώσεις
5. Όσον αφορά το εν στενή εννοία αθηναϊκό δικονομικό σύστημα, αυτό, όπως προαναφέρθηκε, είναι αμιγώς κατηγορικό· τα δικαστήρια κινητοποιούνται για να εκδικάσουν τις όποιες υποθέσεις μόνο αν υπάρχει σχετική πρωτοβουλία από κάποιον πολίτη με την κατάθεση τακτικών αγωγών, οι οποίες διακρίνονται σε γραφάς και δίκας και από τις οποίες οι πρώτες αφορούν στην πλειοψηφία τους ζητήματα (δημοσίου) δικαίου και οι δεύτερες άπτονται κυρίως των διαφορών (ιδιωτικού) δικαίου, χωρίς, όμως, να είναι δυνατή η ανεύρεση ενός απόλυτα συστηματικού κριτηρίου για τη διάκριση των τακτικών αγωγών στα δύο αυτά είδη, η οποία μπορεί να δικαιολογηθεί και να εξηγηθεί μόνο μέσα στο ιδιόμορφο πλαίσιο του αττικού δικαίου που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη περισσότερων του ενός δικαιικών συστημάτων[39]. Εκτός από τις ανωτέρω τακτικές αγωγές, υπάρχουν και οι έκτακτες[40], οι οποίες έχουν κυρίως ποινικό χαρακτήρα και διακρίνονται σε αγωγές συμπληρωματικές, τις οποίες έχει δικαίωμα να ασκεί κάθε πολίτης υποκαθιστάμενος στον απόντα ή αδρανούντα ή αδιαφορούντα για την εκτέλεση των καθηκόντων του άρχοντα[41], και σε αγωγές ελέγχου, οι οποίες επιτρέπουν στους πολίτες να ελέγχουν τους άρχοντες κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και να τους καταμηνύουν αν έχουν διαπράξει ατασθαλίες[42]. Μετά την ανάπτυξη μιας εκ των ανωτέρω δικονομικών πρωτοβουλιών εκ μέρους κάποιου πολίτη, ακολουθεί ως εναρκτήρια πράξη της τακτικής διαδικασίας (ιδιωτικής ή δημόσιας) η κλήτευση του παθητικού υποκειμένου της δίκης (εναγόμενου ή κατηγορούμενου, αντίστοιχα)[43] και στη συνέχεια η υπόθεση περνά απαραίτητα από στάδιο προδικασίας, την ἀνάκρισιν, όπου, όπως προαναφέρθηκε[44], πρωταγωνιστούν οι άρχοντες, οι οποίοι, καλούμενοι για την ειδική τους αυτή προδικαστική δικονομική λειτουργία και εἰσαγωγεῖς και έχοντας ένα μείγμα δικαστικών και γραμματειακών αρμοδιοτήτων[45], α) παραλαμβάνουν τα κάθε είδους δικόγραφα των διαδίκων [46], β) ελέγχουν αν έχουν υλική αρμοδιότητα επί της αχθείσης ενώπιόν τους υποθέσεως, γ) καλούν τους διαδίκους ενώπιον τους για διευκρινίσεις και τους καθοδηγούν, αν χρειάζεται, στη σύνταξη των δικογράφων τους και στη συλλογή του αποδεικτικού υλικού, το οποίο και διαχειρίζονται, συλλέγοντας και προετοιμάζοντας ΄΄τά συντείνοντα εἰς τόν ἀγῶνα[47], τα στοιχεία, δηλαδή, που ήταν απαραίτητα για τη συγκρότηση του φακέλου δικογραφίας, τον λεγόμενο ἐχῖνον[48], δ) ακούνε τον (εναγόμενο), ο οποίος, προκειμένου να αποτρέψει την παραπομπή της υποθέσεως στο ακροατήριο, μπορεί με την κατάθεση του γραπτού υπομνήματός του (ἀντιγραφή)[49] είτε να αρνηθεί την ουσία των ισχυρισμών του αντιδίκου του (ἀπολογεῖσθαι) είτε να επικαλεστεί τη λεγόμενη παραγραφή (παραγράψεσθαι), με την οποία προτείνει ότι η συγκεκριμένη αγωγή δεν μπορεί να εγερθεί για τυπικούς κυρίως λόγους[50] (οὐκ εἰσαγώγιμον εἶναι τήν δίκην ή οὐκ εἶναι τήν δίκην), στην οποία (παραγραφή) ο ενάγων μπορεί να ανταπαντήσει εγγράφως με τη λεγόμενη διαμαρτυρίαν του[51], ε) σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις ποινικού χαρακτήρα εκδίδουν προδικαστικές αποφάσεις (προρρήσεις), στ) αφού συγκεντρώσουν το κρίσιμο αποδεικτικό υλικό και έχουν ακούσει τον (εναγόμενο), αποφασίζουν για την παραπομπή ή όχι της υποθέσεως στο αρμόδιο δικαστήριο (εἰσάγειν)[52] και σε καταφατική περίπτωση την εγγράφουν στο πινάκιο για τον προσδιορισμό της δικασίμου της εκδικάσεώς της (προγράφειν)[53] ενώπιον των διαιτητῶν τοῦ ἡλιαστικοῦ δικαστηρίου και ορίζουν κλητήρα ή δίνουν την άδεια στον ίδιο τον ενάγοντα να κλητεύσει με τη συνοδεία δύο μαρτύρων τον εναγόμενο στη δήλη μέρα της δικασίμου[54] και ζ) ασκούν, κατόπιν σχετικής κληρώσεως, καθήκοντα προέδρου στο δικαστήριο, διευθύνοντας τη συζήτηση και μεριμνώντας για την τήρηση της τάξεως κατά τη διάρκεια της δίκης (ἡγεμονία τῶν δικαστηρίων).[55]
6. Μετά το τέλος του σταδίου της ἀνακρίσεως η υπόθεση εισαγόταν σε ένα από τα δέκα εξακοσιομελή τμήματα του δικαστηρίου της Ηλιαίας[56] και μετά τον καθορισμό με κλήρωση του σώματος των Ηλιαστών που επρόκειτο να δικάσει την υπόθεση[57] και την επιφόρτιση δέκα δικαστών και με ορισμένα άλλα ειδικά καθήκοντα[58], ο κήρυκας κήρυσσε την έναρξη της δίκης (καλεῖν τήν δίκην ή καλεῖν τήν γραφήν). Μετά τον έλεγχο ορισμένων τυπικών προϋποθέσεων από το Προεδρεῖον[59], άρχιζε η ακροαματική διαδικασία στα πλαίσια της οποίας ο γραμματέας έσπαγε τις σφραγίδες του ἐχίνου[60], διάβαζε την αγωγή του (ενάγοντος) και την τυχόν ανταγωγή του (εναγομένου) και στη συνέχεια τα διάδικα μέρη υποστήριζαν αυτοπροσώπως (κατ’ αντιμωλίαν) και σε ίσους χρόνους τις απόψεις τους από ένα υπερυψωμένο βάθρο (βῆμα)[61], απαγγέλλοντας συνήθως το λόγο που είχε προηγουμένως συντάξει για λογαριασμό τους κάποιος λογογράφος[62]. Μετά το πέρας της επ’ ακροατηρίου διαδικασίας, η οποία διαρκούσε συνήθως μία ημέρα και δεν μπορούσε να υπερβεί τις τρεις, το σώμα των δικαζόντων Ηλιαστών εξέδιδε αυθημερόν την απόφαση του[63], η οποία ήταν οριστική και αμετάκλητη, αφού δεν προβλεπόταν η προσβολή της ενώπιον ανωτέρου δικαστηρίου, πράγμα απολύτως συμβατό με τα αθηναϊκά δημοκρατικά δεδομένα, λαμβανομένης υπ’ όψιν της λαϊκής συνθέσεως της Ηλιαίας[64]. Η εκδοθείσα απόφαση μπορούσε μόνο εκτάκτως να προσβληθεί α) με ἐπίσκηψιν ή δίκην κακοτεχνιῶν ή δίκην φευδομαρτυριῶν για το λόγο ότι το δικαστήριο στηρίχθηκε σε ψευδείς μαρτυρίες και πλανήθηκε τόσο ως προς την τήρηση των τύπων όσο και ως προς την ουσία της υποθέσεως[65] και β) για το λόγο ότι ο (εναγόμενος) που δικάστηκε ερήμην δεν μπόρεσε εξαιτίας πραγματικών λόγων να παραστεί στο δικαστήριο, οπότε ζητούσε μέσα σε δέκα ημέρες από την δημοσίευση της αποφάσεως και μέσα σε εξήντα, αν ήταν απόδημος, την επανάληψη της πρώτης δίκης, τη λεγόμενη ἀναδικίαν[66] [67]. Όπως γίνεται αντιληπτό εκ των ανωτέρω και έχει πολύ σωστά επισημανθεί[68], σε κάθε στάδιο της αθηναϊκής δίκης υπάρχουν ζωντανές και (επι)δοκιμάζονται στην δικονομική τους έκφανση όλες οι αρχές του αθηναϊκού δημοκρατικού πολιτεύματος[69], χαρακτηριστικό που εξαλείφεται, βέβαια, με την επέκταση της εμβέλειας και την επιβολή του μακεδονικού μοναρχικού προτύπου διακυβερνήσεως στις κλασσικές ελληνίδες πόλεις - κράτη.
7. Κατά την περίοδο των ελληνιστικών χρόνων, μπορεί τα πράγματα να αλλάζουν ριζικά σε επίπεδο πολιτειακής οργανώσεως, αφού πλέον σε όλο τον ελληνικό κόσμο και πέραν αυτού ιδρύονται βασίλεια στα οποία επιβάλλεται ως κυβερνητικό – οργανωτικό πρότυπο εκείνο της απόλυτης κληρονομητής μακεδονικής μοναρχίας[70], αλλά η εξέλιξη αυτή δεν οδηγεί ταυτόχρονα και σε άμεση, τουλάχιστον, εξαφάνιση της οργανωτικής δομής των πόλεων – κρατών, δεδομένου ότι αυτές εξακολουθούν να υφίστανται είτε εντασσόμενες σε ένα από τα ελληνιστικά βασίλεια είτε διατηρώντας μια κάποια μεγαλύτερη αυτονομία συμμορφούμενες, όμως, πάντα προς τις υποδείξεις ενός μονάρχη[71]. Η υπό τις ανωτέρω συνθήκες μοναρχικού ελέγχου διατήρηση της οργανωτικής βάσεως των ελληνίδων πόλεων – κρατών είχε ως άμεσο αποτέλεσμα τη διατήρηση των αρχαϊκών – κλασσικών λαϊκών δικαστηρίων τους με την ανοχή, όμως, των εχόντων επάλληλες δικαιοδοτικές εξουσίες μοναρχών και συνακόλουθα με κλονισμένη πλέον την εμπιστοσύνη των πολιτών σ’ αυτά σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι πολίτες πολλών πόλεων να καταφεύγουν προς εξασφάλιση περισσότερης αμεροληψίας στην πρόσκληση πολιτών από άλλες πόλεις για να επιλύσουν ως δικάζοντες τις εκάστοτε αναφυόμενες διαφορές, πρακτική που οδηγεί σταδιακά στη γένεση του θεσμού των περιοδευόντων δικαστών και μέσω αυτού στην προοδευτική ενοποίηση του δικαίου των ελληνιστικών πόλεων[72]. Η ανωτέρω δικαστηριακή επαλληλία που εμφανίζεται μεταξύ των δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων των μοναρχών και των διατηρηθέντων λαϊκών δικαστηρίων έχει το ανάλογό της και στο επίπεδο του ισχύοντος δικονομικού δικαίου, το οποίο είναι εξαιρετικά ανομοιογενές αφενός λόγω της πληθυσμιακής και γεωγραφικής πολυμορφίας των ελληνιστικών βασιλείων και αφετέρου λόγω της αναγκαίας συνυπάρξεως του νέου νομικού κατεστημένου με τις προγενέστερες της μακεδονικής κατακτήσεως ποικίλες νομικές παραδόσεις. Η δικαιική αυτή πλειονότητα και ανομοιομορφία, αν και, όπως προαναφέρθηκε, αμβλύνεται σε κάποιο βαθμό από τη δραστηριότητα των περιοδευόντων δικαστών, ωστόσο δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθεί πλήρως, πράγμα που καθιστά εκ των νομικών πραγμάτων απαραίτητη την άγνωστη μέχρι τότε στις ελληνίδες πόλεις πυραμιδωτή ιεράρχησή των εφαρμοστέων κανόνων, στην κορυφή της οποίας τοποθετούνται οι διατάξεις των μοναρχών, δηλαδή, οι κανόνες του λεγόμενου βασιλικού δικαίου[73], νομική εξέλιξη που δρα ενοποιητικά, προλειαίνοντας ιστορικά και νομικά το έδαφος για την ενιαία συστέγαση του ελληνικού έθνους αρχικά υπό την κατακτητική πολιτειακή σκέπη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και μετέπειτα υπό τον κοινό εθνικό, πολιτικό και θρησκευτικό μανδύα του Βυζαντινού Κράτους.
2.3. Η βυζαντινή περίοδος – Η Ιουστινιάνεια Νομοθεσία.
8. Μετά την κατάκτηση του ελληνικού κόσμου από τους Ρωμαίους κατά το έτος 146 π.Χ., η απονομή της δικαιοσύνης καθορίζεται και οργανώνεται με βάση το ρωμαϊκό πρότυπο, για την εξειδικευμένη εφαρμογή του οποίου στον ελλαδικό χώρο δεν υπάρχουν, όμως, επαρκή ιστορικά στοιχεία[74]. Οι ιστορικές πληροφορίες αρχίζουν να πληθαίνουν προοδευτικά μετά την διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε δυτικό και ανατολικό τμήμα και κυρίως μετά τη δημιουργία του Βυζαντινού Κράτους, το οποίο, όντας αρχικά η ανατολική πλευρά του Ρωμαϊκού[75], κληρονομεί αναπόφευκτα το μεγαλύτερο μέρος των πολιτειακών, κρατικών και κοινωνικών δομών του τελευταίου, προσαρμόζοντάς τις, όμως, κατάλληλα στις ανάγκες και στην ιδιοσυγκρασία του ελληνικού έθνους, όπως αυτή μεταλλάσσεται υπό την επιρροή της νέας επίσημης θρησκείας του Βυζαντίου, του Χριστιανισμού.. Η ρύθμιση των οργανωτικών θεμάτων του φορέα της νέας επίσημης χριστιανικής θρησκείας, δηλαδή, της Εκκλησίας, καθώς και των σχέσεων της τελευταίας με την κρατική εξουσία[76], προκαλούν την αθρόα έκδοση νόμων, η οποία επιτείνει ακόμη περισσότερο το ήδη πολυδαίδαλο νομοθετικό ρωμαϊκό καθεστώς. Η νομοθετική αυτή αναρχία, καθιστώντας προβληματική ακόμη και για τους ειδικούς την εποπτεία του ισχύοντος δικαίου, οδηγεί στις πρώτες ιδιωτικής πρωτοβουλίας κωδικοποιήσεις των κανόνων δικαίου με τον Γρηγοριανό και τον Ερμογενειανό κώδικα, πρακτική που λαμβάνει σύντομα και επίσημο κρατικό χαρακτήρα επί του Θεοδοσίου του Β΄[77]. Επί Ιουστινιανού Α΄ του Μεγάλου (527-565 μ.Χ.) συντελείται η δεύτερη μετά το Θεοδοσιανό Κώδικα επίσημη κωδικοποίηση του βυζαντινού δικαίου και μάλιστα σε ευρύτερη βάση· πρόκειται για την περίφημη Ιουστινιάνεια Νομοθεσία που συγκεντρώνει όλο το Corpus Iuris Civilis[78] στις ακόλουθες τέσσερις συλλογές: α) τον (Ιουστινιάνειο) Κώδικα[79], β) τον Πανδέκτην (Digesta)[80], γ) τις Εἰσηγήσεις (Institutiones)[81] και δ) τις περίφημες Νεαράς (διατάξεις)[82] [83]. Έτσι, οι βυζαντινοί κανόνες απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης τυγχάνουν της ίδιας κωδικοποιητικής τύχης που επιφυλάσσεται και στους υπόλοιπους κανόνες δικαίου, κωδικοποίηση που γίνεται συχνότερα με κριτήριο κατατάξεως της νομοθετικής ύλης το χρόνο εκδόσεως των διαφόρων νομοθετημάτων[84] και συνεχίζεται αδιάσπαστα καθ’ όλη τη διάρκεια της υπάρξεως του Βυζαντινού Κράτους, ήτοι τόσο κατά την πρώιμη, όσο και κατά τη μέση και την ύστερη βυζαντινή περίοδο.[85]
9. Όσον αφορά ειδικότερα τη βυζαντινή δικαστηριακή οργάνωση[86], γι’ αυτήν δεν υπάρχουν επαρκή ιστορικά στοιχεία, παρά το γεγονός ότι γύρω από την οργάνωση της βυζαντινής διοικήσεως εν γένει υπάρχει πληθώρα πληροφοριών. Ειδικότερα, κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο, δύο είναι τα σημαίνοντα χαρακτηριστικά της οργανώσεως των δικαστηρίων: α) η ύπαρξη παράλληλα με την πολιτειακή και της λεγόμενης επισκοπικής δικαιοδοσίας (audientia episcopalis) και β) η ύπαρξη διαφορετικής δικαστηριακής οργάνωσης στις επαρχίες και στην πρωτεύουσα του κράτους. Στις επαρχίες δικάζουν σε πρώτο βαθμό οι διοικητές των ἐπαρχιῶν και σε δεύτερο εκείνοι των διοικήσεων (βικάριοι) ή ο ὕπαρχος. Οι αποφάσεις των βικαρίων προσβάλλονται με ένδικα μέσα ενώπιον του αυτοκράτορα, ο οποίος ως επικεφαλής ολόκληρου του κρατικού μηχανισμού βρίσκεται στην κορυφή της δικαιοσύνης, δικάζοντας συνήθως τις εκάστοτε υποθέσεις σε δεύτερο ή σε τρίτο βαθμό, υπαρχούσης παράλληλα και της δικονομικής δυνατότητας να οδηγηθεί κάποια υπόθεση απευθείας σ’ αυτόν μέσω των οδών της supplicatio ή της relatio. Κατά την εκδίκαση των ενδίκων μέσων ο Αυτοκράτορας μπορεί να αντικατασταθεί από τον ἔπαρχο πραιτορίων τῆς Ἀνατολῆς ή από τον κοιαίστορα τοῦ ἱεροῦ παλατίου (quaestor sacri palatii, το βυζαντινό αντίστοιχο του σημερινού Υπουργού Δικαιοσύνης). Στην Κωνσταντινούπολη ανώτατη δικαστική αρχή είναι ο ἀνθύπατος (proconsul), ο οποίος μετά τα μέσα του 4ου μ.Χ. αιώνα μετονομάζεται σε ἐπαρχον τῆς πόλεως (praefectus urbi), ενώ δικαστικές αρμοδιότητες έχουν, επίσης, οι πραίτορες και ο νυκτέπαρχος (praefectus vigilum). Με τις Νεαρές αυτοκρατορικές διατάξεις του Ιουστινιανού ιδρύεται το αξίωμα του πραίτορος τῶν δήμων που απορροφά τον νυκτέπαρχο και δημιουργείται ένα νέο αξίωμα, ο quaesitor, αρμόδιος για την εκδίκαση υποθέσεων που σχετίζονται με τους ξένους της Πόλεως, ενώ οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας εκδικάζονται κυρίως από τους πραίτορες, τον μαγίστρον τοῦ κήνσου (magister census) και μετά τη μεταρρύθμιση του Ιουστινιανού από τους ἐκδίκους.[87]
10. Κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο με την κωδικοποίηση του Λέοντος του Σοφού διατηρείται στις γενικές της κατευθύνσεις η κατά τα ανωτέρω δικαστηριακή οργάνωση[88] με μόνη εξέλιξη την ίδρυση στην Κωνσταντινούπολη δύο ανωτάτων δικαστηρίων, τοῦ δικαστηρίου ἐπί τοῦ Ἱπποδρόμου[89], συσταθέντος επί Βασιλείου του Α΄, και τοῦ δικαστηρίου τοῦ βήλου[90], συσταθέντος κατά το 10ο αιώνα μ.Χ., τα οποία έκτοτε συνυπάρχουν, χωρίς, όμως, να βρίσκονται σε ιεραρχική σχέση το ένα προς το άλλο. Η ύστερη βυζαντινή περίοδος είναι η εποχή του μαρασμού της νομικής επιστήμης· το έτος 1296 μ.Χ. ο Ανδρόνικος Α΄ ιδρύει ένα βραχύβιο δωδεκαμελές ανώτατο δικαστήριο αποτελούμενο από κληρικούς και συγκλητικούς και τρεις δεκαετίες αργότερα συστήνει το δικαστήριο τῶν καθολικῶν κριτῶν τῶν Ῥωμαίων, το οποίο, δικάζοντας αρχικά σε τετραμελή σύνθεση και αργότερα και σε μονομελή, διατηρείται μέχρι την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως και επεκτείνεται σταδιακά και στις επαρχίες με την τοποθέτηση κι εκεί τοπικών καθολικῶν κριτῶν[91]. Τέλος, κατά την ίδια περίοδο, παράλληλα με τα πολιτειακά συνυπάρχουν και τα έκτακτα και τακτικά εκκλησιαστικά δικαστήρια, διακρινόμενα τα τελευταία σε επισκοπικά, σε επαρχιακά ή μητροπολιτικά και σε πατριαρχικά συνοδικά δικαστήρια, τα οποία δεν δικάζουν μόνο υποθέσεις μεταξύ κληρικών, αλλά επιλύουν ταυτόχρονα και μεγάλο εύρος ιδιωτικών διαφορών, συμπεριλαμβανομένων όχι μόνο γαμικών αλλά ακόμη και περιουσιακών υποθέσεων, διατηρώντας και επεκτείνοντας σημαντικά την ανωτέρω δικαιοδοτική τους αρμοδιότητα καθ’ όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας.
4. Από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως μέχρι την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους - Η περίοδος της τουρκοκρατίας (1453 – 1830).
11. Η άλωση της βυζαντινής πρωτεύουσας στις 29 Μαΐου 1453 από τον Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή δεν σημαίνει και το τέλος του βυζαντινού δικαίου, αφού σχεδόν αμέσως παραχωρούνται δικαστικά προνόμια τόσο στην Ορθόδοξη Εκκλησία όσο και στις ελληνικές κοινοτικές αρχές που εκπροσωπούνται από τους προεστώτες και τους κοτζαμπάσηδες[92]. Τα εκκλησιαστικά δικαστήρια, διατηρώντας στο ακέραιο το υλικό πεδίο αρμοδιότητας που είχαν κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο, το επεκτείνουν σημαντικά, καταλήγοντας να κρίνουν σταδιακά το μεγαλύτερο μέρος των ιδιωτικών διαφορών που αναφύονται μεταξύ των Ορθοδόξων κατοίκων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και μάλιστα σε τέτοιο σημείο επιβολής, ώστε να θεωρείται αμάρτημα[93] η προσφυγή χριστιανών ενώπιον των τουρκικών δικαστηρίων[94]. Σε πρώτο βαθμό δικάζουν τις όποιες υποθέσεις τα κατά τόπους εκκλησιαστικά δικαστήρια συγκείμενα από επισκόπους που προεδρεύουν ως εκπρόσωποι του Πατριάρχη, καθώς και από κατά τόπους προεστώτες, και σε δεύτερο βαθμό δικάζει για τις τουρκοκρατούμενες περιοχές της πρώην Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το πατριαρχικό δικαστήριο με προεδρεύοντα τον ίδιο τον Πατριάρχη και μέλη την Ιερά Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως και για τις βενετοκρατούμενες τα δικαστήρια της Βενετίας.[95]
12. Για το δίκαιο, όμως, που εφαρμόζουν, τα ως άνω εκκλησιαστικά δικαστήρια κατά την εκδίκαση των αχθεισών ενώπιον τους διαφορών οι ιστορικές πληροφορίες είναι συγκεχυμένες και ως εκ τούτου οι απόψεις διίστανται. Εικάζεται ότι, εφόσον πρόκειται περί επιλύσεως ιδιωτικών και όχι εκκλησιαστικών διαφορών, λαμβάνεται υπ’ όψιν το βυζαντινό δίκαιο[96], όπως αυτό σώζεται στην Ἑξάβιβλον τοῦ Ἀρμενοπούλου[97], σε ορισμένους μεταγενέστερους της αλώσεως νομοκανόνες, καθώς και σε μερικές συλλογές που εκδίδονται πολύ αργότερα από τους Φαναριώτες Ηγεμόνες της Μολδαβίας και της Βλαχίας κατά τον 18ο και στις αρχές του 19ου αιώνα[98]. Υπάρχει, ωστόσο, και ο αντίλογος ότι τα εκκλησιαστικά δικαστήρια ακολουθούν την ίδια διαδικασία είτε πρόκειται για διαφορές ιδιωτικού είτε για διαφορές εκκλησιαστικού δικαίου, εφαρμόζοντας αδιακρίτως την εκκλησιαστική δικονομία, κατά την οποία η όλη διαδικασία λαμβάνει χώρα δημόσια, προφορικά και με αυτοπρόσωπη παράσταση των διαδίκων, ενώ προς απόδειξη των μη ομολογουμένων πραγματικών περιστατικών συγκαταλέγεται μεταξύ των υπολοίπων αποδεικτικών μέσων (π.χ. μάρτυρες, όρκος, πραγματογνωμοσύνη κ.ά.) και ο εκκλησιαστικός αφορισμός[99]. Πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι στόχος της διαμεσολαβήσεως των εκκλησιαστικών δικαστηρίων στην επίλυση των ιδιωτικών διαφορών δεν είναι η λύση τους με ισχύ δεδικασμένου, αλλά η σε κάθε περίπτωση αποφυγή της αναμείξεως του οθωμανού κάδη σε ΄΄χριστιανικές’ υποθέσεις΄΄[100]. Παρ’ όλη, όμως, την απουσία δικονομικής δεσμεύσεως των διαδίκων από τις εκδοθείσες αποφάσεις, στην πρακτική οι τελευταίοι πάντοτε συμμορφώνονται με το διατακτικό των αποφάσεων αυτών από το φόβο επιβολής εκκλησιαστικών επιτιμίων εκ μέρους του επισκόπου σε περίπτωση ανυπακοής[101]. Με την πάροδο του χρόνου φαίνεται ότι δίπλα στα εκκλησιαστικά δημιουργούνται και διαιτητικού τύπου[102] δικαστήρια συγκροτούμενα αμιγώς από εκπροσώπους των ελληνικών κοινοτικών αρχών, τα οποία προοδευτικά γίνονται δημοφιλέστερα των εκκλησιαστικών, ιδίως κατά τους τελευταίους αιώνες της τουρκοκρατίας, κυρίως λόγω της ολοένα αυξανόμενης αποστροφής του ελληνικού λαού προς την εκκλησιαστική δικαιοσύνη[103]. Όσον αφορά, τέλος, το δίκαιο που εφαρμόζουν τα ανωτέρω δικαστήρια, στο πλαίσιο των δικαστικών προνομίων που τους έχουν απονεμηθεί, αρχίζουν να εφαρμόζουν κυρίως τοπικά έθιμα[104] εκ των οποίων μερικά διαφέρουν από τις ρυθμίσεις των διατάξεων του βυζαντινού δικαίου, ενώ άλλα τις προσεγγίζουν.[105]
13. Λίγους μόλις μήνες μετά την έναρξη της ελληνικής Επαναστάσεως[106] κατά των Τούρκων κατακτητών και έναν περίπου μήνα μετά την έκδοση στα Σάλωνα της Νομικής Διατάξεως της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος η οποία καταργεί το τοπικό εθιμικό δίκαιο είτε ρητά είτε σιωπηρά επαναφέροντας σε ισχύ το βυζαντινό δίκαιο, η Α΄ Εθνική Συνέλευση που συνήλθε στην Επίδαυρο ψήφισε την 1η Ιανουαρίου του έτους 1822 το Προσωρινόν Πολίτευμα τῆς Ἑλλάδος, σύμφωνα με το άρθρο 97 του οποίου, μέχρι να γίνουν οι απαραίτητες κωδικοποιήσεις[107], αἱ πολιτικαί καί ἐγκληματικαί διαδικασίαι βάσιν ἔχουσιν τούς νόμους τῶν ἀειμνήστων Χριστιανῶν ἡμῶν αὐτοκρατόρων, διάταξη που διατηρήθηκε σε ισχύ με διαφορετική διατύπωση τόσο από το Νόμον τῆς Ἐπιδαύρου που ψήφισε το έτος 1823 η Β΄ Εθνική Συνέλευση του Άστρους, όσο και από το Πολιτικόν Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος που ψήφισε το έτος 1827 η Γ΄ Εθνική Συνέλευση στην Τροιζήνα[108]. Και οι τρεις ως άνω εθνικές συνελεύσεις, πέραν της επαναφοράς του βυζαντινού δικαίου[109], κατοχυρώνουν μεταξύ άλλων και την ανεξαρτησία των δικαστικής έναντι της νομοθετικής και εκτελεστικής λειτουργίας. Εν τω μεταξύ, ήδη με το ψήφισμα της 30ης Απριλίου 1822 ΄΄περί δικαστηρίων΄΄ θεσπίζονται μετά από τέσσερις αιώνες περίπου τουρκικής δουλείας οι πρώτες υποτυπώδεις δικονομικές διατάξεις, βάσει των οποίων ιδρύονται με πρότυπο το γαλλικό ναπολεόντειο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας του 1806, α) ένα ειρηνοδικείο σε κάθε κοινότητα, β) ένα πρωτοδικείο σε κάθε επαρχία που πέραν της συνήθους υλικής του αρμοδιότητας δικάζει και τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, γ) τρία εφετεία σε όλη την επικράτεια που δικάζουν τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων και δ) ένα ανώτατο δικαστήριο για όλη τη χώρα. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά των ανωτέρω δικονομικών διατάξεων, οι οποίες, λόγω των επαναστατικών συνθηκών της εποχής[110], ουδέποτε εφαρμόστηκαν στην πράξη, είναι ο δημόσιος και προφορικός χαρακτήρας της διαδικασίας, η παράσταση των διαδίκων είτε αυτοπροσώπως είτε με πληρεξούσιο[111], καθώς και η συλλογή όλου του πραγματικού και αποδεικτικού υλικού με στόχο την εκδίκαση της διαφοράς σε μία μόνο δικάσιμο.[112]
14. Μετά την εκλογή του Ιωάννη Καποδίστρια ως Κυβερνήτη και την άφιξή του στην Ελλάδα[113], εκδίδεται το Ψήφισμα ΙΘ΄ της 15ης Δεκεμβρίου 1828 ΄΄Περί τοῦ Διοργανισμοῦ τῶν Δικαστηρίων΄΄ στο οποίο μνημονεύεται για πρώτη φορά ως ισχύον δίκαιο τόσο το εθιμικό όσο και η Ἑξάβιβλος του Ἀρμενοπούλου[114], ενώ παράλληλα, με γνώμονα και πάλι το γαλλικό πρότυπο και βάσει της νέας διοικητικής διαιρέσεως της χώρας, αναδιαρθρώνεται η οργάνωση των πολιτικών δικαστηρίων[115] ως ακολούθως: α) ιδρύονται ειρηνοδικεία ένα ανά κάθε χωριό, κωμόπολη και πόλη με υλική αρμοδιότητα να δικάζουν ανεκκλήτως διαφορές αξίας μέχρι τρία, πέντε και επτά δίστηλα[116], αντίστοιχα, και εκκλητώς διαφορές αξίας μέχρι σαράντα δίστηλα για τα ειρηνοδικεία των χωριών και των κωμοπόλεων και εξήντα για τα ειρηνοδικεία των πόλεων. Έργα ειρηνοδίκη ασκεί ο δημογέροντας του χωριού, της κωμοπόλεως ή της πόλεως και αν υπάρχουν περισσότεροι ο ειρηνοδίκης διορίζεται από την κυβέρνηση. Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματός του, ο ειρηνοδίκης αναπληρώνεται στα καθήκοντά του από τον πλησιέστερο δημογέροντα των γειτονικών ειρηνοδικείων και αν αυτό είναι αδύνατον από το γεροντότερο του χωριού, της κωμοπόλεως ή της πόλεως β) ιδρύονται πρωτόκλητα δικαστήρια ένα σε κάθε τμήμα[117] με αρμοδιότητα να δικάζουν ανεκκλήτως διαφορές αξίας μέχρι εξήντα δίστηλα. Τα πρωτόκλητα δικαστήρια συγκροτούνται από έναν διοριζόμενο από τη κυβέρνηση πρόεδρο και δύο παρέδρους ως συνδικαστές, γ) ιδρύεται ένα εμπορικό δικαστήριο στη Σύρο με τη δυνατότητα της κυβερνήσεως να ιδρύσει και άλλα εμποροδικεία ανά την επικράτεια, αν αυτό κριθεί αναγκαίο, με υλική αρμοδιότητα την επίλυση διαφορών μεταξύ εμπόρων. Το δικαστήριο αυτό δικάζει ανεκκλήτως διαφορές αξίας μέχρι εκατόν είκοσι δίστηλα και συγκροτείται από έναν πρόεδρο που διορίζεται από την Κυβέρνηση, καθώς και από τέσσερις συνδικαστές και από έναν γραμματέα οι οποίοι εκλέγονται από τους κατά τόπους εμπόρους. Στις περιοχές της χώρας που βρίσκονται εκτός της τοπικής αρμοδιότητας του εμποροδικείου της Σύρου, οι εμπορικές διαφορές δικάζονται από τα πρωτόκλητα δικαστήρια και δ) ιδρύεται ένα Ανέκκλητο Δικαστήριο, ομοίως με τη δυνατότητα της κυβερνήσεως να ιδρύσει και άλλα ανά την επικράτεια, αν αυτό κριθεί αναγκαίο, το οποίο δικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των πρωτοκλήτων και του εμπορικών δικαστηρίων και συγκροτείται από έναν πρόεδρο, έναν αντιπρόεδρο, επτά κριτές, ένα συνήγορο, τρεις παρέδρους και ένα γραμματέα, που διορίζονται όλοι από την Κυβέρνηση.
15. Το ως άνω Ψήφισμα ΙΘ΄ της 15ης Δεκεμβρίου 1828 τροποποιείται και συμπληρώνεται με το Ψήφισμα 152 της 15/27ης[118] Αυγούστου 1830, το οποίο περιλαμβάνει 562 άρθρα και αποτελεί ουσιαστικά τον πρώτο ελληνικό Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Με τον κώδικα αυτόν εισάγεται στην πολιτική δίκη η μυστικότητα και συνακόλουθα το έγγραφο της διαδικασίας, διατηρείται το επιτρεπτό της παραστάσεως είτε αυτοπροσώπως είτε με πληρεξούσιο και επαναφέρεται ως αποδεικτικό μέσο ο εκκλησιαστικός αφορισμός[119]. Όπως προκύπτει και από την προηγούμενη παράγραφο, αν και το συνολικό δικαιικό σύστημα του Καποδίστρια λαμβάνει σε μεγαλύτερο βαθμό υπ’ όψιν του τις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας, εντούτοις το αστικό δικονομικό σύστημα που θεσπίζει είναι εντελώς εξαρτώμενο από την εκτελεστική λειτουργία και άκρως αυταρχικό[120], γεγονός που φαίνεται τόσο από το απευθείας διορισμό των δικαστών από την κυβέρνηση όσο και από τη μυστικότητα της επ’ ακροατηρίου διαδικασίας, για το λόγο δε αυτό καταργείται σχεδόν αμέσως μετά τη δολοφονία του στις 15/27 Σεπτεμβρίου 1831[121]. Το έτος που ακολουθεί τη δολοφονία του Κυβερνήτη της Ελλάδας, ήτοι το 1832, δεν είναι μόνο καθοριστικό για την ίδια την ύπαρξη, την έκταση και την πολιτειακή δομή του νεοελληνικού κράτους, άλλα ταυτόχρονα με τα ανωτέρω ζητήματα δρομολογούνται και οι εξελίξεις για την ανεξίτηλη αναγραφή του ονόματος του Βαυαρού Γεώργιου Λουδοβίκου φον Μάουρερ (Georg Ludwig von Maurer) στην ιστορία της νεοελληνικής πολιτικής δικαιοσύνης.
5. Tο έργο της αντιβασιλείας του Όθωνα.
16. Κατά τη διάρκεια της ανηλικότητας του βασιλέα Όθωνα, ήτοι από το μήνα Φεβρουάριο του έτους 1833 μέχρι το μήνα Μάιο του έτους 1835, την άσκηση των βασιλικών καθηκόντων αναλαμβάνει, επιβάλλοντας καθεστώς απόλυτης μοναρχίας, τριμελής Αντιβασιλεία, αποτελούμενη από α) τον βαυαρό κόμη και πολιτικό Ιωσήφ Λουδοβίκο Άρμανσμπεργκ ως πρόεδρο, β) τον καθηγητή του Πανεπιστημίου του Μονάχου νομομαθή Γεώργιο Λουδοβίκο φον Μάουρερ και γ) τον υποστράτηγο Χάυντεκ που τον αναπληρώνει προσωρινά ο Κάρολος Άμπελ[122]. Το δεύτερο εκ των ανωτέρω μελών της Αντιβασιλείας, ο Μάουρερ, αναλαμβάνει την αναδιοργάνωση των τομέων της παιδείας, της εκκλησίας και της δικαιοσύνης και πράγματι κατά τη διάρκεια της σύντομης παρουσίας του στην Ελλάδα[123] παράγει πλουσιότατο και αξιολογότατο έργο[124]. Όσον αφορά ειδικότερα τον τομέα της πολιτικής δικαιοσύνης[125], αμέσως με την ανάληψη των καθηκόντων του εκδίδει το Διάταγμα της 9ης Φεβρουαρίου 1833 και λίγους μήνες αργότερα το Διάταγμα της 11ης Ιουνίου 1833, με τα οποία επεκτείνεται η υλική αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και προστίθενται στα δικαστήρια του καποδιστριακού οργανισμού[126] ακόμη τρία, ένα στο Ναύπλιο, ένα στο Μεσολόγγι και ένα στη Θήβα που μετέπειτα μεταφέρεται στη Χαλκίδα. Τα νέα αυτά δικαστήρια, που συγκροτούνται από έναν πρόεδρο, τέσσερις δικαστές, έναν εισαγγελέα και έναν γραμματέα[127] και καταργούνται με διάταγμα στις 25 Ιανουαρίου 1835[128], δικάζουν αρχικά μόνο ποινικές υποθέσεις, αλλά αργότερα, με τα διατάγματα της 22ας Φεβρουαρίου 1833 και της 11ης Ιουνίου 1833, κηρύσσονται αρμόδια να δικάζουν και αστικές διαφορές, καθώς και να διατάζουν συντηρητικά μέτρα.[129]
17. Ένα χρόνο περίπου αργότερα εκδίδεται στα ελληνικά και στα γερμανικά το διάταγμα της 2/14 Φεβρουαρίου 1834 περί Οργανισμού των Δικαστηρίων και Συμβολαιογραφείων, το οποίο δημοσιεύεται στις 10/22 Απριλίου ιδίου έτους και με το νόμο της 1ης Ιανουαρίου 1835[130] τίθεται σε ισχύ από τις 25 Ιανουαρίου / 6 Φεβρουαρίου 1835. Το εν λόγω Διάταγμα αποτελεί τον πρώτο ελληνικό Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και, μένοντας σταθερά προσηλωμένο στο γαλλικό δικαστηριακό πρότυπο[131], τροποποιεί τον προϊσχύοντα καποδιστριακό οργανισμό και οργανώνει τα ελληνικά πολιτικά δικαστήρια ως ακολούθως: α) διατηρούνται ως έχουν τα ειρηνοδικεία, τουλάχιστον ένα σε κάθε επαρχία, τα οποία, πέραν της συνήθους αρμοδιότητάς τους επιφορτίζονται και με τις υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, β) ιδρύεται ένα πρωτοδικείο ανά νομό[132] στα οποία εκχωρείται ο κορμός της υλικής αρμοδιότητας των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων. Τα πρωτοδικεία δικάζουν επιπρόσθετα τις διαφορές μεταξύ εμπόρων σε όσους νομούς δεν υπάρχουν εμποροδικεία, καθώς και τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, γ) συστήνονται τρία εμποροδικεία, ένα στο νομό Κυκλάδων με έδρα τη Σύρο, ένα στο νομό Αργολίδας με έδρα το Ναύπλιο και ένα στο νομό Αχαΐας με έδρα την Πάτρα, με αρμοδιότητα την εκδίκαση των διαφορών μεταξύ εμπόρων, δ) ιδρύονται δύο εφετεία, ένα με έδρα την Αθήνα και με αρμοδιότητα την εκδίκαση των εφέσεων κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων και των εμποροδικείων των περιφερειών της Στερεάς Ελλάδας και των νήσων του Αιγαίου και ένα με έδρα αρχικά την Τρίπολη και μετέπειτα (1836) το Ναύπλιο έχον την ίδια αρμοδιότητα με αυτό των Αθηνών αλλά για τις δικαστικές περιφέρειες της Πελοποννήσου και των νήσων Ύδρας και Σπετσών και ε) στην κορυφή της δικαστηριακής πυραμίδας και στο πρότυπο του γαλλικού Cour de cassation[133], τίθεται ο Άρειος Πάγος με έδρα αρχικά το Ναύπλιο και μετέπειτα (1834) την Αθήνα, όχι ως τρίτος βαθμός δικαιοδοσίας αλλά ως ακυρωτικό, με δικαιοδοσία εκτεινόμενη σε όλη την ελληνική επικράτεια και με υλική αρμοδιότητα την εκδίκαση των αναιρέσεων κατά των αποφάσεων όλων των ανωτέρω υπό στοιχεία [α-δ] δικαστηρίων.[134]
18. Στη συνέχεια ο Μάουρερ προχωρεί και στη σύνταξη του Διατάγματος της 2/14 Απριλίου 1834 περί Πολιτικής Δικονομίας[135] το οποίο εκδίδεται, ομοίως στα ελληνικά[136] και στα γερμανικά[137], δημοσιεύεται στις 16/28 Ιουνίου ιδίου έτους και τίθεται σε ισχύ με τον ίδιο ως άνω νόμο[138], επίσης, από τις 25 Ιανουαρίου / 6 Φεβρουαρίου 1835. Το Διάταγμα αυτό, έχοντας ως πρότυπα τη γαλλική νομοθεσία, τη γερμανική δικαστηριακή πρακτική (κοινή γερμανική δικονομία) και τα βαυαρικά δικονομικά νομοσχέδια των ετών 1825, 1827 και 1831, διαιρείται σε πέντε βιβλία, περιλαμβάνει 1.101 άρθρα[139] και αποτελεί έκτοτε και μέχρι τις 15 Σεπτεμβρίου 1968, ήτοι για 133 και πλέον συναπτά έτη, τον ελληνικό Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας[140]. Τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά του αξιολογότατου για την εποχή του ως άνω Κώδικα ήταν α) το απαραίτητο στάδιο προδικασίας απόπειρας συμβιβασμού των αντιδίκων[141] το οποίο καταργήθηκε με το Ν. ΑΥΝΗ΄/1877, β) η κατάθεση απολογητηρίου δικογράφου εκ μέρους του εναγομένου μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών από την επίδοση σ’ αυτόν της αγωγής, στο οποίο ο ενάγων απαντούσε με ανταπολογία μέσα σε προθεσμία οκτώ ημερών[142], γ) η ανάγνωση κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο των εγγράφων προτάσεων των αντιδίκων, τις οποίες στη συνέχεια ανέπτυσσαν και προφορικά[143], δ) η δυνατότητα του εισαγγελέα να παραστεί σε όλες τις διαφορές[144], ε) η διακριτή εξέταση των ενστάσεων για την απόρριψη ή αποδοχή των οποίων εκδίδονταν χωριστές αποφάσεις[145], στ) η έκδοση, εφόσον η αγωγή κρινόταν παραδεκτή, προδικαστικής αποφάσεως με την οποία διατάσσονταν αποδείξεις, η οποία μπορούσε να προσβληθεί αυτοτελώς με έφεση[146] και αναίρεση[147], ζ) η κατ’ εξαίρεσιν δυνατότητα εξέτασης μαρτύρων και εκτός ακροατηρίου ενώπιον του εισηγητή δικαστή[148], η οποία από εξαιρετική κατέληξε στην πρακτική να αποτελεί τον κανόνα και η) ο επιμελεία των διαδίκων ορισμός δικασίμου για τη συζήτηση της υποθέσεως και την έκδοση οριστικής αποφάσεως μετά το πέρας της διεξαγωγής των αποδείξεων. [149]
6. Από τον Μάουρερ μέχρι τη θέση σε ισχύ του νέου ελληνικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας το έτος 1968.
19. Αναμφισβήτητα ο οργανισμός των δικαστηρίων και ιδίως η πολιτική δικονομία του Μάουρερ αποτελούν νομοθετικά κείμενα πρωτοπόρα, αξιόλογα και παραδειγματικά για την εποχή τους. Ωστόσο το συγκυριακό γεγονός της νομοθετικής εισαγωγής της ΄΄τελευταίας διεθνούς λέξης΄΄ του αστικού δικονομικού δικαίου σε ένα πολύπαθο νεοσύστατο κράτος που προσπαθεί ακόμη να συνειδητοποιήσει το κολοσσιαίο επίτευγμα της ανεξαρτησίας του, να συνδεθεί με τις ρίζες του μετά από τετρακόσια περίπου χρόνια αδιαλείπτου αποκοπής του από αυτές και να ορθοποδήσει από κάθε άποψη και σε κάθε τομέα στο παγκόσμιο σκηνικό, δημιουργεί στο επίπεδο της πρακτικής εφαρμογής της δικονομίας του 1835 εντονότατες αντιθέσεις και ποικίλες δυσλειτουργίες, οι οποίες αντιμετωπίζονται επί τόπου και ως εκ τούτου αποσπασματικά με πολυάριθμες νομοθετικές παρεμβάσεις[150], οι κυριότερες εκ των οποίων επήλθαν με το Ν.ΓΦΝΔ΄/1910 περί αναγκαστικής εκτελέσεως, που τροποποίησε σχεδόν όλο το αντίστοιχο τμήμα της πολιτικής δικονομίας του Μάουρερ, το Ν.ΓΨΟΘ΄/1911, που αναμόρφωσε το σύστημα της δικονομικής ακυρότητας, και το Ν.3810/1957 που μεταρρύθμισε την πολιτική αναιρετική διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου[151], με αποτέλεσμα από πολύ νωρίς να αλλοιωθεί σε μεγάλη έκταση η αρχική μορφή και να πληγεί η δογματική - συστηματική ενότητα του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας του 1835. Την ίδια περίπου πορεία ακολουθεί και ο Οργανισμός των Δικαστηρίων του Maurer[152]: α) τα ειρηνοδικεία με το Νόμο της 24ης Μαΐου 1839 διαιρούνται σε τρεις τάξεις για λόγους μισθοδοσίας των ειρηνοδικών και των γραμματέων[153] και έκτοτε μεταβάλλεται συνεχώς τόσο ο αριθμός τους όσο και ο τρόπος συστάσεως, καταργήσεως και μεταβολής της τάξεως και των περιφερειών τους[154], β) τα πρωτοδικεία από δέκα που είναι το 1835 αυξάνονται σε είκοσι τέσσερα με το Ν.ΣΚΑ΄/1867 και μέχρι το έτος 1981[155] σε όλη την ελληνική επικράτεια υπάρχουν και λειτουργούν συνολικά εξήντα πρωτοδικεία, γ) τα εμποροδικεία Σύρου, Ναυπλίου και Πατρών καταργούνται με το Ν.ΑΥΝΖ΄/ 28.5.1887 και γίνονται τμήματα των αντίστοιχων πρωτοδικείων, προκειμένου να εξοικονομηθεί ο μισθός του προέδρου και του γραμματέα και δ) τα αρχικώς συσταθέντα δύο Εφετεία Αθηνών και Ναυπλίου αυξάνονται σταδιακά μέχρι το έτος 1977 σε δώδεκα[156]. Παράλληλα με τα ανωτέρω δικαστήρια που συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές ιδρύονται ως δικαιοδοτικά όργανα ειδικά πολιτικά δικαστήρια στα οποία συγκαταλέγονται τα χρηματιστηριακά δικαστήρια α΄ και β΄ βαθμού[157] και οι αναγκαστικές διαιτησίες του εμπορικού δικαίου[158]. Βεβαίως, οι τροποποιήσεις και οι καταργήσεις δεν περιορίζονται μόνο στην οργάνωση των ως άνω δικαστικών υπηρεσιών, αλλά εκτείνονται αναπόφευκτα και στην οργανική τους σύνθεση.[159]
20. Όπως προκύπτει, λοιπόν, από τα ανωτέρω, με το πέρασμα του χρόνου, στην εξαρχής μερική ασυμβατότητα των ρυθμίσεών της πολιτικής δικονομίας και του οργανισμού δικαστηρίων του Maurer με την ελληνική πραγματικότητα και τη συνεπεία αυτής εμβαλωματική κατάσταση που παρουσιάζει μετά από λίγα χρόνια το περιεχόμενο τους από τις συνεχείς νομοθετικές τροποποιήσεις, έρχονται να προστεθούν η εν τω μεταξύ μεταβολή των ελληνικών κοινωνικών, οικονομικών, τεχνολογικών και συνοριακών δεδομένων, καθώς και η ύπαρξη εντός της ελληνικής επικράτειας περισσότερων του ενός αστικών δικονομικών συστημάτων εν ισχύϊ, αφού ακόμη και μετά την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, το έτος 1913, εξακολουθεί ισχύουσα και εφαρμοζόμενη η Πολιτική Δικονομία της Κρητικής Πολιτείας του 1903 και ο Οργανισμός των Δικαστηρίων εν Κρήτη ιδίου έτους[160]. Όλοι ανωτέρω συνιστώσες, δρώσες αθροιστικά, οδηγούν αναπόφευκτα στη συνισταμένη της ανάγκης συντάξεως νέων Κωδίκων Πολιτικής Δικονομίας και Οργανισμού των Δικαστηρίων πιο προσαρμοσμένων στις ανάγκες της ελληνικής πραγματικότητας, προσπάθεια που ξεκινά ήδη από το έτος 1911 με τη συγκρότηση μιας πρώτης Συντακτικής Επιτροπής[161], συνεχίζεται το έτος 1933 με τη σύσταση δεύτερης Συντακτικής Επιτροπής[162], η οποία τελειώνει τις εργασίες της το έτος 1958 με την εκπόνηση Σχεδίου νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, και ολοκληρώνεται από το έτος 1955 μέχρι το έτος 1960 με τη σύσταση Αναθεωρητικής του Σχεδίου αυτού Επιτροπής[163], έργο κολοσσιαίο που καθίσταται ισχύον δίκαιο με τον Α.Ν.44/20-26.6.1967 υπό τον τίτλο ΄΄Κώδιξ Πολιτικής Δικονομίας και Εισαγωγικός αυτού Νόμος΄΄, ο οποίος αρχίζει να ισχύει από το επόμενο δικαστικό έτος, ήτοι από τις 16 Σεπτεμβρίου του έτους 1968[164], αποτελώντας έκτοτε και μέχρι σήμερα τον ελληνικό Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας[165]. Στα σημαντικότερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ως άνω ελληνικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας του έτους 1968 ανήκουν α) η απλοποίηση της διαδικασίας και η κατά το δυνατόν ενοποίηση των ειδικών διαδικασιών, β) ο μετριασμός του συζητητικού συστήματος[166] με την ενίσχυση των πρωτοβουλιών του δικαστή με στόχο τη στενότερη προσέγγιση της ουσιαστικής αλήθειας[167], γ) η κατοχύρωση των αρχών της αμεσότητας και της προφορικότητας της διαδικασίας[168], δ) η εισαγωγή του θεσμού του εισηγητή δικαστή στις υποθέσεις ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου από την κατάθεση της αγωγής μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως[169] και ε) η συνεπεία αυτής ίδρυση των Μονομελών Πρωτοδικείων στα οποία εκχωρείται μεγάλο μέρος της υλικής αρμοδιότητας των Πολυμελών[170] προς επιτάχυνση της διαδικασίας[171]
7. Οι σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις του ελληνικού συστήματος απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης μετά το έτος 1968.
21. Όμως, η νέα ως άνω κωδικοποίηση του ελληνικού αστικού δικονομικού δικαίου από πολύ νωρίς πέφτει θύμα της ίδιας της βασικότερης αιτίας που την υπαγόρευσε. Η αδιάλειπτη εφαρμογή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας του Μάουρερ για μια περίοδο 133 ετών έχει εμποτίσει βαθιά τη δικαστηριακή και νομική καθημερινότητα δικαστών, γραμματέων και δικηγόρων, οι οποίοι δείχνουν εξαρχής απρόθυμοι να παραιτηθούν από τα καθιερωμένα και να ΄΄συμβιβαστούν΄΄ με τις νέες ρυθμίσεις. Το δικονομικό αυτό κατεστημένο σε συνδυασμό α) με την ανεπαρκή προεργασία ενημερώσεως και την ταυτόχρονη αδιαφορία του νομικού κόσμου να ενημερωθεί γύρω από τη νέα δικονομική μεταρρύθμιση παρά το γεγονός ότι από της εκδόσεως του Α.Ν.44/26.6.1967 μέχρι την έναρξη της ισχύος του στις 16.9.1968 μεσολαβούσε ικανό χρονικό διάστημα δεκαπέντε μηνών, β) με την εφαρμογή των νέων δικονομικών ρυθμίσεων μέσω της απαρχαιωμένης δικαστηριακής οργανώσεως του Μάουρερ, όπως αυτή είχε εν τω μεταξύ τροποποιηθεί από το 1835 μέχρι το 1968, η οποία διατηρείται στο σύνολό της σε ισχύ με το άρθρο 64 §5 ΕισΝΚΠολΔ1968, αφού, όσον αφορά τη σύνταξη νέου Κώδικα Οργανισμού των Δικαστηρίων, η Αναθεωρητική Επιτροπή επιφυλάχθηκε για το μέλλον και γ) με τη συνακόλουθη οργανωτική ανεπάρκεια της διοικήσεως της δικαιοσύνης να προσαρμοστεί, σε επίπεδο τόσο άψυχου όσο και έμψυχου υλικού, στις νέες δικονομικές ρυθμίσεις, ορισμένες εκ των οποίων θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ίσως και ακραίες συγκρινόμενες με την τότε ελληνική πραγματικότητα[172], οδηγούν ήδη το Φεβρουάριο του έτους 1971 στη σύσταση νέας πενταμελούς[173] επιτροπής με αντικείμενο μια πιο ριζική τροποποίηση[174] ενός κώδικα που έχει δοκιμαστεί στην πράξη για μια περίοδο δυόμισι μόλις ετών.
22. Το μεταρρυθμιστικό έργο της επιτροπής αυτής συμπυκνώνεται στο Ν.Δ.958/15.9.1971[175], το οποίο τίθεται σε ισχύ από την 1η Οκτωβρίου 1971 και τροποποιεί το ένα τρίτο σχεδόν των άρθρων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας του έτους 1968, διασπώντας έτσι σε μεγάλη έκταση τη συστηματική και δογματική ενότητά του[176], με σημαντικότερη παρέμβαση αυτήν της καταργήσεως του θεσμού του εισηγητή δικαστή από το στάδιο της καταθέσεως της αγωγής μέχρι και την έκδοση της προδικαστικής αποφάσεως και τη διατήρησή του μόνο στο πεδίο της διεξαγωγής των αποδείξεων. Μετά την 1η Οκτωβρίου 1971, ακολουθούν και άλλες τροποποιήσεις[177] με κυριότερες τις επελθούσες με το Ν.1329/1983 για την εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών, ο οποίος τροποποίησε μεγάλο μέρος των διατάξεων του ΚΠολΔ1971[178], το Ν.1406/1983 με το άρθρο 36 §3 του οποίου επετράπη η μεταφορά του κειμένου του κώδικα από την καθαρεύουσα στη δημοτική[179] [180], το Ν.2447/ 1996[181] περί υιοθεσίας, επιτροπείας, αναδοχής ανηλίκου, δικαστικής συμπαραστάσεως και δικαστικής επιμέλειας ξένων υποθέσεων, με το Ν.3089/2002[182] περί ιατρικής υποβοηθήσεως στην ανθρώπινη αναπαραγωγή, καθώς και με τους Ν.2915/2001[183] και 3043/2002[184] περί επιταχύνσεως της τακτικής διαδικασίας ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, με τους οποίους, μεταξύ άλλων, ομογενοποιήθηκαν οι συνέπειες της ερημοδικίας και ως προς του δύο διαδίκους, καταργήθηκε ο θεσμός του εισηγητή δικαστή και από το πεδίο της διεξαγωγής των αποδείξεων και εισήχθη το σύστημα της μίας συζητήσεως κάθε υποθέσεως ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου με κατάθεση των προτάσεων και των προσθηκών – αντικρούσεων των διαδίκων εντός προπαρασκευαστικής προθεσμίας είκοσι και δεκαπέντε ημερών, αντίστοιχα, προ της δικασίμου.[185]
23. Όσον αφορά την οργάνωση των δικαστηρίων, όπως προαναφέρθηκε[186], η Αναθεωρητική Επιτροπή, που έδωσε την τελική μορφή στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας του έτους 1968, αναβάλει τη σύνταξη ενός νέου Κώδικα Οργανισμού των Δικαστηρίων[187], προτείνοντας, με τη διάταξη του άρθρου 64 §5 ΚΠολΔ1968 τη διατήρηση εν ισχύϊ του δικαστηριακού οργανισμού του Μaurer, όπως αυτός είχε εν τω μεταξύ διαμορφωθεί από τις συνεχείς τροποποιήσεις[188]. Ωστόσο, δεδομένης της εν τοις πράγμασι αδιάσπαστης σχέσεως μεταξύ της δικαστηριακής οργανώσεως και της εκάστοτε ακολουθούμενης δικονομικής διαδικασίας, μια τόσο ριζική μεταρρύθμιση του ελληνικού αστικού δικονομικού δικαίου, όπως αυτή του έτους 1968, δεν μπορεί παρά να έχει τον αντίκτυπό της και στον τότε ισχύοντα Οργανισμό των Δικαστηρίων, προλειαίνοντας έτσι σε μεγάλο βαθμό το έδαφος για τη μεταγενέστερη εισαγωγή μιας νέας δικαστηριακής οργανώσεως στην ελληνική έννομη τάξη με: α) την ίδρυση των Μονομελών Πρωτοδικείων στην έδρα κάθε Πρωτοδικείου προς αντιστάθμιση της βραδύτητας που θα προκαλούσε ενδεχομένως ο θεσμός του εισηγητή δικαστή και β) την κατάργηση, με τη διάταξη του άρθρου 7 §1 ΕισΝΚΠολΔ, των χρηματιστηριακών δικαστηρίων[189], των άρθρων 51-63 ΕμπΝ περί αναγκαστικών εμπορικών διαιτησιών[190], καθώς και όλων των διατάξεων νόμων που καθιερώνουν ειδικά πολιτικά δικαστήρια ή υποχρεωτικές ή αναγκαστικές διαιτησίες για την εκδίκαση διαφορών ιδιωτικού δικαίου, εκτός των οριζομένων στα άρθρα 8 και 46 ΕισΝΚΠολΔ, ώστε, πλέον, πέρα από τα συνήθη διαιτητικά δικαστήρια να γ) καθιερώνονται δύο ακόμη εξαιρέσεις από την δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων, μία αφορώσα ένα ειδικό πολιτικό δικαστήριο, αυτό του μουφτή, για διαφορές οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου μεταξύ Ελλήνων μουσουλμάνων[191] και μία αφορώσα μία ειδική περίπτωση υποχρεωτικής (αποκλειστικής) διαιτησίας διαφορών ιδιωτικού δικαίου όταν η διαιτητική ρήτρα έχει περιληφθεί σε συμβάσεις κυρωμένες με νόμο. [192]
24. Παρά τις ανωτέρω σημαντικότατες αλλαγές, όμως, το κύριο σώμα των διατάξεων του δικαστηριακού οργανισμού του Μάουρερ παραμένει σε ισχύ με την ως άνω διάταξη του άρθρου 64 §5 ΚΠολΔ1968 και, συνεχώς τροποποιούμενο[193], εξακολουθεί να ισχύει μέχρι το έτος 1988, ότε και καταργείται ρητά με το άρθρο 113 §1 περ.α΄ Ν.1756/1988[194]. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 4 §1 περ.α΄, β΄ & γ΄ του νόμου αυτού, καθώς και από τις διατάξεις των άρθρων 13, 19 και 20 ΚΠολΔ, τα σημερινά ελληνικά πολιτικά δικαστήρια τα αποτελούν ιεραρχικά από το κατώτερο προς το ανώτερο[195] α) τα ειρηνοδικεία, τα οποία παραμένουν μονομελή δικαστήρια συγκροτούμενα από έναν δικαστή, τον ειρηνοδίκη, και έναν γραμματέα, με συνήθη υλική αρμοδιότητα την εκδίκαση των αποτιμητών σε χρήμα διαφορών των οποίων η αξία του αντικειμένου τους δεν υπερβαίνει τα 12.000.-€[196], β) εξήντα τρία [63] πρωτοδικεία, διακρινόμενα i) σε μονομελή, που συγκροτούνται από έναν πρόεδρο πρωτοδικών ή ένα πρωτοδίκη και από έναν γραμματέα, με συνήθη υλική αρμοδιότητα την εκδίκαση των αποτιμητών σε χρήμα διαφορών των οποίων η αξία του αντικειμένου τους δεν υπερβαίνει τα 80.000.-€[197], και ii) σε πολυμελή, που συγκροτούνται από έναν πρόεδρο πρωτοδικών, δύο πρωτοδίκες και έναν γραμματέα, με συνήθη υλική αρμοδιότητα την εκδίκαση σε πρώτο βαθμό των διαφορών που δεν υπάγονται στην υλική αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων και σε δεύτερο βαθμό των εφέσεων κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων[198], γ) δεκατρία [13] Εφετεία[199], που συγκροτούνται από τον πρόεδρο εφετών, δύο εφέτες και έναν γραμματέα και δικάζουν σε δεύτερο βαθμό τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των μονομελών και πολυμελών πρωτοδικείων της περιφερείας τους[200] και εξαιρετικά σε πρώτο και τελευταίο βαθμό τις διαφορές που σχετίζονται με την εκτέλεση δημοσίων έργων[201], και δ) ο Άρειος Πάγος που συγκροτείται από τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου, έξι αντιπροέδρους, σαράντα τέσσερις αρεοπαγίτες, έναν εισαγγελέα και έναν γραμματέα και δικάζει, είτε σε Ολομέλεια είτε σε τμήματα[202], κυρίως τις αναιρέσεις κατά των αποφάσεων των πολιτικών[203] και ποινικών δικαστηρίων.
8. Συμπέρασμα.
25. Το πολυτάραχο ιστορικό παρελθόν του ελληνικού έθνους ανέστειλε τη φυσιολογική εξέλιξη του ελληνικού δικαίου και τροποποίησε τη φυσιογνωμία του, αλλά παρ’ όλ’ αυτά η εσωτερική του ενότητα διατηρήθηκε άρρηκτη, γεγονός που εξηγείται ιστορικά από την αδιάσπαστη σύνδεση του αισθήματος του ελληνικού λαού και συνεπώς του ελληνικού πολιτισμού με τη διαμόρφωση του ελληνικού νομικού συστήματος σε κάθε ιστορική περίοδο. Η ευφυής αυτή διαπίστωση ενός μεγάλου ιστορικού του ελληνικού δικαίου[204], έχει την εξειδίκευσή της και στο δικονομικό πεδίο· μπορεί οι βάσεις του σύγχρονου ελληνικού συστήματος απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης να δομήθηκαν το έτος 1834 από το Μάουρερ με βάση το γαλλικό πρότυπο και να πήραν τη σημερινή τους μορφή κυρίως με τον Α.Ν.44/1967, το Ν.Δ.958/1971 και το Ν.1756/1988, ωστόσο είναι εμφανές ότι μέσα στο ΄΄γενετικό υλικό΄΄ κάθε άρθρου του ισχύοντος Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας υπάρχουν εμφανή τα αποτυπώματα του βυζαντινού δικαίου και κυρίως οι αρχαιοελληνικές φιλοσοφικές δημοκρατικές δικονομικές αρχές ως ένα λαμπρό και αξεπέραστο τελολογικό υπόστρωμα που το έχουν ενστερνιστεί και το ενστερνίζονται μέχρι σήμερα τα πιο εξελιγμένα σύγχρονα αστικά δικονομικά δίκαια.
[1] Με τον όρο αρχαίο ελληνικό δίκαιο νοούνται όλα τα δικαιικά συστήματα που ίσχυσαν στον ελληνικό κόσμο από τη διαμόρφωση μέσα στον ιστορικό χρόνο του ελληνικού λαού μέχρι την ελληνιστική περίοδο και πέραν αυτής, ήτοι έως την ιουστινιάνεια νομοθεσία και τη διαμόρφωση του δικαιικού συστήματος που χαρακτηρίζεται ως βυζαντινό δίκαιο, βλ. και Arn. Biscardi, Diritto Greco Antico, Μετάφραση από τον Παν. Δημάκη εκ της γ΄ ιταλικής εκδόσεως υπό τον τίτλο ΄΄Αρχαίο Ελληνικό Δίκαιο΄΄, Β΄ έκδοση, Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 1996, Εισαγωγή, ενότ.3, σελ.30.
[2] Για την ιστορική αυτή συνέχεια του ελληνικού δικαίου εν γένει και τον τρόπο της αποκαταστάσεως και της αναδείξεώς της βλ. και N. Pantazopoulos, Μονογραφίες, σελ.245-279, (Monographies, p.245-279), Aspect général de l’évolution historique du droit grec, Athènes 1949,, Μέρος Ι: Introduction, §1-5, σελ.245-251, βλ. και κατωτ. υπό [§25].
[3] Βλ. κατωτ. υπό [§02-07].
[4] Βλ. κατωτ. υπό [§08-10].
[5] Βλ. κατωτ. υπό [§11-15].
[6] Βλ. κατωτ. υπό [§16-18].
[7] Βλ. κατωτ. υπό [§19-20].
[8] Βλ. κατωτ. υπό [§21-24].
[9] Ο όρος ΄΄πολιτική΄΄ τίθεται σε παρένθεση γιατί στα πλαίσια του αρχαίου ελληνικού και του ελληνιστικού δικαίου δεν μπορεί, ασφαλώς, να γίνει λόγος για πολιτική δικαιοδοσία των δικαστηρίων. Ο όρος τίθεται απλώς στον τίτλο της συγκεκριμένης υποενότητας για δηλώσει ότι θα ακολουθήσει αναφορά των δικονομικών θεσμών του αρχαίου ελληνικού και του ελληνιστικού δικαίου εστιασμένη σε ό,τι σήμερα εννοούμε με τον όρο ΄΄πολιτική δικαιοσύνη΄΄. Με την ίδια ακριβώς λογική τίθενται σε παρένθεση και άλλοι τεχνικοί δικονομικοί όροι που δεν υπήρχαν στο αρχαίο ελληνικό δίκαιο, αλλά η αναφορά τους καθίσταται απαραίτητη για την καλύτερη κατανόηση των αρχαιοελληνικών δικονομικών θεσμών από το σημερινό αναγνώστη.
[10] Επισημαίνεται ότι δεν θα ακολουθήσει αναφορά στους δικονομικούς θεσμούς όλων των κλασσικών αρχαίων ελληνικών πόλεων – κρατών, αλλά κυρίως στους ανάλογους θεσμούς του αττικού δικαίου και δη της πόλεως – κράτους των Αθηνών. Για τους λόγους που ο ανωτέρω περιορισμός καθίσταται εκ των πραγμάτων αναγκαίος βλ. κατωτ. υπό [§03] και Arn. Biscardi, Παν. Δημάκης, ό.π., Εισαγωγή, ενότ.3, σελ.33.
[11] Στα πλαίσια της συμβιώσεως μικρών ομάδων ανθρώπων μόνος τρόπος απονομής δικαιοσύνης και ικανοποιήσεως των προσβληθέντων δικαιωμάτων είναι αρχικά η αυτοδικία. Με τη συγκρότηση, όμως, των πρώτων μικρών κοινωνιών υπό τη μορφή των πόλεων γίνεται γρήγορα αντιληπτό ότι η αυτοδικία διαταράσσει την κοινωνική ειρήνη και οδηγεί εν τοις πράγμασι στην επιβολή του δικαίου του ισχυρότερου, αφού ο προσβληθείς καθίσταται κριτής της ίδιας του της υποθέσεως. Προς αποφυγή, λοιπόν, των ανωτέρω δυσάρεστων καταστάσεων η επίλυση των διαφορών αρχίζει σταδιακά να ανατίθεται σε τρίτα όσο το δυνατόν πιο αμερόληπτα πρόσωπα, βλ. και Γ.Θ. Ράμμος, Επιτομή Αστικού Δικονομικού Δικαίου, Εκδοτικός Οίκος ΄΄ΤΟ ΝΟΜΙΚΟΝ΄΄ Αντ. Ν. Σάκκουλα –Σόλωνος 72, Αθήναι 1975, Εισαγωγή, Κεφάλαιο Τρίτον: Ιστορική εξέλιξη της απονομής της δικαιοσύνης, σελ.9-10 και Γ.Θ. Ράμμος, Στοιχεία Ελληνικής Πολιτικής Δικονομίας (πανεπιστημιακές παραδόσεις), γ΄ έκδοση αναθεωρηθείσα και συμπληρωθείσα, Εκδοτικός Οίκος ΄΄ΤΟ ΝΟΜΙΚΟΝ΄΄ Νικ. Α. Σάκκουλα, Αθήναι (Σόλωνος 84) - Θεσσαλονίκης (Βασ. Σοφίας 6), 1955, Τόμος Πρώτος, Τεύχος Α΄, Μέρος Πρώτον: Εισαγωγή, Κεφάλαιον Πέμπτον, §5, σελ.7-9.
[12] Σπ. Τρωιανός, Ι. Βελισσαροπούλου – Καράκωστα, Ιστορία Δικαίου, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 1993, Μέρος Πρώτο: Δίκαια της ελληνικής αρχαιότητας, ενότ. Ι, §2, σελ.30.
[13] Πρόκειται για πληροφορίες που έχουν αντληθεί από την περίφημη περιγραφή της ασπίδας του Αχιλλέως στη ραψωδία Σ της Ιλιάδας. Από το ίδιο χωρίο προκύπτει ότι ο γέροντας, του οποίου η γνώμη επικρατούσε ως δικαιότερη, αμειβόταν για τη συμβολή του αυτή στην επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς, βλ. και Σπ. Τρωιανός, Ι. Βελισσαροπούλου – Καράκωστα, ό.π., Μέρος Πρώτο: Δίκαια της ελληνικής αρχαιότητας, ενότ. Ι, §2-3, σελ.30-32.
[14] Κ.Ε. Μπέης – Κ.Φ. Καλαβρός – Σ.Γ. Σταματόπουλος, Δικονομία των ιδιωτικών διαφορών, Εκδόσεις EUNOMIA Verlag, Αθήνα 1999, Κεφάλαιο 5: Οι κυριότεροι σταθμοί της ελληνικής ιστορικής εξέλιξης των κανόνων λύσης των ιδιωτικών διαφορών, §5.1., σελ.61-63.
[15] Το αττικό δικονομικό σύστημα ακολουθεί παράλληλη πορεία με το γενικότερο πολιτειακό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσεται· ξεκινά από την πολιτεία τῶν ἀρίστων για να καταλήξει σε πολιτεία ισονομίας και λαϊκής κυριαρχίας, βλ. και Π. Κυριακόπουλος, Αρχαίο Ελληνικό Δίκαιο, Σύγχρονη Εκδοτική, Αθήνα 2003, Μέρος Δεύτερο:Αττικό Δίκαιο, Εισαγωγή, §α, σελ.533.
[16] Arn. Biscardi, Παν. Δημάκης, ό.π., Κεφάλαιο VII: Στοιχεία Δικονομίας, ενότ.1, σελ.391-392 και N. Pantazopoulos, ό.π., Μέρος Ι: Introduction, §2, σελ.246, όπου αναφέρονται επί λέξει τα εξής: «L’ancien droit grec était appliqué par les «cités» helléniques autonomes séparément. Malgré le profond lien unitaire des législations «locales» qui formait de l’aveu unanime la loi commune «panhellénique», ce droit ne s’était pas constitué, au point de vue législatif, en code unifié.»
[17] Βλ. κατωτ. υποσημειώσεις [20] & [69].
[18] Π. Κυριακόπουλος, ό.π., Μέρος Δεύτερο:Αττικό Δίκαιο, Εισαγωγή, §α, σελ.533-534.
[19] Τα οποία στάδια είναι στη βάση τους όμοια με εκείνα που υιοθετήθηκαν αργότερα από τη δικονομία του ρωμαϊκού δικαίου με τον πραίτορα να έχει τις αρμοδιότητες του άρχοντα και τον iudex να έχει τις αρμοδιότητες της Ηλιαίας (εκδίκαση της παραπεμπόμενης υποθέσεως).
[20] Το λαϊκό δικαστήριο της Ηλιαίας ιδρύθηκε από το Σόλωνα στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ., αποσπώντας, στα πλαίσια του εκδημοκρατισμού του αθηναϊκού πολιτεύματος, δικαιοδοτικές αρμοδιότητες από την Βουλήν, τον Ἄρειον Πάγον και τους Ἐφέτας, οι οποίοι αποκαλούνται έτσι ακριβώς λόγω της ενιαυσίας θητείας τους. Αποτελούνταν συνολικά από έξι χιλιάδες [6.000] λαϊκούς δικαστές και χωριζόταν σε δέκα εξακοσιομελή τμήματα. Στις διάφορες δίκες δεν ελάμβαναν μέρος και οι εξακόσιοι δικαστές κάθε τμήματος, αλλά ήταν από πεντακόσιοι ένας [501] μέχρι και έξι χιλιάδες [6.000] (Ολομέλεια) για υποθέσεις δημοσίου χαρακτήρα, τετρακόσιοι ένας [401] για ιδιωτικές διαφορές η αξία των οποίων υπερέβαινε τις χίλιες δραχμές και διακόσιοι ένας [201] για ιδιωτικές διαφορές η αξία των οποίων δεν υπερέβαινε το ανωτέρω ποσόν, βλ. και Arn. Biscardi, Παν. Δημάκης, ό.π., Κεφάλαιο VII: Στοιχεία Δικονομίας, ενότ.9, σελ.424-425, Σπ. Τρωιανός, Ι. Βελισσαροπούλου – Καράκωστα, ό.π., Μέρος Πρώτο: Δίκαια της ελληνικής αρχαιότητας, ενότ. ΙΙ, αριθ.1, §22, σελ.42. Για την τιμής ένεκεν διατηρηθείσα αρμοδιότητα του Αρείου Πάγου βλ. κατωτ. υποσημείωση [69].
[21] Βλ. κατωτ. υπό [§05-06].
[22] Βλ. κατωτ. υπό [§05].
[23] Βλ. κατωτ. υπό [§05] και υποσημείωση [39].
[24] Βλ. κατωτ. υπό [§04].
[25] Για το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο στην αρχαία Αθήνα βλ. κατωτ. υπό [§05].
[26] Arn. Biscardi, Παν. Δημάκης, ό.π., Κεφάλαιο VII: Στοιχεία Δικονομίας, ενότ.1, σελ.394.
[27] Arn. Biscardi, Παν. Δημάκης, ό.π., Κεφάλαιο VII: Στοιχεία Δικονομίας, ενότ.6, σελ.412-417 και Π. Κυριακόπουλος, ό.π., Μέρος Δεύτερο:Αττικό Δίκαιο, Κεφάλαιο Δεύτερο, σελ.556 - 565.
[28] Βλ. κατωτ. υπό [§05].
[29] Όπως ἡ γραφή ἀργίας, ἡ γραφή παρανοίας και γραφή κακώσεως. Ο Επώνυμος Άρχων, συν τοις άλλοις, επιβλέπει τους λεγόμενους ὀρφανικούς οἴκους και τα μέλη τους και εκδικάζει τις αιτήσεις για την κήρυξη προσώπου ανίκανου για δικαιοπραξία λόγω φρενοβλάβειας ή γεροντικής άνοιας, περί διορισμού διανεμητών κοινής περιουσίας, περί διορισμού διαχειριστή σχολάζουσας κληρονομίας περί επιδικάσεως κληρονομίας ή περιουσίας ἐπικλήρου (δηλ. θυγατρός κληρονόμου).
[30] Όπως ἡ δίκη φόνου και ἡ γραφή ἀσεβείας.
[31] Όπως ἡ δίκη ἀποστασίου και ἡ γραφή ἀπροστασίου.
[32] Ισοτελείς καλούνταν οι μέτοικοι που λόγω των εξαιρετικών υπηρεσιών τους στην πόλη γίνονταν ποιητοί πολῖται, δηλαδή, καθίσταντο πλέον πλήρως ισότιμοι με τους γηγενείς.
[33] Πρόξενοι καλούνταν οι μέτοικοι που τους είχε χορηγηθεί το προνόμιο να παρίστανται αυτοπροσώπως και ἰδίῳ δικαίῳ στα αθηναϊκά δικαστήρια και όχι πλέον μέσω του προστάτη – δικονομικού εγγυητή τους.
[34] Βλ. κατωτ. στο στοιχείο [η] και υποσημείωση [36].
[35] Σε καθεμία εκ των δέκα [10] φυλών αντιστοιχούσαν τέσσερις [4] δικαστές και για αυτό οι Τεσσαράκοντα λέγονταν και δικαστές κατά δήμους.
[36] Οι Διαιτητές αυτοί διορίζονταν από την πολιτεία για την εκδίκαση των διαφορών που ανήκαν στην υλική τους αρμοδιότητα και λέγονταν αναγκαίοι ή δημόσιοι για να αντιδιαστέλλεται ο θεσμικός τους ρόλος από τους ιδιωτικούς διαιτητές που εξέλεγαν εκουσίως οι ιδιώτες όταν αμφισβητούσαν τις μεταξύ τους συμφωνίες, οι ιδιωτικοί, δηλαδή, διαιτητές του αρχαίου αττικού δικονομικού δικαίου ανταποκρίνονται πλήρως στην σημερινή δικονομική έννοια της διαιτησίας. Οι αναγκαίοι Διαιτητές επιχειρούσαν να φέρουν σε συνδιαλλαγή τους διαδίκους επιλύοντας τις αχθείσες ενώπιόν τους διαφορές περισσότερο με πνεύμα επιείκειας παρά με την αυστηρή τήρηση του νόμου (όπως αναφέρει και ο Αριστοτέλης στη Ρητορική του (Ι, ΧΙΙΙ) «ὁ διαιτητής τό ἐπιεικές ὁρᾷ, ὁ δέ δικαστής τόν νόμον») Οι αποφάσεις των αναγκαίων (δημοσίων) Διαιτητών προσβάλλονταν με ἔφεσιν ενώπιον της Ηλιαίας, οπότε ο προς τούτο διορισθείς Διαιτητής τοποθετούσε τα «σχετικά» της υποθέσεως σε δύο ξεχωριστά πήλινα δοχεία (ένα για τον ενάγοντα και ένα για τον εναγόμενο), τους ἐχίνους, τα σφράγιζε, επισύναπτε την απόφασή του και παρέδιδε όλα τα στοιχεία αυτά στους τέσσερις Διαιτητές της φυλής του εναγομένου, ώστε η διαδικασία που είχε ήδη γίνει ενώπιόν τους να αναπληρώσει στην κατ’ έφεσιν ηλιαστική δίκη το προδικαστικό στάδιο της ἀνακρίσεως (βλ. και κατωτ. υποσημείωση [48] και υπό [§05]). Θα μπορούσε, λοιπόν, να ειπωθεί ότι η κατά δήμους περιφερειακή οργάνωση των Τεσσαράκοντα και ο συμβιβαστικός ρόλος των αναγκαίων Διαιτητών του αττικού δικαίου θυμίζουν εντονότατα τα βασικά χαρακτηριστικά των ειρηνοδικείων της γαλλικής επαναστάσεως.
[37] Τέτοιες δίκες ήταν αυτές που αφορούσαν απόδοση προικός, πληρωμή δανείου με συμφωνημένο τόκο μιας δραχμής (12%), απόδοση εμπορικού δανείου, βιαιοπραγίες, αγοραπωλησίες δούλων και υποζυγίων, υπηρεσίες τριηραρχίας και τραπεζιτικές διαφορές.
[38] Βλ. κατωτ. υπό [§06].
[39] Πρόκειται για τον λεγόμενο πλουραλιστικό χαρακτήρα το αττικού δικαίου, τον οποίο επισήμανε πρώτος ο Paoli, βλ. Arn. Biscardi, Παν. Δημάκης, ό.π., Εισαγωγή, Ενότητα 4, σελ.34-37 και Κεφάλαιο VII: Στοιχεία Δικονομίας, ενότ.4, σελ.403 και Σπ. Τρωιανός, Ι. Βελισσαροπούλου – Καράκωστα, ό.π., Μέρος Πρώτο: Δίκαια της ελληνικής αρχαιότητας, ενότ. ΙΙ, αριθ.1, §23, σελ.42-43.
[40] Arn. Biscardi, Παν. Δημάκης, ό.π., Κεφάλαιο VII: Στοιχεία Δικονομίας, ενότ.1, σελ.394.
[41] Είδη τέτοιων συμπληρωματικών αγωγών ήταν ἡ ἀπαγωγή, ἡ ἔνδειξις, ἡ ἐφήγησις, ἡ φάσις, ἡ απογραφή και ἡ εισαγγελία.
[42] Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας αγωγής ελέγχου ήταν η λεγόμενη εὔθυνα ή συχνότερα στον πληθυντικό αἱ εὔθυναι.
[43] Η κλήση του (εναγομένου) από τον (ενάγοντα) ονομαζόταν πρόσκλησις και γινόταν προφορικά ενώπιον δύο μαρτύρων, τους κλητῆρας, στην περίπτωση δε που ο εναγόμενος δεν βρισκόταν, η πρόσκλησις γινόταν στην οικία του (ἀπό τῆς οἰκίας) παρουσία των οικείων ή των γειτόνων του. Η πρόσκλησις δεν επιτρεπόταν να γίνει κατά τις εορτάσιμες ή τις αποφράδες ημέρες. Αν ο (εναγόμενος) δεν εμφανιζόταν ενώπιον του αρμόδιου άρχοντα παρά τη νομότυπη κλήτευσή του, η όλη διαδικασία λάμβανε χώρα ερήμην του (δίκη ἔρημος), έχοντας, όμως, το δικαίωμα να ασκήσει ένα είδος ανακοπής ερημοδικίας, βλ. κατωτ. υπό [§06 in fine]. Το αττικό δικονομικό δίκαιο δίνει τόσο πολύ μεγάλη σημασία στη νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου, ώστε το αθηναϊκό σύνταγμα να επιτάσσει οὗ οὐ γάρ κλῆσις οὐ κρίσις (όποιος δεν καλείται, δεν δικάζεται).
[44] Βλ. ανωτ. υπό [§03].
[45] Οι οποίες θυμίζουν έντονα το θεσμό του εισηγητή δικαστή που υπάρχει σήμερα σε πολλά σύγχρονα αστικά δικονομικά δίκαια κρατών της ηπειρωτικής Ευρώπης και ο οποίος πρόσφατα καταργήθηκε ολοκληρωτικά από την ελληνική πολιτική διαδικασία(βλ και κατωτ. υπό [§020 & 022] για την πολύπαθη πορεία του θεσμού αυτού στη χώρα μας).
[46] Πέντε ημέρες μετά την πρόσκλησιν ο (ενάγων) κατέθετε στον άρχοντα ένα υπόμνημα με τα αιτήματά του (λαγχάνειν τήν δίκην ή γράψεσθαι τήν δίκην) και κατέθετε συγχρόνως ένα χρηματικό ποσό για να καλυφθούν τα έξοδα της δίκης και τα τυχόν πρόστιμα σε περίπτωση ήττας του (την λεγόμενη ἐπωβελίαν).
[47] Κατά τον Αριστοτέλη τα αποδεικτικά μέσα, όπως εμφανίζονται και μέσω των διασωθέντων ρητορικών έργων, είναι οἱ νόμοι (στο αττικό δίκαιο jura non novit curia, δηλαδή οι δικαστές έπρεπε να δικάζουν σύμφωνα με τους νόμους, αλλά δεν ήταν υποχρεωμένοι να τους γνωρίζουν και συνεπώς ούτε να τους λαμβάνουν υπ’ όψιν τους, αν δεν τους επικαλούνταν οι διάδικοι, στην περίπτωση δε που κάποιος διάδικος επικαλούταν νόμο που δεν υπήρχε, του επιβαλλόταν η θανατική ποινή / ἐάν τις οὐκ ὄντα νόμον παράσχηται, θάνατον τήν ζημίαν εἶναι – Δημοσθένης, Κατά Αριστογείτονος Β΄24) οἱ μάρτυρες, οἱ συνθῆκαι (δηλ. τα έγγραφα), οἱ ὅρκοι και οἱ βάσανοι (δηλ. τα βασανιστήρια που γίνονταν σε βάρος των δούλων για να αποκτήσουν σημασία οι εξώδικες μαρτυρίες τους), βλ και Arn. Biscardi, Παν. Δημάκης, ό.π., Κεφάλαιο VII: Στοιχεία Δικονομίας, ενότ.8, σελ.421 - 424.
[48] Ο ἐχῖνος ήταν ένα πήλινο δοχείο μέσα στο οποίο τοποθετούνταν όλα τα «σχετικά» της υποθέσεως που συγκεντρώνονταν κατά την προδικασία μετά το πέρας της οποίας σφραγιζόταν με ειδική σφραγίδα και αποσφραγιζόταν πλέον κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία από τον Γραμματέα του δικαστηρίου, ο οποίος ἐλυμήνατο τάς σφραγίδας. Για τον ἐχῖνο βλ. και ανωτ. υποσημείωση [36].και κατωτ. υπό [§06].
[49] Στα γραπτώς υποβληθέντα αιτήματα του (ενάγοντος), ο (εναγόμενος) απαντούσε με το δικό του υπόμνημα. Το περιεχόμενο των υπομνημάτων αμφοτέρων των διαδίκων βεβαιωνόταν αργότερα με τη δόση όρκου (ἀντωμοσία).
[50] Όπως ήταν π.χ. η διευθέτηση της υποθέσεως ύστερα από παραίτηση του (ενάγοντος) (ἄφεσις, ἀπαλλαγή), ο συμβιβασμός (περί ὧν ἄν ἄφεσις καί ἀπαλλαγή γένηται, περί τούτων μηκέτι ἔξεστι δικάζειν – Δημοσθένης, Πρός Πανταίνετον / παρεγράψατο ὁ Φορμίων πρός ἐμέ μή εἰσαγώγιμον εἶναι τήν δίκην, ὡς ἀφέντος ἐμοῦ τῶν ἐγκλημάτων αὐτόν - Δημοσθένης, Κατά Στεφάνου Α΄41 / παραγράψεσθαι περί ὧν ἄν τις ἀφείς καί ἀπαλλάξας πάλιν δικάζηται – Δημοσθένης, Κατά Στεφάνου ψευδομαρτυριών), η συμπλήρωση του χρόνου ορισμένης προθεσμίας, η υπαγωγή της διαφοράς σε διαιτητές δημόσιους ή ιδιωτικούς, το μη αγώγιμο της κύριας απαιτήσεως, η επιλογή εσφαλμένης δικονομικής οδού, η εισαγωγή του αιτήματος ενώπιον αναρμόδιου καθ’ ύλην άρχοντα (τάς παραγραφάς ἀντιλαγχάνειν περί ὧν οὐκ εἰσίν είσαγωγεῖς - Δημοσθένης, Πρός Πανταίνετον 37.33), η ύπαρξη δεδικασμένου ή αλλιώς ἡ τῶν κεκριμένων παραγραφή (ὅσων δίκη πρότερον ἐγένετο, ἰδίᾳ ἤ δημοσίᾳ, μή εἰσάγειν περί τούτων εἰς τό δικαστήριον – Δημοσθένης, Πρός Λεπτίνην / οἱ νόμοι οὐκ ἐῶσι δίς πρός τόν αὐτόν ὑπέρ τῶν αὐτῶν δίκας εἶναι - Δημοσθένης, Πρός Λεπτίνην 147), η οποία οδηγούσε σε απόρριψη της δεύτερης αγωγής χωρίς να ερευνηθεί η ουσία της, είχε, δηλαδή, όμοιο δικονομικό αποτέλεσμα με την exceptio rei iudicatae του ρωμαϊκού δικαίου και με τη σημερινή αρνητική λειτουργία του δεδικασμένου, βλ. και Δ. Γ. Κονδύλης, Το δεδικασμένον κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Αθήναι 1983, Κεφάλαιο Πρώτον: Εισαγωγή, §2, ενότ.Ι, σελ.34. Εάν ο (εναγόμενος) δεν προέβαινε σε ένσταση παραγραφής ο ἄρχων εἰσαγωγεύς έκρινε την δίκην εἰσαγώγιμον εἶναι και ότι αυτή μπορούσε να εισαχθεί προς εκδίκαση απευθείας στο δικαστήριο (τήν εὐθεῖαν εἰσιέναι ή εὐθυδικίαν εἰσιέναι). Στην περίπτωση της εὐθυδικίας οι αντίδικοι καλούνταν να υποβληθούν σε διομωσίαν, δηλαδή, να ορκιστούν ενώπιον του ἀρχοντα εἰσαγωγέα, ο μεν διώκων (ενάγων) ότι ἀληθῆ κατηγορήσειν, ο δε φεύγων (εναγόμενος) ότι ἀληθῆ απολογήσεσθαι, βλ. και Π. Κυριακόπουλος, ό.π., Μέρος Δεύτερο:Αττικό Δίκαιο, Κεφάλαιο Τρίτο, §3, σελ.575.
[51] Ο (ενάγων) μπορούσε να προβάλει την διαμαρτυρίαν του και αυτοτελώς καθ’ υποφοράν, προκειμένου να προλάβει τον (εναγόμενο) στην κατάθεση ενστάσεως παραγραφής, βλ. και ό.π., Μέρος Δεύτερο:Αττικό Δίκαιο, Κεφάλαιο Τρίτο, §4, σελ.576.
[52] Με τη δικονομική μεταρρύθμιση του Αρχίνου η αρμοδιότητα της κρίσεως επί της προτεινόμενης παραγραφῆς αφαιρείται από τους άρχοντες και μεταβιβάζεται στο ηλιαστικό δικαστήριο το οποίο πλέον κρίνει και την πρόταση περί παραγραφῆς και την ουσία της υποθέσεως (αὐτό τό πρᾶγμα), βλ. και Arn. Biscardi, Παν. Δημάκης, ό.π., Κεφάλαιο VII: Στοιχεία Δικονομίας, ενότ.3, σελ.397- 402. Είναι αξιοσημείωτο από δικονομικής απόψεως ότι κατά την εκδίκαση της ενστάσεως παραγραφής ενώπιον του ηλιαστικού δικαστηρίου, οι δικονομικοί ρόλοι των διαδίκων αντιστρέφονται και ο εναγόμενος γίνεται ο ενάγων και ο ενάγων εναγόμενος. Ο παραγραψάμενος έπαιρνε πρώτος το λόγο και αν δεν έπειθε το ένα πέμπτο των δικαστών για την ένστασή του καταδικαζόταν σε πρόστιμο, τη λεγόμενη ἐπωβελία, βλ και Π. Κυριακόπουλος, ό.π., Μέρος Δεύτερο:Αττικό Δίκαιο, Κεφάλαιο Τρίτο, §3, σελ.575.
[53] Ο προσδιορισμός των δικασίμων ανατέθηκε με την πάροδο του χρόνου στους Θεσμοθέτες, οι οποίοι, κατά τον Αριστοτέλη, μεριμνούσαν και για το σχηματισμό των επιμέρους τμημάτων των Ηλιαστών.
[54] Για τη μεγάλη σημασία που δίνει το αττικό δικονομικό δίκαιο στη νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου βλ ανωτ. υποσημείωση [43].
[55] Arn. Biscardi, Παν. Δημάκης, ό.π., Κεφάλαιο VII: Στοιχεία Δικονομίας, ενότ.5, σελ.406 – 412 και Ενότητα 7. σελ.418 -421 και Π. Κυριακόπουλος, ό.π., Μέρος Δεύτερο:Αττικό Δίκαιο, Εισαγωγή, §β, σελ.535-536 και Κεφάλαιο Τρίτο, §§1-4, σελ.571-576.
[56] Π. Κυριακόπουλος, ό.π., Μέρος Δεύτερο:Αττικό Δίκαιο, Κεφάλαιο Τέταρτο, σελ.576-597.
[57] Βλ. και ανωτ. υποσημείωση [20].
[58] Οι τέσσερις από αυτούς συνέλεγαν τις ψήφους, ο ένας ήταν υπεύθυνος για την κλεψύδρα ώστε να διαφυλαχθεί το δικαίωμα ισηγορίας των διαδίκων και οι υπόλοιποι πέντε έλεγχαν για τη σωστή άσκηση των καθηκόντων τους ψηφολέκτες και τον επί της κλεψύδρας δικαστή (4+1+5=10).
[59] Το Προεδρεῖον έλεγχε την ταυτότητα των διαδίκων, καθώς και το εάν έχουν καταβληθεί τα παράβολα, τα πρυτανεῖα για τις ιδιωτικές υποθέσεις και η παράστασις για τις δημόσιες και η ἐπωβελία, δηλαδή, το ποσό που δινόταν ως αποζημίωση στον (εναγόμενο) αν ο (ενάγων) έχανε τη δίκη και το οποίο υπολογιζόταν σαν το σημερινό αγωγόσημο επί της αξίας του επίδικου αντικειμένου.
[60] Βλ. ανωτ. υποσημειώσεις [36] & [48].
[61] Ο (ενάγων) καθόταν στον λίθον τῆς ἀναιδείας και ο (εναγόμενος) στον λίθον τῆς ὕβρεως.
[62] Arn. Biscardi, Παν. Δημάκης, ό.π., Κεφάλαιο VII: Στοιχεία Δικονομίας, ενότ.9, σελ.424–426.
[63] Για το λόγο αυτόν ο χρόνος της εκδικάσεως της υποθέσεως κατανεμόταν σε τρία ίσα μέρη, ένα για την ανάπτυξη του αιτήματος του (ενάγοντος), ένα για την αντίκρουση των αγωγικών ισχυρισμών από τον (εναγόμενο) και ένα τελευταίο για την ψηφοφορία σχετικά με το αν θα γινόταν δεκτό το αίτημα του (ενάγοντος) ή θα απορριπτόταν. Για την ψηφοφορία και την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως δεν μεσολαβούσε διάσκεψη, αλλά κάθε δικαστής, που είχε ήδη εφοδιαστεί με δύο χάλκινους δίσκους, έναν με κοίλο άξονα ως σύμβολο καταδικαστικής και έναν με συμπαγή άξονα ως σύμβολο αθωωτικής ψήφου, κρατώντας τους, για λόγους μυστικότητας της ψήφου του, μεταξύ δείκτη και αντίχειρα έτσι που να φαίνεται ποιος έφερε τον κοίλο και ποιος το συμπαγή άξονα, έριχνε τόσο αυτόν που αντιστοιχούσε στην ψήφο της επιλογής του όσο και αυτόν που αντιστοιχούσε στην αντίθετη ψήφο σε δύο ξεχωριστούς αμφορείς, ώστε με τον τρόπο αυτόν να αποτρέπονται και να αποφεύγονται οι περιπτώσεις δωροδοκίας και νοθείας του αποτελέσματος, αφού κατά την τελική καταμέτρηση των ψήφων θα έπρεπε το τελικό άθροισμα όλων των δίσκων να είναι διπλάσιο του όλου αριθμού των δικαστών και τα επιμέρους αθροίσματα αυτών με τους κοίλους και αυτών με τους συμπαγείς άξονες που είχαν ριφθεί και στους δύο αμφορείς να είναι ίσα. Μετά την καταμέτρηση των ψήφων ακολουθούσε η έκδοση και η δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως κατά τον ακόλουθο τρόπο: αν ήταν απορριπτική του αιτήματος τότε αρκούσε απλώς η προφορική εξαγγελία της, ενώ, αντιθέτως, αν έκανε δεκτό το αίτημα του (ενάγοντος) ακολουθούσε η γραπτή αποτύπωση του διατακτικού της, χωρίς αιτιολογία, βάσει του οποίου γινόταν και η αναγκαστική εκτέλεση κατά του (εναγομένου). Η έλλειψη αιτιολογιών, που εξηγείται κυρίως από το γεγονός της λαϊκής συνθέσεως της Ηλιαίας και του συνακόλουθου απρόσβλητου με έφεση των ηλιαστικών αποφάσεων για πλημμέλειες δικονομικού ή ουσιαστικού δικαίου, εκτός του ότι συνέβαλε αποφασιστικά στην μη εντατική καλλιέργεια της νομικής επιστήμης στην κλασσική Αθήνα, είναι ίσως το σημαντικότερο μειονέκτημα της απόλυτης εφαρμογής του δημοκρατικού προτύπου στην αθηναϊκή δικονομική διαδικασία, αφού το αναιτιολόγητο των δικαστικών αποφάσεων ωθούσε πολλές φορές τους δικαστές στο να εκδίδουν ΄΄συναισθηματικές΄΄ αποφάσεις και τους διαδίκους στο να δίνουν ενώπιον τους δακρύβρεκτες θεατρικές παραστάσεις με πρόθυμους «ηθοποιούς» του στενούς συγγενείς και τους φίλους τους. βλ και Κ.Ε. Μπέης – Κ.Φ. Καλαβρός – Σ.Γ. Σταματόπουλος, ό.π., Κεφάλαιο 5: Οι κυριότεροι σταθμοί της ελληνικής ιστορικής εξέλιξης των κανόνων λύσης των ιδιωτικών διαφορών, §5.2., σελ.68-70.
[64] Βλ. για το ζήτημα αυτό και Π. Κυριακόπουλος, ό.π., Μέρος Δεύτερο:Αττικό Δίκαιο, Κεφάλαιο Πέμπτο, §α, σελ.593.
[65] Επρόκειτο, δηλαδή, για ένα ένδικο μέσο πρόγονο της σημερινής αναψηλαφήσεως.
[66] Επρόκειτο, δηλαδή, για ένα ένδικο μέσο πρόγονο της σημερινής ανακοπής ερημοδικίας.
[67] Arn. Biscardi, Παν. Δημάκης, ό.π., Κεφάλαιο VII: Στοιχεία Δικονομίας, ενότ.10, σελ.429–430 και Π. Κυριακόπουλος, ό.π., Μέρος Δεύτερο:Αττικό Δίκαιο, Κεφάλαιο Πέμπτο, σελ.595-597.
[68] Arn. Biscardi, Παν. Δημάκης, ό.π., Κεφάλαιο VII: Στοιχεία Δικονομίας, ενότ.2, σελ.394 και Κ.Ε. Μπέης – Κ.Φ. Καλαβρός – Σ.Γ. Σταματόπουλος, ό.π., Κεφάλαιο 5: Οι κυριότεροι σταθμοί της ελληνικής ιστορικής εξέλιξης των κανόνων λύσης των ιδιωτικών διαφορών, §5.2., σελ.70.
[69] Μοναδικό κατάλοιπο μη δημοκρατικής οργανώσεως σε επίπεδο δικονομικού δικαίου εξακολουθεί να είναι κατά την εποχή αυτή Η Βουλή του Αρείου Πάγου, που συγκροτείται από τους διατελέσαντες ως Εννέα Άρχοντες και στην αρμοδιότητα της οποίας υπάγονται οι σοβαρότατες υποθέσεις των εκουσίων φόνων, των θανάτων δια δηλητηριάσεως (φαρμακεύσεως) των εμπρησμών, των ιεροσυλιών και της προδοσίας (βλ. και Π. Κυριακόπουλος, ό.π., Μέρος Δεύτερο:Αττικό Δίκαιο, Εισαγωγή, §α, σελ.534 και Κεφάλαιο Δεύτερο, Γενικά, σελ.557). Η πολιτική ισχύς του δικαστηρίου αυτού ενισχύεται μετά τους μηδικούς πολέμους σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για την ενεργό συμβολή των μελών του στη νικηφόρα για τους Έλληνες έκβαση της ναυμαχίας της Σαλαμίνας μέχρι που δεκαεπτά χρόνια μετά, ο Εφιάλτης σε συνεργασία με τον αρεοπαγίτη τότε Θεμιστοκλή καταλύουν την ολιγαρχική εξουσία των αρεοπαγιτών (περιείλοντο αὐτῶν τήν δύναμιν), βλ. και Κ.Ε. Μπέης – Κ.Φ. Καλαβρός – Σ.Γ. Σταματόπουλος, ό.π., Κεφάλαιο 5: Οι κυριότεροι σταθμοί της ελληνικής ιστορικής εξέλιξης των κανόνων λύσης των ιδιωτικών διαφορών, §5.2., σελ.66-67.
[70] Στα πλαίσια της οποίας υπήρχαν δύο βαθμοί δικαιοδοσίας. Σε πρώτο βαθμό δίκαζαν οι δικαστές ως κρατικοί υπάλληλοι και σε δεύτερο ο ίδιος ο βασιλέας ή αντιπρόσωπός του, βλ. και Κ.Ε. Μπέης – Κ.Φ. Καλαβρός – Σ.Γ. Σταματόπουλος, ό.π., Κεφάλαιο 5: Οι κυριότεροι σταθμοί της ελληνικής ιστορικής εξέλιξης των κανόνων λύσης των ιδιωτικών διαφορών, §5.3., σελ.74-75.
[71] Σπ. Τρωιανός, Ι. Βελισσαροπούλου – Καράκωστα, ό.π., Εισαγωγή: Χρονικό και γεωγραφικό πλαίσιο, §4, σελ.22 και Μέρος Πρώτο: Δίκαια της ελληνικής αρχαιότητας, ενότ. ΙΙΙ, αριθ.1, §66, σελ.68.
[72] Σπ. Τρωιανός, Ι. Βελισσαροπούλου – Καράκωστα, ό.π., Μέρος Πρώτο: Δίκαια της ελληνικής αρχαιότητας, ενότ. ΙΙΙ, αριθ.1, §69-70, σελ.70-71.
[73] Σπ. Τρωιανός, Ι. Βελισσαροπούλου – Καράκωστα, ό.π., Μέρος Πρώτο: Δίκαια της ελληνικής αρχαιότητας, ενότ. ΙΙΙ, αριθ.1, §71-72, σελ.71-72.
[74] Κ.Ε. Μπέης – Κ.Φ. Καλαβρός – Σ.Γ. Σταματόπουλος, ό.π., Κεφάλαιο 5: Οι κυριότεροι σταθμοί της ελληνικής ιστορικής εξέλιξης των κανόνων λύσης των ιδιωτικών διαφορών, §5.4., σελ.70. Ειδικά για τον τρόπο που το ρωμαϊκό δίκαιο επηρεάζει το ελληνικό κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κατακτήσεως βλ. N. Pantazopoulos, ό.π., Μέρος ΙI: Aperçu de l’évolution historique du droit grec, ενότ.2, §1, σελ.252-253.
[75] Η διαίρεση αυτή λαμβάνει χώρα για πρώτη φορά για λόγους καλύτερη διοικήσεως των αχανών εκτάσεων της παρακμαζούσης πια Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επί του Διοκλητιανού Αυγούστου, ο οποίος το 286 μ.Χ. διορίζει συνάρχοντά του και χρήζει Αύγουστο τον Μαξιμιανό. Έτσι, για πρώτη φορά η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έχει δύο Αυγούστους εκ των οποίων ο ένας, ο Διοκλητιανός, έχει ως έδρα του τη Νικομήδεια της Βιθυνίας και ο άλλος, ο Μαξιμιανός, έχει ως έδρα το Μιλάνο. Το 293 μ.Χ. η διαρχία γίνεται τετραρχία: ο Διοκλητιανός αναγορεύει ως Καίσαρα τον γαμπρό του, Γαλέριο, και ο Μαξιμιανός, κάνει το ίδιο με το δικό του γαμπρό, Κωνστάντιο. Το 305 μ.Χ. ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός παραιτούνται από Αύγουστοι και τα αξιώματά αυτά καταλαμβάνουν οι ως άνω δύο Καίσαρες, Γαλέριος και Κωνστάντιος. Νέοι Καίσαρες αναγορεύονται ο Φλάβιος Σεβήρος στην Ιταλία και στην Αφρική, ο Μαξιμίνος στην ανατολή και ο Λικίνιος στο Ιλλυρικό, ο οποίος το 307 μ.Χ. γίνεται ο τρίτος Αύγουστος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Μετά το θάνατο του Κωνστάντιου Αυγούστου, τη θέση του καταλαμβάνει ο υιός του Κωνσταντίνος, ο οποίος, εξερχόμενος νικητής από τις πολεμικές αναμετρήσεις του με τους δύο εναπομείναντες Αυγούστους, Λικίνιο και Μαξέντιο, μένει μόνος κυρίαρχος και στις 11 Μαΐου 300 μ.Χ. μεταφέρει την πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού Κράτους στην Κωνσταντινούπολη, διατηρώντας, όμως, ως επίσημη γλώσσα τη λατινική. Παρά την επικυριαρχία ενός μόνο αυτοκράτορα, του Κωνσταντίνου, η διαίρεση του κράτους σε ανατολικό και δυτικό τμήμα επιζεί άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο έντονη για μια περίοδο εκατό ετών περίπου και γίνεται οριστική το 395 μ.Χ., όταν ο πεθαίνει ο Αυτοκράτορας Θεοδόσιος, έχοντας προηγουμένως διαμοιράσει το Ρωμαϊκό Κράτος στους δύο υιούς του, Ονώριο και Αρκάδιο, αφήνοντας στον πρώτο το δυτικό τμήμα και στον δεύτερο το ανατολικό, εκ των οποίων το μεν δυτικό καταλύεται πολύ γρήγορα, στις 4 Σεπτεμβρίου 476 μ.Χ., με την κατάληψη της Ραβέννας από τον βαρβαρικής καταγωγής Οδόακρο και την ανάθεση της διοίκησης της Ιταλίας σε αυτόν από τον τότε αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως, Ζήνωνα, το δε ανατολικό, μετονομαζόμενο σε Βυζαντινή Αυτοκρατορία (ή Βυζαντινό κράτος), εκχριστιανίζεται, εξελληνίζεται και έκτοτε ακμάζει και διατηρείται επί μια χιλιετία και πλέον.
[76] Για τις σχέσεις (στ)οργής των δύο αυτών φορέων εξουσίας βλ. αναλυτικότερα Σπ. Τρωιανός, Ι. Βελισσαροπούλου – Καράκωστα, ό.π., Μέρος Τρίτο: Βυζαντινό Δίκαιο, ενότ. IV, αριθ.1-2, §222-241, σελ.197-212.
[77] Τα έτη 438-439 μ.Χ. εκδίδεται στην Κωνσταντινούπολη επί Θεοδοσίου του Β΄ (408 – 450 μ.Χ.) συλλογή από νόμους, γνωστή με την ονομασία Θεοδοσιανός Κώδικας (Codex Theodosianus). Η επίσημη, όμως, αυτή κωδικοποιητική προσπάθεια δεν περιορίζεται μόνο στη συλλογή των διάφορων νομοθετημάτων από την εποχή του Αδριανού μέχρι την εποχή του Θεοδοσίου του Α΄, αλλά συνδυάζεται και με τροποποιήσεις των κειμένων τους, οι οποίες φθάνουν σε πολλές περιπτώσεις σε τέτοιο σημείο, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος περί σχεδόν νέας νομοθεσίας, βλ. και Σπ. Τρωιανός, Ι. Βελισσαροπούλου – Καράκωστα, ό.π., Μέρος Τρίτο: Βυζαντινό Δίκαιο, ενότ. Ι, αριθ.1, §165, σελ.146-147.
[78] Στα πλαίσια της προσπάθειας να καταδειχθεί ότι το Βυζάντιο είναι συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, επίσημη γλώσσα του Βυζαντινού κράτους εξακολουθεί και επί Ιουστινιανού να είναι η λατινική, στην οποία και εκδίδεται η Ιουστινιάνεια Νομοθεσία. Όμως, η λατινική επιρροή της κωδικοποιήσεως αυτής δεν περιορίζεται μόνο στη γλώσσα, αλλά και στο κανονιστικό περιεχόμενο της, το οποίο αποτελείται από κανόνες του ρωμαϊκού δικαίου, αγνοώντας και ερχόμενο έτσι σε αντίθεση με το εθιμικό δίκαιο που εφαρμόζει αδιάλειπτα ο ελληνικός λαός από τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου και εντεύθεν. Η αντίθεση αυτή μεταξύ του επίσημου κρατικού δικαίου και του λαϊκού εθιμικού αμβλύνεται επί δυναστείας των Ισαύρων για να οξυνθεί εκ νέου από τους Μακεδόνες αυτοκράτορες, βλ. N. Pantazopoulos, ό.π., Μέρος ΙI: Aperçu de l’évolution historique du droit grec, ενότ.3, §1-3, σελ.255-257.
[79] Στη συλλογή αυτή, που εκδίδεται κατά τα έτη 528-529 μ.Χ., κωδικοποιούνται οι αυτοκρατορικές διατάξεις. Ύστερα από πέντε χρόνια, το 534 μ.Χ., ο κώδικας αυτός επανεκδίδεται για να περιλάβει και τις νέες αυτοκρατορικές διατάξεις που είχαν εν τω μεταξύ εκδοθεί. Η ύλη της β΄ έκδοσης ήταν διαρθρωμένη θεματικά σε 12 βιβλία.
[80] Στον Πανδέκτη, που εκδίδεται κατά τα έτη 530-533 μ.Χ. και διαιρείται σε πενήντα [50] βιβλία, κωδικοποιείται το ius με τη συγκέντρωση αποσπασμάτων από τα έργα των κλασσικών Ρωμαίων νομικών.
[81] Οι Εισηγήσεις, που εκπονούνται ταυτόχρονα με τον Πανδέκτη, περιλαμβάνουν όλες τις αρχές του δικαίου και αποτελούν διδακτικό βοήθημα για τους αρχάριους σπουδαστές της νομικής επιστήμης.
[82] Οι Νεαρές (διατάξεις) είναι οι νέες αυτοκρατορικές διατάξεις (novae/novellae constitutiones) του Ιουστινιανού που εκδόθηκαν μετά τις ως άνω κωδικοποιήσεις και οι οποίες ουδέποτε κωδικοποιήθηκαν παρότι υπήρχε σχέδιο περιλήψεώς τους σε μια τρίτη έκδοση του Ιουστινιάνειου Κώδικα.
[83] Σπ. Τρωιανός, Ι. Βελισσαροπούλου – Καράκωστα, ό.π., Μέρος Τρίτο: Βυζαντινό Δίκαιο, ενότ. Ι, αριθ. 1, §166-170, σελ.147-154 και ενότ. ΙΙ αριθ.1, §188-192, σελ.172-176.
[84] Επί Ιουστινιανού εκδίδονται ορισμένες συλλογές κανονικού δικαίου με κατάταξη όχι χρονολογική, αλλά συστηματική, χωρίς να λείπουν και τα παραδείγματα θεματικών συλλογών πολιτειακού δικαίου με παλαιότερο τον Ιουστινιάνειο Κώδικα και γνωστότερο την περίφημη Ἑξάβιβλον τοῦ Ἀρμενοπούλου, βλ. κατωτ. υποσημείωση [85 In fine].
[85] Από τους διαδόχους του Ιουστινιανού και μέχρι τους Μακεδόνες αυτοκράτορες η νομική επιστήμη παρακμάζει· ως νομικά κείμενα χρησιμοποιούνται κυρίως οι Εἰσηγήσεις και επιτομές των Ιουστινιάνειων Νεαρῶν, ενώ η παραγωγή νέων έργων συλλογής του πολιτειακού δικαίου σταματά τελείως στα χρόνια του Ηρακλείου. Τα πράγματα είναι, όμως τελείως διαφορετικά στο πεδίο του κανονικού δικαίου, αφού την ίδια περίοδο κάνουν την εμφάνισή τους οι λεγόμενοι νομοκανόνες, δηλαδή, μεικτές συλλογές από νόμους του Βυζαντινού Κράτους και κανόνες της Εκκλησίας, που, αν και προέρχονται από διαφορετικούς φορείς εξουσίας, έχουν ωστόσο συναφές περιεχόμενο και ίδια τυπική ισχύ. Το σκηνικό στις συλλογές πολιτειακού δικαίου αλλάζει με την περίφημη Ἐκλογήν του Λέοντος Γ’ του Ισαύρου και του υιού του, Κωνσταντίνου του Ε΄, στην οποία συγκεντρώνονται βασικοί για την καθημερινή ζωή κανόνες με σύντομη διατύπωση και σε κατανοητή για το μέσο άνθρωπο της εποχής εκείνης γλώσσα. Με τους Μακεδόνες αυτοκράτορες αρχίζει η εποχή της λεγόμενης ἀνακαθάρσεως του βυζαντινού δικαίου υπό την έννοια της επαναφοράς του στην Ιουστινιάνεια κατάστασή του με την κατάργηση της νομοθεσίας των Ισαύρων. Στα πλαίσια της μεταρρυθμίσεως αυτής, ο Βασίλειος ο Α΄ συντάσσει, κατά τα έτη 885-886 μ.Χ., με τη συμμετοχή και του πατριάρχη Φώτιου, την Εἰσαγωγήν (ή Έπαναγωγήν), η οποία περιέχει διατάξεις για τη δομή του κράτους και γενικότερα για το δημόσιο δίκαιο, και μετέπειτα ο υιός του, Λέων ο Σοφός, εκδίδει τα Βασιλικά (888-889 μ.Χ.), με τα οποία αναθεωρείται η προηγούμενη κωδικοποίηση του πατέρα του, τον Πρόχειρον Νόμον (907 μ.Χ.), με τον οποίο αναθεωρείται η Έκλογη, και το Ἐπαρχικόν Βιβλίον, το οποίο περιέχει διατάξεις σχετικές με τον Έπαρχο της πόλεως. Οι διάδοχοι του Λέοντος του Σοφού, καθώς και οι μεταγενέστεροι αυτών αυτοκράτορες συνεχίζουν να εκδίδουν Νεαράς με ποικίλο περιεχόμενο στο οποίο περιλαμβάνεται και η δικονομία. Η άνθηση της νομικής φιλολογίας στο πεδίο του πολιτειακού δικαίου επιβραδύνεται προοδευτικά από την περίοδο των Κομνηνών και εντεύθεν για να σταματήσει τελείως με την κατάλυση του Βυζαντινού Κράτους από τους Φράγκους το έτος 1204. Αντίθετα, κατά την ίδια περίοδο και ιδιαίτερα από τον 11ο αιώνα και μετά, συνεχίζει να ανθεί το κανονικό δίκαιο, αναπληρώνοντας μάλιστα ενεργά το κανονιστικό κενό που αφήνει ο μαρασμός του πολιτειακού δικαίου. Η σπανιότητα των πολιτειακών νομικών κειμένων αρχίζει να αντιμετωπίζεται στα τέλη του 13ου – αρχές του 14ου μ.Χ. αιώνα με την έκδοση σχετικών συλλεκτικών έργων, όπως είναι η Μικρά Σύνοψις, το Αὐξημένον Πρόχειρον και η περίφημη Ἑξάβιβλος τοῦ Ἀρμενοπούλου, η οποία εκδίδεται το έτος 1345 από τον νομοφύλακα και καθολικό κριτή της Θεσσαλονίκης, Κωνσταντίνο Αρμενόπουλο, και περιλαμβάνει συστηματικά σε έξι βιβλία τους κανόνες του αστικού (ουσιαστικού και δικονομικού) και του ποινικού δικαίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ἑξάβιβλος τοῦ Ἀρμενοπούλου, όντας έκτοτε η πιο προσιτή νομική συλλογή, χρησιμοποιείται για την απονομή της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους αποτελεί, δυνάμει του περίφημου Διατάγματος της 23ης Φεβρουαρίου 1835, τον πρώτο ελληνικό Αστικό Κώδικα, βλ. αναλυτικότερα και Σπ. Τρωιανός, Ι. Βελισσαροπούλου – Καράκωστα, ό.π., Μέρος Τρίτο: Βυζαντινό Δίκαιο, ενότ. Ι, αριθ.1, §166-170, σελ.147-154 και ενότ. ΙΙ αριθ.1, §193-214, σελ.176-191.
[86] Σπ. Τρωιανός, Ι. Βελισσαροπούλου – Καράκωστα, ό.π., Μέρος Τρίτο: Βυζαντινό Δίκαιο, ενότ. V, αριθ.1, §242-249, σελ.213-219.
[87] Βλ. συνοπτικότερα και Κ.Ε. Μπέης – Κ.Φ. Καλαβρός – Σ.Γ. Σταματόπουλος, ό.π., Κεφάλαιο 5: Οι κυριότεροι σταθμοί της ελληνικής ιστορικής εξέλιξης των κανόνων λύσης των ιδιωτικών διαφορών, §5.5., σελ.75.
[88] Βλ. ανωτ. υποσημείωση [85].
[89] Το δικαστήριο αυτό ονομάστηκε έτσι, επειδή στεγαζόταν στον Σκεπαστό Ιππόδρομο, ένα οικοδόμημα στα δυτικά των ανακτόρων.
[90] Το δικαστήριο αυτό οφείλει την ονομασία του στη χρησιμοποίηση ενός παραπετάσματος (βήλου) για το διαχωρισμό της αίθουσας του δικαστηρίου από τους παράπλευρους χώρους ή για την κάλυψη των δικαστών κατά τη διάσκεψη για την έκδοση αποφάσεως.
[91] Αυτοί οι τοπικοί καθολικοί κριτές δεν αποκαλούνται κριτές των Ρωμαίων.
[92] Για την περίοδο αυτή βλ. και N. Pantazopoulos, ό.π., Μέρος ΙI: Aperçu de l’évolution historique du droit grec, ενότ.4, §1-5, σελ.257-263.
[93] Πρόκειται για αντίληψη, η οποία στηριζόταν στο χωρίο 6.1-8 της πρώτης Προς Κορινθίους Επιστολής του Αποστόλου Παύλου.
[94] Β. Οικονομίδης – Μ. Λιβαδάς, Πολιτική Δικονομία, ζ΄ έκδοση, Αθήναι 1924, Εισαγωγή, Κεφάλαιο Η΄: Ιστορικά σημειώματα, §10, στοιχ.Α΄, σελ.32.
[95] Σπ. Τρωιανός, Ι. Βελισσαροπούλου – Καράκωστα, ό.π., Μέρος Τέταρτο: Μεταβυζαντινό και Νεώτερο Δίκαιο, ενότ. Ι, αριθ.1, §252, σελ.235-237 και Glasson Em. – Tissier Al. – Morel R., Γ. Θ. Ράμμος, Σύστημα Πολιτικής Δικονομίας, Μετάφρασις εκ της γ΄ Γαλλικής εκδόσεως (1926-1932), μετά προσθηκών και προσαρμογής εις τα εν Ελλάδι κρατούντα, καθώς και σημειώσεων περί των εν τη ημεδαπή και αλλοδαπή επιστήμη και νομολογία διδασκομένων υπό Γ. Θ. Ράμμου, Αθήναι 1934, Τόμος Ι, §20α, σελ.61.
[96] Β. Οικονομίδης, Εγχειρίδιον της Πολιτικής Δικονομίας, γ΄ έκδοση ηυξημένη και διορθωμένη, Τυπογραφείον Α. Καναριώτου και Ζ. Γρυπάρη, Αθήναι 1870 , Εισαγωγή, Κεφάλαιο Η΄: Ιστορικά σημειώματα, §10, στοιχ.Α΄, σελ.24-26.
[97] Βλ. ανωτ. υποσημειώσεις [84]& [85] .
[98] Όπως Τό Νομικόν Πρόχειρον του Μιχαήλ Φωτεινόπουλου, Τό Συνταγμάτιον Νομικόν του Αλέξανδρου Υψηλάντη, Ὁ Πολιτικός Κώδιξ τῆς Μολδαβίας του Καλλιμάχη και Ὁ Βλαχικός Κώδιξ του Ιωάννη Καρατζά.
[99] Σπ. Τρωιανός, Ι. Βελισσαροπούλου – Καράκωστα, ό.π., Μέρος Τέταρτο: Μεταβυζαντινό και Νεώτερο Δίκαιο, ενότ. Ι, αριθ.2, §252, σελ.237 και Glasson Em. – Tissier Al. – Morel R., Γ. Θ. Ράμμος, ό.π., Τόμος Ι, §23α, σελ.76.
[100] Βλ. και ανωτ. υπό [§11] και υποσημείωση [93].
[101] Κ.Ε. Μπέης – Κ.Φ. Καλαβρός – Σ.Γ. Σταματόπουλος, ό.π., Κεφάλαιο 5: Οι κυριότεροι σταθμοί της ελληνικής ιστορικής εξέλιξης των κανόνων λύσης των ιδιωτικών διαφορών, §5.6., σελ.75-76.
[102] Κ. Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Έκδοση Β΄, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 1983, Τόμος Ι, Κεφάλαιο Ι: Γενικά, ενότ.10, υποενότ.Ι, σελ.42-43.
[103] Σπ. Τρωιανός, Ι. Βελισσαροπούλου – Καράκωστα, ό.π., Μέρος Τέταρτο: Μεταβυζαντινό και Νεώτερο Δίκαιο, ενότ. Ι, αριθ.1, §252, σελ.236.
[104] Τα τελευταία χρόνια προ της ελληνικής επαναστάσεως και στην αρχή αυτής το τοπικό εθιμικό δίκαιο υπερέχει του λεγόμενου ΄΄επίσημου δικαίου΄΄, αλλά δεν κατορθώνει λόγω των ιστορικών συνθηκών και της τουρκικής επικυριαρχίας να ενοποιηθεί και να κωδικοποιηθεί, συνιστώντας έτσι ένα ιδιότυπο case law, το οποίο μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό καταργείται είτε ρητά είτε σιωπηρά, βλ. και N. Pantazopoulos, ό.π., Μέρος ΙI: Aperçu de l’évolution historique du droit grec, ενότ.5, §1, σελ.263-264.
[105] Σπ. Τρωιανός, Ι. Βελισσαροπούλου – Καράκωστα, ό.π., Μέρος Τέταρτο: Μεταβυζαντινό και Νεώτερο Δίκαιο, ενότ. Ι, αριθ.2, §252, σελ.237.
[106] Για την απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης κατά το πρώτο έτος της ελληνικής επαναστάσεως, βλ. Ιάκ. Βισβίζης, Η πολιτική δικαιοσύνη κατά την ελληνικήν επανάστασιν μέχρι του Καποδιστρίου μετ’ ανεκδότων εγγράφων, Αθήναι 1941, Κεφάλαιον Δεύτερον:Πρώτον έτος της επαναστάσεως, §3, σελ.12-14.
[107] Ο μόνος κώδικας που υπάρχει σε ισχύ τη συγκεκριμένη περίοδο είναι ο γαλλικός Εμπορικός Κώδικας που έχει μεταφραστεί στα ελληνικά λίγο μετά την έκδοσή του και εφαρμόζεται από τους Έλληνες εμπόρους στις μεταξύ τους σχέσεις.
[108] Σπ. Τρωιανός, Ι. Βελισσαροπούλου – Καράκωστα, ό.π., Μέρος Τέταρτο: Μεταβυζαντινό και Νεώτερο Δίκαιο, ενότ. ΙΙ, αριθ.1, §253-257, σελ.238-240.
[109] Πράγμα που εξηγείται ιστορικά από μόνο το γεγονός ότι οι επαναστατικές αυτές Εθνοσυνελεύσεις βρίσκονταν υπό την ισχυρή επιρροή του κλήρου και των Φαναριωτών, οι οποίοι εκείνη την εποχή ήταν οι κατ’ εξοχήν θεματοφύλακες της βυζαντινής παραδόσεως στον ελληνικό χώρο. Η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, όμως, εκφράζει παράλληλα την ευχή οι Κώδικες που μέλλουν να συνταχθούν να λάβουν ως βάση κυρίως τη γαλλική νομοθεσία. Ωστόσο, ούτε η επιβολή του βυζαντινού δικαίου ούτε η αντιγραφή του γαλλικού προτύπου ανταποκρίνονται ρεαλιστικά στις νομικές ανάγκες του ελληνικού λαού τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, βλ και N. Pantazopoulos, ό.π., Μέρος ΙI: Aperçu de l’évolution historique du droit grec, ενότ.5, §2Α, σελ.265-266.
[110] Αστ. Κ. Γεωργιάδης, Εισαγωγή και θεμελιώδεις έννοιες αστικού δικονομικού δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1997, Εισαγωγή, §1, ενότ.ΙΙΙ, υποενότ.1, σελ.11-12.
[111] Glasson Em. – Tissier Al. – Morel R., Γ. Θ. Ράμμος, ό.π., Τόμος Ι, §20β, σελ.61-62 και §24α, σελ.78 / Β. Οικονομίδης, ό.π., Εισαγωγή, Κεφάλαιο Η΄: Ιστορικά σημειώματα, §10, στοιχ.Βα΄, σελ.26 και Β. Οικονομίδης – Μ. Λιβαδάς, ό.π., Εισαγωγή, Κεφάλαιο Η΄: Ιστορικά σημειώματα, §10, στοιχ.Βα΄, σελ.33-34.
[112] Κ.Ε. Μπέης – Κ.Φ. Καλαβρός – Σ.Γ. Σταματόπουλος, ό.π., Κεφάλαιο 5: Οι κυριότεροι σταθμοί της ελληνικής ιστορικής εξέλιξης των κανόνων λύσης των ιδιωτικών διαφορών, §5.7., σελ.76.
[113] N. Pantazopoulos, ό.π., Μέρος ΙI: Aperçu de l’évolution historique du droit grec, ενότ.5, §2Β, σελ.266 και Αστ. Κ. Γεωργιάδης, ό.π., Εισαγωγή, §1, ενότ.ΙΙΙ, υποενότ.1, σελ.12.
[114] Σπ. Τρωιανός, Ι. Βελισσαροπούλου – Καράκωστα, ό.π., Μέρος Τέταρτο: Μεταβυζαντινό και Νεώτερο Δίκαιο, ενότ. ΙΙ, αριθ.1, §258, σελ.240-241.
[115] Glasson Em. – Tissier Al. – Morel R., Γ. Θ. Ράμμος, ό.π., Τόμος Ι, §20β, σελ.62-63 / Β. Οικονομίδης, ό.π., Εισαγωγή, Κεφάλαιο Η΄: Ιστορικά σημειώματα, §10, στοιχ.Ββ΄, σελ.27 και Β. Οικονομίδης – Μ. Λιβαδάς, ό.π., Εισαγωγή, Κεφάλαιο Η΄: Ιστορικά σημειώματα, §10, στοιχ.Ββ΄, σελ.34.
[116] Το δίστηλο (ή κολωνάτο) είναι παλαιό ασημένιο ισπανικό νόμισμα που πήρε την ονομασία του από την απεικόνιση στη μία του όψη των Ηρακλείων στηλών (των σημερινών στενών του Γιβραλτάρ).
[117] Με το Ψήφισμα της 13ης Απριλίου 1828 η Πελοπόννησος διαιρείται σε επτά [7] τμήματα και τα νησιά σε έξι [6].
[118] Η διπλή αναφορά των ημερομηνιών οφείλεται στη διαφορά των δώδεκα [12] ημερών (η οποία κατά τον 20ο αιώνα αυξήθηκε σε δεκατρείς [13]ημέρες) μεταξύ του παλαιού Ιουλιανού και του νέου Γρηγοριανού ημερολογίου, το οποίο εισήχθη στην Ελλάδα με το Ν.Δ. της 18ης Ιανουαρίου 1924 ΄΄Περί του νέου Πολιτικού Ημερολογίου΄΄ δυνάμει του οποίου η 16η Μαρτίου 1923 έγινε 1η Μαρτίου 1923. Όπως γίνεται αντιληπτό, ο πρώτος μικρότερος αριθμός αντιστοιχεί στην αρίθμηση του ισχύοντος σήμερα Γρηγοριανού ημερολογίου και ο δεύτερος μεγαλύτερος στην αρίθμηση του τότε ισχύοντος παλαιού Ιουλιανού, βλ και Ιωαν. Μουσούρης, Η ιστορία της ελληνικής δικαιοσύνης, Ιστορική ανασκόπησις της εξελίξεως της ελληνικής δικαιοσύνης από των πρώτων του υπέρ της εθνικής ανεξαρτησίας αγώνος ετών μέχρι σήμερον, τύποις Αγγ. Αθ. Κλεισιούνη, Αθήναι 1940, Βιβλίο 10ο: Η δικαιοσύνη επί βασιλείας Αλεξάνδρου, Κεφάλαιο Γ΄: Αστικοί νόμοι και πολιτική δικονομία, ενότ.ΙΙ, σελ.175.
[119] Glasson Em. – Tissier Al. – Morel R., Γ. Θ. Ράμμος, ό.π., Τόμος Ι, §24α, σελ.78.
[120] Για την αρνητική κρίση του καποδιστριακού συστήματος βλ. και Β. Οικονομίδης, ό.π., Εισαγωγή, Κεφάλαιο Η΄: Ιστορικά σημειώματα, §10, στοιχ.Βγ΄, σελ.26-28 και Β. Οικονομίδης – Μ. Λιβαδάς, ό.π., Εισαγωγή, Κεφάλαιο Η΄: Ιστορικά σημειώματα, §10, σελ. 10, στοιχ.Βγ΄, σελ.34-35.
[121] Κ.Ε. Μπέης – Κ.Φ. Καλαβρός – Σ.Γ. Σταματόπουλος, ό.π., Κεφάλαιο 5: Οι κυριότεροι σταθμοί της ελληνικής ιστορικής εξέλιξης των κανόνων λύσης των ιδιωτικών διαφορών, §5.8., σελ.76-77.
[122] Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια οι Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία), παράλληλα με τον οριστικό καθορισμό των πρώτων συνόρων του ελληνικού κράτους, σπεύδουν να διαμορφώσουν και να καλύψουν το ελληνικό πολιτειακό κενό προς το συμφέρον τους. Με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 1ης Φεβρουαρίου/7ης Μαρτίου 1832 ΄΄εκλέγουν΄΄ τον Όθωνα, δευτερότοκο υιό του βασιλέα της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α΄, βασιλέα της Ελλάδος, ο οποίος τότε είναι, όμως, μόλις δεκαεφτά ετών. Προς αντιμετώπιση της ανηλικότητας του νέου βασιλέα, συμφωνείται με τη Συνθήκη του Λονδίνου της 25ης Απριλίου 1832, η μέχρι την ενηλικίωσή του άσκηση των βασιλικών καθηκόντων από τριμελή αντιβασιλεία, τα μέλη της οποίας θα τα επέλεγε ο ίδιος Λουδοβίκος ο Α΄. Ο Όθωνας αναχωρεί στις 24 Νοεμβρίου 1832 από το Μόναχο με αγγλικό πλοίο και φθάνει στις 18 Ιανουαρίου 1833 μαζί με απόσπασμα βαυαρικού στρατού στην πόλη του Ναυπλίου, πρωτεύουσα τότε του ελληνικού κράτους. Λίγο πριν την ενηλικίωσή του, το μήνα Δεκέμβριο του έτους 1834, η πρωτεύουσα της Ελλάδας μεταφέρεται στην Αθήνα, προκειμένου ο ενήλικος Όθωνας να αναλάβει συμβολικά στο λίκνο της δημοκρατίας τη μοναρχική διακυβέρνηση της χώρας.
[123] Ο Μάουρερ μένει στην Ελλάδα από τις 2 Φεβρουαρίου 1833 μέχρι τις 31 Ιουλίου 1834, διότι, κατόπιν συνεχών διαβημάτων της αγγλικής κυβερνήσεως, ο αγγλόφιλος πρόεδρος Άρμανσμπεργκ τον παύει από μέλος της αντιβασιλείας ένα έτος περίπου προ της ενηλικιώσεως του βασιλέα Όθωνα.
[124] Είναι γεγονός ότι, παρά την απολυταρχική διακυβέρνηση του κράτους, η Αντιβασιλεία θέτει τους ακρογωνιαίους λίθους της οργανώσεως του νεοσύστατου ελληνικού κράτους· συστήνει την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οργανώνει τα Υπουργεία και το Υπουργικό Συμβούλιο, θεσπίζει την ανεξαρτησία της εκκλησίας, διαιρεί διοικητικά το κράτος σε νομούς και επαρχίες, εισάγει νόμους περί της αστυνομίας του τύπου και περί δημοτικής αστυνομίας, καθώς και νόμους οικονομικούς και ελεγκτικούς, θεσπίζει αγορανομικές διατάξεις και θέτει τις βάσεις του τακτικού στρατού και της χωροφυλακής.
[125] Σπ. Τρωιανός, Ι. Βελισσαροπούλου – Καράκωστα, ό.π., Μέρος Τέταρτο: Μεταβυζαντινό και Νεώτερο Δίκαιο, ενότ. ΙΙ, αριθ.2, §261-263, σελ.242-245.
[126] Βλ. ανωτ. υπό [§14].
[127] Β. Οικονομίδης, ό.π., Εισαγωγή, Κεφάλαιο Η΄: Ιστορικά σημειώματα, §10, στοιχ.Γ΄, σελ.28.
[128] Την ίδια ημέρα που τίθενται σε ισχύ ο Κώδικας Οργανισμού των Δικαστηρίων και Συμβολαιογραφείων και ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας του Μάουρερ, ήτοι στις 1/13 Ιανουαρίου 1825, εκδίδεται διάταγμα με το οποίο καταργούνται τα τρία αυτά δικαστήρια από την 25η Ιανουαρίου ιδίου έτους, βλ. και Ιωαν. Μουσούρης, ό.π., Βιβλίο 5ο: Απόλυτος μοναρχία του Όθωνος, Κεφάλαιο Β΄: Η δικαστική νομοθεσία του Μάουρερ, ενότ.ΙV, σελ.70.
[129] Glasson Em. – Tissier Al. – Morel R., Γ. Θ. Ράμμος, ό.π., Τόμος Ι, §20β, σελ.63 και Β. Οικονομίδης – Μ. Λιβαδάς, ό.π., Εισαγωγή, Κεφάλαιο Η΄: Ιστορικά σημειώματα, §10, σελ. 10, στοιχ.Γ΄, σελ.35.
[130] Με το άρθρο 2 του νόμου αυτού καταργούνται όλοι οι προϋπάρχοντες νόμοι, τα διατάγματα και τα έθιμα που αντιβαίνουν στις νέες διατάξεις.
[131] Glasson Em. – Tissier Al. – Morel R., Γ. Θ. Ράμμος, ό.π., Τόμος Ι, §20γ, σελ.63.
[132] Την εποχή που τίθεται σε ισχύ ο Οργανισμός των Δικαστηρίων του Μάουρερ η ελληνική επικράτεια διαιρείται με το Διάταγμα της 3-5.4.1833 σε σαράντα επτά επαρχίες και σε δέκα νομούς.
[133] Κ. Κεραμεύς, ό.π., Τόμος Ι, Κεφάλαιο ΙΙ: Οργανισμός των δικαστηρίων, ενότ.18, σελ.74.
[134] Γ. Φέδερ, Αι περί Πολιτικής Δικονομίας παραδόσεις, Τόμος Ι, εκ της τυπογραφίας Νικολάου Αγγελίδου, Αθήνα 1847, Μέρος Πρώτον, Κεφάλαιο Δεύτερον: Περί της διαιρέσεως των ελληνικών δικαστηρίων και της πειθαρχικής εξουσίας, ενότ.Α΄, §10, σελ.108-115 και Β. Οικονομίδης, ό.π., Βιβλίον Πρώτον: Γενικόν Μέρος, Τμήμα πρώτον, Κεφάλαιο Δεύτερον, ενότ.α΄, §23, σελ.75-79.
[135] Εκτός από τον Οργανισμό των Δικαστηρίων και Συμβολαιογραφείων (Διάταγμα 21ης Ιανουαρίου / 2ας Φεβρουαρίου 1834) και τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Διάταγμα 2/14 Απριλίου 1834), ο Μάουρερ θεσπίζει τον Ποινικό Νόμο (Διάταγμα 18/30 Δεκεμβρίου 1833) και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Διάταγμα 10/22 Μαρτίου 1834). Αντιθέτως, δεν ασχολείται με το δύσκολο έργο της συντάξεως Αστικού Κώδικα. Λίγους μήνες μετά την απομάκρυνση του από μέλος της αντιβασιλείας εκδίδεται το περιβόητο Διάταγμα της 23ης Φεβρουαρίου / 7ης Μαρτίου 1835 το οποίο ορίζει ότι μέχρι της συντάξεως και θέσεως σε ισχύ αστικού κώδικα ισχύουν «οἱ πολιτικοί νόμοι τῶν Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων οἱ περιεχόμενοι εἰς τήν Ἑξάβιβλον τοῦ Ἀρμενοπούλου [...] τά ἔθιμα ὅμως ὑπερισχύουν [...] ὅπου ἐπεκράτησαν». Η διατύπωση αυτή προκάλεσε συζητήσεις επί συζητήσεων για το αν τελικά αποτελούσαν ισχύον δίκαιο όλοι οι βυζαντινοί νόμοι ή μόνο αυτοί που είχαν συμπεριληφθεί στην Ἑξάβιβλον τοῦ Ἀρμενοπούλου με τελική επικράτηση σε θεωρία και νομολογία των εσφαλμένων, από νομικής ερμηνευτικής απόψεως, Πανδεκτιστικών αντιλήψεων, γεγονός που άνοιξε διάπλατα τη θύρα της εισόδου νομικών στοιχείων της γερμανικής αστικής θεωρίας στην Ελλάδα, βλ. Σπ. Τρωιανός, Ι. Βελισσαροπούλου – Καράκωστα, ό.π., Μέρος Τέταρτο: Μεταβυζαντινό και Νεώτερο Δίκαιο, ενότ. ΙΙ, αριθ.2, §263-265, σελ.244-247 και N. Pantazopoulos, ό.π., Μέρος ΙI: Aperçu de l’évolution historique du droit grec, ενότ.5, §2C, σελ.267-270.
[136] Και ο Κώδικας οργανισμού των Δικαστηρίων και Συμβολαιογραφείων και ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας αποδόθηκαν πιο επιτυχημένα στην ελληνική από τον Φαναριώτη Κωνσταντίνο Δ. Σχινά, υπουργό, καθηγητή, πρώτο Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών και συζύγου της κόρης του διάσημου Γερμανού νομοδιδασκάλου Friedrich Karl von Savigny (1779 – 1864).
[137] Η δημοσίευση τόσο του Κώδικα Οργανισμού των Δικαστηρίων και Συμβολαιογραφείων όσο και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας στις δύο αυτές γλώσσες προκάλεσε το ερώτημα για το αν τα δύο αυτά κείμενα είχαν την ίδια τυπική ισχύ ή αν το ένα υπερίσχυε του άλλου. Ορθότερη κρίνεται η άποψη που είχε εκφράσει ο Ράμμος κατά την οποία αφού κανένα εκ των δύο κειμένων δεν ορίστηκε ως επίσημο, τότε και τα δύο είχαν την ίδια τυπική ισχύ, αλλά σε περίπτωση ασυμφωνίας τους έπρεπε να υπερισχύει το γερμανικό αφενός γιατί αυτό ήταν το πρωτότυπο (βλ. Glasson Em. – Tissier Al. – Morel R., Γ. Θ. Ράμμος, ό.π., Τόμος Ι, §25α, σελ.85) και αφετέρου γιατί αυτό περιελάμβανε την άμεση βούληση του συντάκτη των ανωτέρω δύο Κωδίκων, διότι ο Maurer διατύπωσε κατά πρώτο λόγο τη βούλησή του στη μητρική του γλώσσα (βλ. Γ.Θ. Ράμμος, ό.π. 1955, Τόμος Πρώτος, Τεύχος Α΄, Μέρος Πρώτον: Εισαγωγή, Κεφάλαιον Όγδοον, §8, στοιχ.ΙΙ, σελ.13).
[138] Βλ. ανωτ. υπό [§17] και υποσημείωση [131].
[139] Ο Μάουρερ δικαιολόγησε τη μεγάλη έκταση του Κώδικα, λέγοντας ότι έπρεπε να περιληφθούν σε αυτόν και διατάξεις αστικού δικαίου, προκειμένου να καταστεί δυνατή η λειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων, βλ. Αστ. Κ. Γεωργιάδης, ό.π., Εισαγωγή, §1, ενότ.ΙΙΙ, υποενότ.2, σελ.13.
[140] Γ. Φέδερ, ό.π., Εισαγωγή, Τμήμα Δεύτερον, Κεφάλαιο V: Περί των πηγών του διαδικαστικού δικαίου και των περί αυτό φιλολογικών βοηθημάτων, ενότ.Α΄, §2, σελ.28,31, Glasson Em. – Tissier Al. – Morel R., Γ. Θ. Ράμμος, ό.π., Τόμος Ι, §25α, σελ.85 / Γ.Θ. Ράμμος, ό.π. 1955, Τόμος Πρώτος, Τεύχος Α΄, Μέρος Πρώτον: Εισαγωγή, Κεφάλαιον Όγδοον, §8, στοιχ.ΙΙΓ, σελ.13, Κ. Κεραμεύς, ό.π., Τόμος Ι, Κεφάλαιο Ι: Γενικά, ενότ.10, υποενότ.Ι, σελ.42, και Αστ. Κ. Γεωργιάδης, ό.π., Εισαγωγή, §1, ενότ.ΙΙΙ, υποενότ.2, σελ.13.
[141] άρθ.551 ΚΠολΔ1835.
[142] άρθ.565 επ. ΚΠολΔ1835.
[143] άρθ.580-581 ΚΠολΔ1835.
[144] άρθ.586 ΚΠολΔ1835.
[145] άρθ.583 ΚΠολΔ1835.
[146] άρθ.181 §2 ΚΠολΔ1835.
[147] άρθ.812 §3 ΚΠολΔ1835.
[148] άρθ.307 ΚΠολΔ1835.
[149] Κ.Ε. Μπέης – Κ.Φ. Καλαβρός – Σ.Γ. Σταματόπουλος, ό.π., Κεφάλαιο 5: Οι κυριότεροι σταθμοί της ελληνικής ιστορικής εξέλιξης των κανόνων λύσης των ιδιωτικών διαφορών, §5.9., σελ.77-78.
[150] Στα 133 χρόνια που ίσχυσε η Πολιτική Δικονομία του Μάουρερ τροποποιήθηκε συνολικά με 106 νομοθετήματα, βλ. και Αστ. Κ. Γεωργιάδης, ό.π., Εισαγωγή, §1, ενότ.ΙΙΙ, υποενότ.2, σελ.13.
[151] Για μια αναλυτική παράθεση των νομοθετικών κειμένων που τροποποίησαν των προϊσχύοντα Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας του 1835 από την 24η Απριλίου 1836 μέχρι τη 12η Μαΐου 1930 βλ. Glasson Em. – Tissier Al. – Morel R., Γ. Θ. Ράμμος, ό.π., Τόμος Ι, §25α, σελ.85-87.
[152] Π. Κατράλης, Προβλήματα της Δικαιοσύνης, ΕλλΔνη1982.98-101 και Κ. Κεραμεύς, ό.π., Τόμος Ι, Κεφάλαιο ΙΙ: Οργανισμός των δικαστηρίων, ενότ.13, σελ.59-60 και ενότ.18-19, σελ.73-83.
[153] Οι οποίοι με τον ίδιο νόμο από άμισθοι καθίστανται έμμισθοι δημόσιοι λειτουργοί.
[154] Ν.ΑΝΕ΄/1882, Ν.ΓΥΝΣΤ΄/1909, Ν.ΓΦΞΒ΄/1910, Ν.296/1914, Ν.6415/1934, Ν.3520/1956, Ν.4126/1960, Ν.Δ.100/13-21.2.1969, Ν.196/1975, Π.Δ.535/1976, Ν.949/1979, Π.Δ.79/1980, Π.Δ.109/1980, Ν.1071/1980, Ν.1183/1981, Π.Δ.936/1981, Π.Δ.111/1981 κ.ά.
[155] Με την ίδρυση του Πρωτοδικείου Αιγίου με το Ν.1183/1981.
[156] Το έτος 1835 ιδρύονται τα Εφετεία (1) Αθηνών και (2) Ναυπλίου, το έτος 1861 ιδρύεται το Εφετείο (3) Πατρών, το έτος 1882 ιδρύονται τα Εφετεία (4) Κερκύρας και (5) Λαρίσης, το έτος 1914 ιδρύονται τα Εφετεία (6) Θεσσαλονίκης, (7) Αιγαίου και (8) Κρήτης, το έτος 1923 ιδρύεται το Εφετείο (9) Θράκης, το έτος 1942 ιδρύεται το Εφετείο (10) Ιωαννίνων, το έτος 1947 ιδρύεται το Εφετείο (11) Δωδεκανήσου και το έτος 1977 ιδρύεται το Εφετείο (12) Πειραιώς.
[157] Τα χρηματιστηριακά δικαστήρια ιδρύονται με το Ν.3632/1928. Τα πρωτοβάθμια δικάζουν διαφορές μεταξύ α) επίσημων χρηματιστών, β) επίσημων μεσιτών του Χρηματιστηρίου και γ) χρηματιστών και μεσιτών που προκύπτουν από τις χρηματιστηριακές συναλλαγές και τα δευτεροβάθμια α) τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των πρωτοβαθμίων και β) τις διαφορές που προκύπτουν από χρηματιστηριακές συναλλαγές μεταξύ χρηματιστών ή μεσιτών και ιδιωτών, βλ. και Γ.Θ. Ράμμος, ό.π. 1955, Τόμος Πρώτος, Τεύχος Α΄, Μέρος Τρίτον: Πολιτική Δικονομία υπό στενήν έννοιαν, η απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης, Κεφάλαιο Όγδοον, Τίτλος Τρίτος, §50, στοιχ.Ι-ΙΙ, σελ.100 και Κ. Κεραμεύς, ό.π., Τόμος Ι, Κεφάλαιο ΙΙ: Οργανισμός των δικαστηρίων, ενότ.19, υποενότ.Ι, σελ.80.
[158] Με τις αναγκαστικές διαιτησίες του εμπορικού δικαίου ο ενάγων μπορούσε, δυνάμει των άρθρων 51-63 ΕμπΝ και 108-110 ΚΠολΔ1835, να οδηγήσει την υπόθεση σε διαιτητικό δικαστήριο συγκείμενο από ιδιώτες, χωρίς να έχει μεσολαβήσει συμφωνία περί υπαγωγής της διαφοράς στη διαιτησία με τον εναγόμενο, βλ και Κ. Κεραμεύς, ό.π., Τόμος Ι, Κεφάλαιο ΙΙ: Οργανισμός των δικαστηρίων, ενότ.19, υποενότ.Ι, σελ.80.
[159] Για τις τροποποιήσεις αυτές βλ. αναλυτικά Π. Κατράλης, Προβλήματα της Δικαιοσύνης, ΕλλΔνη1982.98-127.
[160] Για τις πηγές του κρητικού αστικού δικονομικού δικαίου βλ. Θ. Ανδρεάδης, Κρητική Πολιτική Δικονομία μετ’ εισαγωγής και κατ’ άρθρον σχολίων, εκ του τυπογραφείο Νικ. Αλικιώτη, Ηράκλειον 1934, Εισαγωγή, ενότ.Α΄: Ιστορική ανασκόπησις της κρητικής δικαστικής νομοθεσίας, σελ.ια΄ - κα΄, Τεύχος Α΄, Γ.Θ. Ράμμος, ό.π. 1955, Τόμος Πρώτος, Τεύχος Α΄, Μέρος Πρώτον: Εισαγωγή, Κεφάλαιο Όγδοον, §8, στοιχ.VΙΙ, σελ.16.
[161] Η πρώτη αυτή Συντακτική Επιτροπή συγκροτείται με πρωτοβουλία του τότε Υπουργού Δικαιοσύνης Ν. Δημητρακόπουλου για τη σύνταξη νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και Οργανισμού των Δικαστηρίων και αποτελείται από τον τότε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ματθαίο Χατζάκο, και τους καθηγητές, Ιωάννη Σημαντήρα και Κωνσταντίνο Βασιλείου. Η σύνθεση της επιτροπής αυτής αλλάζει το έτος 1916 λόγω του θανάτου του Ιωάννη Σημαντήρα και συμπληρώνεται από τους Εφέτες τότε, Μιλτιάδη Αγαθόνικο και Ηρακλή Κυριακόπουλο. Το έργο της εν λόγω επιτροπής, η οποία πρόλαβε να περατώσει σημαντικά τμήματα ενός Σχεδίου νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως αυτά περί της διαδικασίας και των ενδίκων μέσων, όχι, όμως, και αυτά περί της δικαιοδοσίας, αρμοδιότητας και αναγκαστικής εκτελέσεως, επηρεάστηκε κυρίως από τον γερμανικό Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας του έτους 1877, καθώς και από τον αντίστοιχο αυστριακό Κώδικα και τον αυστριακό νόμο περί δικαιοδοσιών.
[162] Επί κυβερνήσεως Π. Τσαλδάρη εκδίδεται ο Ν.5741/1934 ο οποίος προβλέπει αφενός τη σύσταση πενταμελούς επιτροπής προς σύνταξη νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, καθώς και νόμου σχετικού προς την οργάνωση των δικαστηρίων και του συναφούς Εισαγωγικού Νόμου και αφετέρου τη σύσταση δεκαμελούς σναθεωρητικής επιτροπή. Η δεύτερη αυτή πενταμελής Συντακτική Επιτροπή αποτελείται από τον τότε Αντεισαγγελέα και μετέπειτα Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Λ. Γιδόπουλο, ως πρόεδρο, τους δικηγόρους, Χρ. Πράτσικα (ο οποίος μετέπειτα αναγορεύεται καθηγητής του πανεπιστημίου Αθηνών), Π. Αγγελετόπουλο και Γ. Οικονομόπουλο. Κατά καιρούς συμμετέχουν στη σύνθεση της επιτροπής αυτής ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Ιωάν. Σακκέτας, οι καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γ. Ράμμος και Εμ. Μιχελάκης και οι τότε Διευθυντές του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Δ. Καλοδούκας (μετέπειτα αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας) και Θ. Μιχαηλίδης.
[163] Η Αναθεωρητική αυτή Επιτροπή έχει περίπου ίδια σύνθεση με τη Συντακτική. Συγκεκριμένα, έχει ως πρόεδρο τον Ιωάν. Σακκέτα και ως μέλη τους καθηγητές, Γ. Ράμμο, Χ. Φραγκίστα, Εμ. Μιχελάκη, Γ. Μητσόπουλο, τους δικηγόρους, Αλ. Βαμβέτσο, Γ. Οικονομόπουλο, Θ. Λιβαθηνό και τον Διευθυντή του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Θ. Μιχαηλίδη.
[164] Από την ημερομηνία αυτή καταργείται με το άρθρο 1 ΕισΝΚΠολΔ1968 ο ΚΠολΔ1835, βλ. και στ. Κ. Γεωργιάδης, ό.π., Εισαγωγή, §1, ενότ.ΙΙΙ, υποενότ.2, σελ.13.
[165] Γ.Θ. Ράμμος, ό.π. 1955, Τόμος Πρώτος, Τεύχος Α΄, Μέρος Πρώτον: Εισαγωγή, Κεφάλαιον Ένατον, §9, στοιχ.Ι-ΙΙΙ, σελ.16-18, Γ. Μητσόπουλος, Πολιτική Δικονομία, Τυπογραφικαί εργασίαι Π. Κλεισιούνης Ο.Ε. (Νεοφ. Μεταξά 29), Αθήναι 1972, Τεύχος Α΄, Εισαγωγή, §10, ενότ.1-3, σελ.46-48, Κ. Κεραμεύς, ό.π., Τόμος Ι, Κεφάλαιο Ι: Γενικά, ενότ.10, υποενότ.ΙΙ-ΙΙΙ, σελ.43-46 και Αστ. Κ. Γεωργιάδης, ό.π., Εισαγωγή, §1, ενότ.ΙΙΙ, υποενότ.3, σελ.13-14.
[166] άρθ.106 ΚΠολΔ1968.
[167] άρθ.107, 231, 232 και 235 ΚΠολΔ1968.
[168] άρθ.116 §2 και 241 επ. ΚΠολΔ1968.
[169] άρθ.238-239 και 296-297 ΚΠολΔ1968.
[170] άρθ.13, 14 §2, 16 και 17 ΚΠολΔ.
[171] Κ. Κεραμεύς, ό.π., Τόμος Ι, Κεφάλαιο Ι: Γενικά, ενότ.10, υποενότ.ΙV, σελ.46 και Κ.Ε. Μπέης – Κ.Φ. Καλαβρός – Σ.Γ. Σταματόπουλος, ό.π., Κεφάλαιο 5: Οι κυριότεροι σταθμοί της ελληνικής ιστορικής εξέλιξης των κανόνων λύσης των ιδιωτικών διαφορών, §5.10., σελ.79.
[172] Για την ανασταλτική δράση των παραγόντων αυτών στην εφαρμογή των νέων ρυθμίσεων βλ. Γ. Θ. Ράμμος, Η νέα δικονομική μεταρρύθμισις, Δ.2(1971).609-612 και Αστ. Κ. Γεωργιάδης, ό.π., Εισαγωγή, §1, ενότ.ΙΙΙ, υποενότ.3, σελ.14-15.
[173] Η επιτροπή αυτή συγκροτείται από τον τότε Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Λ. Κανελλάκο, τους καθηγητές, Χ. Φραγκίστα και Γ. Μητσόπουλο, τον τότε εφέτη, Π. Πετρόχειλο, και το δικηγόρο, Π. Στυμφαλιάδη.
[174] Το αρχικό κείμενο του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας του έτους 1968 έχει εν τω μεταξύ τροποποιηθεί ελαφρά με τον Α.Ν.545/1968, ο οποίος επιφέρει κυρίως γραφικές και αριθμητικές διορθώσεις, το Ν.Δ.5/1968, το Ν.Δ.292/1969, το Ν.Δ.386/1969, το οποίο τροποποίησε το άρθρο 500ΚΠολΔ1968, το Ν.Δ.671/1970, το Β.Δ.338/1970 περί επιδόσεως πολιτικών δικογράφων δια του ταχυδρομείου και το Β.Δ.375/1970 περί εκτελέσεως των διατάξεων του άρθ.1778 ΑΚ και των άρθ.808 και 809 ΚΠολΔ για τη δημοσίευση των διαθηκών.
[175] Για την κριτική που ασκήθηκε στη νέα δικονομική μεταρρύθμιση που επήλθε με το Ν.Δ.958/1971 βλ. Γ. Θ. Ράμμος, Η νέα δικονομική μεταρρύθμισις, Δ.2(1971).612-642, Γ. Μητσόπουλος, ό.π., Τεύχος Α΄, Εισαγωγή, §10, ενότ.4-6, σελ.48-55 και Γ.Θ. Ράμμος, Εγχειρίδιον Αστικού Δικονομικού Δικαίου, Εκδοτικός Οίκος Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήναι 1978, Τόμος Πρώτος, Κεφάλαιον Τέταρτον, Μέρος Έκτον: Επίμετρον – Το σύστημα και αι κατευθυντήριοι γραμμαί του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας επί συγχρόνων βασικών προβλημάτων. (α), Κεφάλαιον 1-4, σελ.641-660.
[176] Κ.Ε. Μπέης – Κ.Φ. Καλαβρός – Σ.Γ. Σταματόπουλος, ό.π., Κεφάλαιο 5: Οι κυριότεροι σταθμοί της ελληνικής ιστορικής εξέλιξης των κανόνων λύσης των ιδιωτικών διαφορών, §5.11., σελ.79.
[177] Όπως αυτές που εισάγονται με το Β.Δ.657/1971, που κωδικοποίησε σε ενιαία αρίθμηση άρθρων το αρχικό κείμενο του κώδικα του έτους 1968 με τις ριζικές τροποποιήσεις του έτους 1971, το Ν.Δ.490/1974, το Ν.Δ.8/1974, το Ν.702/1977, που κατάργησε σιωπηρά το άρθ.16 αριθ.6 ΚΠολΔ περί εξαιρετικής υλικής αρμοδιότητας του Μονομελούς Πρωτοδικείου σε διαφορές μεταξύ φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως και ασφαλισμένων, το Ν.603/1977, το Ν.702/1977, το Ν.733/1977 που τροποποίησε τα άρθρα 16, 270, 650, 671 ΚΠολΔ1971 και 64 ΕισΝΚΠολΔ1971 και εισήγαγε τις ειδικές διαδικασίες των αυτοκινητικών διαφορών και των διαφορών διατροφής και επιμέλειας τέκνου (άρθ.681Α και 681Β ΚΠολΔ, αντίστοιχα), το Ν.1250/1982 για την καθιέρωση του πολιτικού γάμου, που κατάργησε τα άρθρα 593-597 ΚΠολΔ1971 για την προσπάθεια συνδιαλλαγής των συζύγων προ της ασκήσεως αγωγής διαζυγίου, το Ν.1478/1984, το Ν.1545/1984, το Ν.1649/1986, το Ν.1653/1986, το Ν.1682.1987, το Ν.1711/1987, το Ν.1738/1987, το Π.Δ.278/1987, το Ν.1756/1988, το Ν.1816/1988, το Ν.1868/1989, το Ν.1941/1991, το Ν.2145/1993, το Ν.2172/1993, το Ν.2207/1994, τοΝ.2225/1994, το Ν.2298/1995, το Ν.2328/1995, το Ν.2331/1995, το Ν.2479/1997 και το Ν.2521/1997.
[178] Όπως αυτές των άρθρων 16 αριθ.10, 17 αριθ.1, 592Ι, 598, 612Ι, 614Ι, 615, 618, 618, 620, 681Β, 28Ι, 729ΙΙ, 735, 796, 797, 982ΙΙ και προσέθεσε το άρθρο 681Γ.
[179] Σε περίπτωση νοηματικής διαστάσεως μεταξύ του κειμένου της καθαρεύουσας και του κειμένου της δημοτικής επικρατεί το πρώτο ως πρωτότυπο, διότι σε αυτό εκφράσθηκε η αυθεντική βούληση του νομοθέτη.
[180] Κ. Κεραμεύς, ό.π., Τόμος Ι, Κεφάλαιο Ι: Γενικά, ενότ.10, υποενότ.ΙV, σελ.46-48 και Κ.Ε. Μπέης – Κ.Φ. Καλαβρός – Σ.Γ. Σταματόπουλος, ό.π., Κεφάλαιο 5: Οι κυριότεροι σταθμοί της ελληνικής ιστορικής εξέλιξης των κανόνων λύσης των ιδιωτικών διαφορών, §5.11., σελ.79-80.
[181] Με τα άρθρα 32-46. Ν.2447/1996 τροποποιήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 63, 399, 598, 614 §1 περ.ε΄, 619§1, 681Γ, 740, 796, 797, 800, 950 §1 και 1048 ΚΠολΔ, προστέθηκε η διάταξη του άρθρου 614 §4 ΚΠολΔ και καταργήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 126 §1 περ.γ΄, 799, 801, 802, 803 και 804 (στη θέση των τεσσάρων τελευταίων καταργηθέντων άρθρων εισήχθησαν νέες διατάξεις με διαφορετικό περιεχόμενο).
[182] Με το άρθρο 5 του Ν.3089/2002 τροποποιήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 614 §1, 615 §1, 619 ΚΠολΔ και με το άρθρο 6 ιδίου Νόμου προστέθηκε στη θέση του άρθρου 799 ΚΠολΔ, το οποίο καταργήθηκε με το άρθρο 42 Ν.2447/1996, νέο ταυτάριθμο άρθρο.
[183] Με τα άρθρα 1-23 του Ν.2915/2001 τροποποιήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 14 §1 περ.β΄, 115 §2, 178 §1, 179, 214Α §3, 224, 226 §§2-4, 229, 237 §§1&3, 241, 254, 268 §§4-6, 269, 270, 271, 339, 370 §3, 375, 393 §§1-2, 407, 408 §§1-3, 409 §3, 410, 498 §2, 510, 520 §2, 523 §2, 524, 528, 529 §1, 535 §1, 548, 559 αρ.10, 571, 575 §1 εδ.β΄, 585 2, 589, 591 §1, 599 §1, 603, 630 Α, 660 §2, 662Δ §2 περ,στ΄ & §3 και 748 §1 εδ.β΄ ΚΠολΔ και καταργήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 147 §1, 148 §2, 149, 214Α §9 εδ,β΄, 228, 230 §1, 239, 341-345, 351 εδ.β΄, 370 §1, 389, 396, 397, 398 1, 403 §5,μ 406 §1, 412, 414, 421-431, 531, 599 §2, 600 §2, 649 §1 εδ.β΄&δ΄, 650 §4, 662Ζ εδ,γ΄, 670 εδ,β΄, 671 §4, 681 §4 εδ.ε΄ και 754 §2 εδ.β΄ ΚΠολΔ.
[184] Με το άρθρο 5 του Ν.3043/2002 τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 214Α §3 ΚΠολΔ, με το άρθρο 6 ιδίου Νόμου καταργήθηκε η διάταξη του άρθρου 226 §2 εδ.β΄ ΚΠολΔ, επανήλθαν σε ισχύ με τροποποιημένο περιεχόμενο οι διατάξεις των άρθρων 228 και 230 §1 ΚΠολΔ που είχαν καταργηθεί με το άρθρο 6 §2 Ν.2915/2001 και τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 229 ΚΠολΔ, με το άρθρο 7 καταργήθηκε η διάταξη του άρθρου 237 §1 εδ.β΄ ΚΠολΔ και τροποποιήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 237 §1, 241 §2, 268 §4 εδ.α΄ και 270 §6 ΚΠολΔ, με το άρθρο 8 τροποποιήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 520 §2 και 523 §2 ΚΠολΔ και προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στη διάταξη του άρθρου 524 §1 ΚΠολΔ, με το άρθρο 9 τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 547 §2 ΚΠολΔ, με το άρθρο 10 τροποποιήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 571 §1 εδ.β΄&γ΄, 571 §2 εδ.α΄&β΄ και 571§2 εδ.ι΄ ΚΠολΔ, με το άρθρο 11 τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 585 §2 εδ.β΄ ΚΠολΔ, με το άρθρο 12 τροποποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 882Α §2 εδ.α΄ ΚΠολΔ και προστέθηκε ένα νέο εδάφιο στο τέλος της και με το άρθρο 13 τροποποιήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 929 §3 και 960 ΚΠολΔ.
[185] Με τα άρθρα 1 §1 του Ν.2915/2001 σε όλο το κείμενο του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας οι λέξεις ΄΄πρώτη συζήτηση΄΄ αντικαταστάθηκαν με τη λέξη ΄΄συζήτηση΄΄
[186] Βλ. ανωτ. υπό [§21].
[187] Πρακτικά Αναθεωρητικής Επιτροπής σελ.750-755 (συνεδριάσεις 288/16.4.1964 και 289/ 15.5.1964).
[188] Βλ. ανωτ. υπό [§19].
[189] Βλ. ανωτ. υπό [§19].
[190] Βλ. ανωτ. υπό [§19].
[191] Το ελληνικό κράτος, εκπληρώνοντας τις διεθνούς δικαίου υποχρεώσεις που ανέλαβε με τη Συνθήκη Αθηνών της 1/14 Νοεμβρίου 1913 (κυρωθείσα με το Ν.(ΔΣΙΓ΄) 79/1913), εκχώρησε με το άρθρο 10 του Ν.2345/1920 μέρος της πολιτικής του δικαιοδοσίας στους μουφτήδες για διαφορές οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου που διέπονται από τον ιερό μουσουλμανικό νόμο. Η ανωτέρω διάταξη διατηρήθηκε σε ισχύ και τροποποιήθηκε από το άρθρο 8 ΕισΝΚΠολΔ, το οποίο καταργήθηκε με το Ν.1920/1991 που κύρωσε την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου 24.12.1990 περί μουσουλμάνων θρησκευτικών λειτουργών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 §2 της οποίας, ο μουφτής ασκεί δικαιοδοσία μεταξύ μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών της περιφέρειάς του επί γάμων, διαζυγίων, διατροφών, επιτροπειών, κηδεμονιών και χειραφεσίας ανηλίκων, ισλαμικών διαθηκών και της εξ αδιαθέτου διαδοχής, εφόσον οι σχέσεις αυτές διέπονται από τον ιερό μουσουλμανικό νόμο, και σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 §3 αυτής, οι εκδιδόμενες από το μουφτή αποφάσεις επί υποθέσεων αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας δεν μπορούν να εκτελεσθούν ούτε αποτελούν δεδικασμένο, αν δεν κηρυχθούν εκτελεστές κατά τη διαδικασίας της εκούσιας δικαιοδοσίας από το Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας της έδρας του μουφτή, το οποίο ερευνά μόνον τη συνταγματικότητα της αποφάσεως, καθώς και το αν αυτή εκδόθηκε μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του μουφτή. Σημειωτέον ότι η κατά τα άνω εκχώρηση περιορισμένου μέρους της πολιτικής δικαιοδοσίας του ελληνικού κράτους στους μουφτήδες δεν είναι αντισυνταγματική, δεδομένου ότι αποτελεί εκπλήρωση υποχρεώσεως διεθνούς δικαίου της Ελλάδας (άρθ.28 §1 εδ.α΄, 93 §1 και 94 §2 Σ), βλ και Κ. Κεραμεύς, ό.π., Τόμος Ι, Κεφάλαιο ΙΙ: Οργανισμός των δικαστηρίων, ενότ.19, υποενότ.ΙΙ, σελ.81 και υποενότ.ΙV, σελ.82-83.
[192] Όπως ορίζει το άρθρο 46ΕισΝΚΠολΔ, εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις συμβάσεων για διαιτησία διαφορών ιδιωτικού δικαίου που είναι κυρωμένες με νόμο, όπως και οι διατάξεις των νόμων που τις τροποποιούν ή τις συμπληρώνουν. Στο ρυθμιστικό πεδίο της συγκεκριμένης διατάξεως εμπίπτουν κυρίως α) συμβάσεις κυρωμένες με τυπικό νόμο που συνήφθησαν μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και μεγάλων ελληνικών ή αλλοδαπών οργανισμών ή εταιρειών και περιέχουν διατάξεις περί αποκλειστικής λύσεως των σχετικών διαφορών με προσφυγή σε ειδικά ρυθμιζόμενη διαιτησία και β) συμβάσεις που καταρτίζονται κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας περί επενδύσεως και προστασίας κεφαλαίων εξωτερικού και κυρώνονται στη συνέχεια νομοθετικά. Σημειωτέον ότι ούτε και στην περίπτωση αυτή μπορεί να γίνει λόγος περί αντισυνταγματικότητας, διότι στις ανωτέρω περιπτώσεις η συνομολόγηση της διαιτητικής ρήτρας αποτελεί συμβατική εκούσια δέσμευση των συμβαλλομένων μερών και ως εκ τούτου δεν συνιστά ακούσια αφαίρεση του νόμιμου δικαστή (άρθ. 8§1 Σ), βλ και Κεραμεύς, ό.π., Τόμος Ι, Κεφάλαιο ΙΙ: Οργανισμός των δικαστηρίων, ενότ.19, υποενότ.ΙΙΙ, σελ.81-82 και υποενότ.ΙV, σελ.82-83.
[193] Τα σημαντικότερα νομοθετήματα που αφορούν την οργάνωση των πολιτικών δικαστηρίων και τέθηκαν σε ισχύ στο μεσοδιάστημα 1968-1988 είναι α) το Ν.Δ. 962/1971 ΄΄περί κώδικος δικαστικών λειτουργών΄΄, το οποίο τροποποιήθηκε από τα Ν.Δ. 186/1973, 348/1974, 161/1974 και το Ν.184/1975 ΄΄περί συγκροτήσεως του κατά τις διατάξεις των άρθρων 90 και 91 του Συντάγματος Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου και Πειθαρχικών Συμβουλίων, ρυθμίσεως δικαστικών τινών θεμάτων και άλλων διατάξεων΄΄, β) το Ν.Δ.74/1974 ΄΄περί πειθαρχικού δικαίου των δικαστικών λειτουργών΄΄, γ) το Ν.Δ.1025/1971 ΄΄περί κώδικος καταστάσεως δικαστικών υπαλλήλων΄΄, το οποίο τροποποιήθηκε από τα Ν.Δ.90/1974, 165/1974 και τους Ν.294/1976, 965/1979 και 1199/1981 και δ) ο Ν.345/1974 ΄΄περί κυρώσεως του Κώδικος περί του κατά το άρθρον 100 του Συντάγματος Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου΄΄, βλ. Κ. Κεραμεύς, ό.π., Τόμος Ι, Κεφάλαιο ΙΙ: Οργανισμός των δικαστηρίων, ενότ.13, σελ.59-60.
[194] Με τον ίδιο νόμο καταργούνται μεταξύ άλλων διατάξεων άλλων νομοθετημάτων και τα άρθρα 72 και 64 ΕισΝΚΠολΔ, πλην της §4 του τελευταίου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 78 Ν.733/1977, που προβλέπει την κατ’ εξαίρεση συγκρότηση του Εφετείου για την εκδίκαση διαφορών από την εκτέλεση δημοσίων έργων.
[195] Κ. Κεραμεύς, ό.π., Τόμος Ι, Κεφάλαιο ΙΙ: Οργανισμός των δικαστηρίων, ενότ.18, υποενότ.Ι-V, σελ.73-79.
[196] Βλ. άρθ.14 §1 περ.α΄ ΚΠολΔ, και αναλυτικότερα για το σύνολο της υλικής αρμοδιότητας των ειρηνοδικείων άρθ.14 §1 περ.β΄ και 15 ΚΠολΔ.
[197] Βλ. άρθ.14 §2 ΚΠολΔ, και αναλυτικότερα για το σύνολο της υλικής αρμοδιότητας των μονομελών πρωτοδικείων άρθ.16 και 17 ΚΠολΔ
[198] άρθ.18 ΚΠολΔ.
[199] Στα ήδη λειτουργούντα δώδεκα Εφετεία (βλ. ανωτ. υποσημείωση [156]) προστέθηκε ακόμη ένα, αυτό της Δυτικής Μακεδονίας.
[200] άρθ.19 ΚΠολΔ.
[201] άρθ.17 Ν.Δ.1266/1972. Στην περίπτωση αυτή η σύνθεση του Εφετείου είναι πενταμελής (άρθ.64 §4 ΕισΝΚΠολΔ).
[202] Τα τμήματα του Αρείου πάγου είναι σήμερα έξι, τέσσερα πολιτικά (Α΄, Β΄, Γ΄, και Δ΄) και δύο ποινικά (Ε΄ και ΣΤ΄).
[203] άρθ.20 ΚΠολΔ.
[204] N. Pantazopoulos, N. Pantazopoulos, Μονογραφίες, σελ.245-279, (Monographies, p.245-279), Aspect général de l’évolution historique du droit grec, Athènes 1949, Μέρος ΙIΙ: Les «catégories sociales» de la tradition «savante» et de la tradition «populaire» par rapport au droit, §1, σελ.272-273.